Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Ο Αριστοφάνης και το έργο του


Ο Αριστοφάνης (445 π.Χ. - 386 π.Χ.) ήταν Αθηναίος σατιρικός ποιητής του 5ου αιώνα. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 445 π.Χ. περίπου, και πέθανε στα μέσα της δεκαετίας του 380 π.Χ. Έζησε στην Αθήνα και μεγάλωσε τα χρόνια, που ξεκίνησε για την Αθήνα και τους κατοίκους της, μία εποχή ειρήνης και άνθησης, κατά την οποία στην πολιτική ζωή κυριαρχούσε η προσωπικότητα του Περικλή (ειρήνη με την Σπάρτη και την Περσία), και η οποία διήρκεσε μέχρι την έναρξη του τριακονταετούς πελοποννησιακού πολέμου το 431 π.Χ..
Οι σημαντικότερες πηγές για τις διδασκαλίες των έργων του Αριστοφάνη είναι οι επιγραφές με τους καταλόγους νικητών σε δραματικούς αγώνες,  οι αρχαίες υποθέσεις στα σωζόμενα έργα του και οι πληροφορίες που παραθέτουν οι αρχαίοι λεξικογράφοι.




Σωζώμενες κωμωδίες

Οι Αχαρνείς (Ἀχαρνῆς στην Αττική διάλεκτο) είναι η τρίτη κωμωδία που γνωρίζουμε ότι έγραψε ο Αριστοφάνης (είχαν προηγηθεί οι Δαιταλείς το 427 και οι Βαβυλώνιοι το 426) και η αρχαιότερη που μας σώζεται ακέραια. Διδάχθηκε στα Λήναια του 425 π.Χ. όταν ο Αριστοφάνης ήταν 21 ετών και πήρε το πρώτο βραβείο. Δεύτερος ήρθε ο Κρατίνος με την κωμωδία Χειμαζόμενοι και τρίτος ο Εύπολις με την κωμωδία Νουμηνίαι. Και από τις δύο κωμωδίες σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα, τα οποία δεν μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε εικόνα για τα έργα που ανταγωνίστηκαν τους Αχαρνείς (και ηττήθηκαν από αυτούς).
Ένας Αθηναίος αγρότης, ο Δικαιόπολις, απηυδισμένος από τον πόλεμο και το συνεπακόλουθο γεγονός ότι είναι αναγκασμένος να μένει κλεισμένος μέσα στα τείχη της πόλης μακριά από τον αγροτικό του δήμο, είναι αποφασισμένος στην Εκκλησία του Δήμου να επιβάλλει συζήτηση για την σύναψη συνθήκης ειρήνης με τη Σπάρτη. Στη συνέλευση ωστόσο παρελαύνουν καλοπληρωμένοι Αθηναίοι πρέσβεις που μόλις έχουν επιστρέψει από την Περσία και υπόσχονται ανύπαρκτη βοήθεια από το μεγάλο βασιλιά και ο Θέωρος που σέρνει μαζί του έναν πεινασμένο μισθοφορικό στρατό από τη Θράκη· για την ειρήνη ούτε κουβέντα.
Εξάλλου, κάποιος Αμφίθεος, που πρώτος-πρώτος είχε πάρει τον λόγο, υποσχόμενος ότι αν του παρασχεθούν τα αναγκαία εφόδια θα ταξιδέψει στην Σπάρτη και θα συνάψει συνθήκη ειρήνης για την πόλη, είχε εκδιωχθεί σκαιότατα. Αφού ο Δικαιόπολις διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει ελπίδα πραγματοποίησης της επιθυμίας του, καλεί, προτού τελειώσει η συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου τον Αμφίθεο και τον στέλνει στην Σπάρτη, προκειμένου αυτός να συνάψει ιδιωτική συνθήκη ειρήνης μόνο για τον Δικαιόπολη και την οικογένειά του. Ο Αμφίθεος επιστρέφει την στιγμή που κηρύσσεται το τέλος της εκκλησίας, φέρνοντας στον Δικαιόπολη τρία «δείγματα ειρήνης». Οι Αχαρνείς (ο χορός) εξαγριώνονται και είναι έτοιμοι να τον σκοτώσουν, αλλά τον αφήνουν να εκθέσει τα επιχειρήματά του. Ο λόγος του Δικαιόπολη πείθει το ένα ημιχόριο. Ο άλλος μισός Χορός ακόμα εξαγριωμένος, αλλά σε δυσχερή πλέον θέση, καλεί σε βοήθεια τον στρατηγό Λάμαχο. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον κωμικό ήρωα και τον στρατηγό καταλήγει στην ήττα του δεύτερου και στην μεταστροφή του δεύτερου ημιχορίου. Η κωμωδία τελειώνει με το Δικαιόπολη να έχει κερδίσει βραβείο οινοποσίας, ενώ ο Λάμαχος έχει τραυματιστεί σε μάχη με τον εχθρό.




Οι Βάτραχοι είναι κωμωδία του Αριστοφάνη που διδάχτηκε πρώτη φορά στα Λήναια το 405 π.Χ., κερδίζοντας τα "Πρωτεία" (το πρώτο βραβείο δηλαδή). Η υπόθεσή της περιστρέφεται γύρω από έναν ποιητικό διαγωνισμό που οργανώνει στον κάτω κόσμο ο Διόνυσος ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Το έργο κριτικάρει τους νέους τραγικούς ποιητές αλλά και τον ίδιο τον Ευριπίδη, ενώ το πολιτικό του μήνυμα θεωρείται ότι είναι η προτροπή για επιστροφή στην ολιγαρχία.
Ο θεός Διόνυσος απογοητευμένος από την κατάσταση του θεάτρου στην Αθήνα, καθώς οι μεγάλοι τραγικοί έχουν πεθάνει, είναι αποφασισμένος να αναλάβει δράση για να αρχίσουν ξανά αξιόλογοι δραματικοί αγώνες στην Αθήνα. Μαζί με τον δούλο του Ξανθία ξεκινούν ένα περιπετειώδες ταξίδι προς τον Κάτω Κόσμο με σκοπό να φέρουν πίσω τον καλύτερο τραγικό ποιητή. Όταν φτάνουν στον Άδη, επικρατεί αναταραχή. Ο Ευριπίδης διεκδικεί από τον Αισχύλο την τιμητική θέση του καλύτερου τραγικού ποιητή. Για να λυθεί η διαφορά, ο Πλούτωνας καλεί τον Διόνυσο, σε ρόλο διαιτητή, καθώς και τους τραγικούς σε έναν δραματικό διαγωνισμό. Ο αγώνας για την ανάδειξη του καλύτερου, αρχίζει…Τα κωμικά ευρήματα και τα φαρσικά επεισόδια διαδέχονται το ένα το άλλο και μέσα από την πικρή σατιρική διάθεση του Αριστοφάνη, έρχεται στο φως η πάντα σύγχρονη διάσταση του έργου.
Κι ενώ στους "Ορνιθες" ο κωμικός ποιητής αναζητά την ιδανική πολιτεία στον ουρανό, στους "Βάτραχους" ο μη-τόπος είναι ο Κάτω Κόσμος -ο Άδης, όπως τον ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες. Η ουτοπία βρίσκει έδαφος και στήνει εδώ τη γιορτινή της ονειροφαντασία, σε ένα γλέντι όπου οι νεκροί είναι πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς κι ο Άδης πιο φωτεινός από τον κόσμο της επιφάνειας.
Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε τον Ιανουάριο του 405 π.Χ., ένα χρόνο πριν το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, στα Λήναια και το Μάρτιο του ίδιου χρόνου στα Διονύσια. Το έργο, που για άγνωστους λόγους δεν ανέβηκε με το πραγματικό όνομα του συγγραφέα, κέρδισε το πρώτο βραβείο, ενώ οι "Μούσες" του Φρύνιχου το δεύτερο.
Η κωμωδία, όπως και η τραγωδία, υπηρετούσε τον παιδευτικό χαρακτήρα του θεάτρου. Για να προβάλλει τα προβλήματα, ώστε μέσα από τη συνειδητοποίηση τους να βρεθεί λύση, ο Αριστοφάνης τα παρουσίαζε στην πιο ακραία τους μορφή. Τα θέματα που κυρίως τον απασχόλησαν πηγάζουν από τα προβλήματα της Αθήνας στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου -τον οποίο θεωρούσε καταστρεπτικό. Εστιάσθηκε ιδιαίτερα στην ειρήνη, τη δημοκρατία, τις νέες φιλοσοφικές ιδέες και την οικονομική, κοινωνική και ηθική κρίση της αθηναϊκής κοινωνίας της εποχής εκείνης.

Η Ειρήνη είναι κωμωδία του Αριστοφάνη. Παίχτηκε πρώτη φορά το 421 π.Χ., στα Μεγάλα Διονύσια και κέρδισε το δεύτερο βραβείο. Το θέμα του έργου είναι ενάντια στον Πελοποννησιακό πόλεμο που μάστιζε τις ελληνικές πόλεις και θεωρείται ένα από τα πιο αντιπολεμικά έργα όλων των εποχών.
Ο Τρυγαίος, ένας Αθηναίος που έχει βαρεθεί τον πόλεμο, έχει μεγαλώσει ένα σκαθάρι για να το καβαλήσει και να ανέβει στο Δία για να τον ρωτήσει γιατί αφήνει τους Έλληνες να πολεμάνε. Φτάνοντας εκεί όμως βλέπει ότι οι θεοί έχουν φύγει γιατί θύμωσαν με τους Έλληνες και έχει μείνει μόνο ο Ερμής για τις τελευταίες ετοιμασίες. Του εξηγεί ότι εκεί μένει πλέον ο Πόλεμος ο οποίος έχει φυλακίσει την Ειρήνη. Εμφανίζεται τότε ο Πόλεμος που έχει ένα τεράστιο γουδί για να λιώσει μέσα τις ελληνικές πόλεις. Όμως όταν στέλνει το γιο του τον Τάραχο να ζητήσει γουδοχέρι από τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες αυτός επιστρέφει λέγοντας ότι έχουν χάσει το γουδοχέρι τους, εννοώντας τον Κλέωνα και το Βρασίδα που είχαν σκοτωθεί. Καθώς ο Πόλεμος φεύγει, ο Τρυγαίος καλεί το χορό που αποτελείται από Έλληνες από διάφορες πόλεις για να ελευθερώσουν την Ειρήνη. Χάρη στη βοήθεια τους, κυρίως των γεωργών που έχουν τραβήξει τα πιο πολλά στον πόλεμο, καταφέρνουν να ελευθερώσουν την Ειρήνη και την Οπώρα και τη Θεωρία που ήταν μαζί της. Ο Τρυγαίος επιστρέφει στην Αθήνα μαζί με την Οπώρα για να την παντρευτεί και τη Θεωρία για να τη δώσει στη Βουλή. Πριν το γάμο τον επισκέπτονται διάφοροι έμποροι που πουλούσαν όπλα και ο Τρυγαίος τους δίνει συμβουλές για το πως να τα χρησιμοποιήσουν τώρα που δεν είναι πια χρήσιμα.

Οι Εκκλησιάζουσες. Η πανούργα, λοιπόν, Πραξαγόρα μεταμφιέζεται σε άνδρα, μαζί με όλες τις γυναίκες της Αθήνας και η γυναικεία πομπή φτάνει ως την Εκκλησία του δήμου - στην οποία οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου - και ψηφίζουν νόμο, σύμφωνα με τον οποίο η εξουσία περνά στα χέρια των γυναικών. Κάτι που φέρνει κυριολεκτικά τα πάνω κάτω, καθώς οι γυναίκες είναι έτοιμες να επιβάλλουν εκτός από την περιουσιακή και την ερωτική κοινοκτημοσύνη.

Οι Θεσμοφοριάζουσες είναι κωμωδία του Αριστοφάνη, που έγραψε και παρουσίασε το 411 π.Χ. πιθανότατα στα Μεγάλα Διονύσια. Είναι μια σάτιρα στο πρόσωπο και τα έργα του Ευριπίδη. Εκμεταλλευόμενος την αντιπάθεια του αρχαίου τραγικού για τις γυναίκες, τον παρουσιάζει να συγκρούεται με αυτές κατά τη διάρκεια της μεγάλης τους γιορτής, των Θεσμοφορίων. Θεωρείται ένα από τα καλύτερά του έργα και παρουσιάστηκε την ίδια χρονιά με μια άλλη γνωστή κωμωδία του, τη Λυσιστράτη. Στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα, ο Ευριπίδης, ο γνωστός ποιητής, βρίσκεται μαζί με έναν γέρο συγγενή του, τον Μνησίλοχο, έξω από το σπίτι του νεαρού τραγικού ποιητή, Αγάθωνα.
Ο Ευριπίδης είναι εξαιρετικά ανήσυχος, γιατί όπως λέει στον Μνησίλοχο, οι γυναίκες που σήμερα θα βρίσκονται μαζεμένες στη μεγάλη τους γιορτή, τα Θεσμοφόρια, είναι αποφασισμένες να βρουν ένα τρόπο να τον καταστρέψουν, επειδή θεωρούν ότι τις δυσφημίζει στα έργα του. Ο κίνδυνος, λέει, είναι μεγάλος, και σκέπτεται πως ο μοναδικός τρόπος για να τον αποτρέψει, είναι να στείλει στα Θεσμοφόρια έναν δικό του άνθρωπο, ντυμένο γυναικεία, για να τον υπερασπίσει.
Γι αυτό το σκοπό ελπίζει να πείσει τον ποιητή Αγάθωνα. Αυτός όμως αρνείται, και ο γέρο Μνησίλοχος, αναλαμβάνει την δύσκολη αποστολή. Αφού ξυριστεί, ντυθεί γυναικεία, με ρούχα που πρόθυμα του δανείζει ο Αγάθωνας, και αποσπάσει όρκο από τον Ευριπίδη πως αν κάτι δεν πάει καλά θα κάνει τα πάντα για να τον σώσει, ο Μνησίλοχος θα πάει στο ναό της Δήμητρας θεσμοφόρου.
Εκεί θα ακούσει τις Θεσμοφοριάζουσες, που αποτελούν το Χορό της κωμωδίας, να κατηγορούν τον Ευριπίδη και να θέλουν να τον εξολοθρεύσουν γιατί τους έχει κάνει μεγάλο κακό με τον τρόπο που τις παρουσιάζει στα έργα του. Όταν πάρει τον λόγο ο μεταμφιεσμένος Μνησίλοχος, στην αρχή θα επιτεθεί με σφοδρότητα κατά του Ευριπίδη, αλλά μετά θα υποστηρίξει πως ο κατηγορούμενος δεν αποκάλυψε παρά μόνο ένα πολύ μικρό μέρος από τις πονηριές των γυναικών. Οι γυναίκες ακούγοντας αυτές τις απόψεις αρχίζουν να αγανακτούν, και να ορμούν εναντίον του. Όταν εμφανίζεται ο Κλεισθένης, γνωστός Αθηναίος της εποχής με θηλυπρεπή εμφάνιση, και τους λέει ότι κυκλοφορεί μια φήμη πως κάποιος άνδρας ντυμένος γυναικεία βρίσκεται ανάμεσά τους, υποψιάζονται τον Μνησίλοχο. Η πλαστοπροσωπία αποκαλύπτεται και η θέση του γέροντα είναι δύσκολη. Ο Μνησίλοχος καταφεύγει σε διάφορα μέσα για να ειδοποιήσει τον Ευριπίδη. Απαγγέλλει στίχους παρωδώντας διάφορα έργα του τραγικού ποιητή, και αργότερα εμφανίζεται ο ίδιος ο Ευριπίδης, ντυμένος στην αρχή ως Μενέλαος, στοιχείο που παραπέμπει στην τραγωδία του Ελένη, και αργότερα ως Περσέας, στοιχείο παρμένο από την χαμένη του τραγωδία Ανδρομέδα.
Η αγωνία του Μνησίλοχου εν τω μεταξύ συνεχίζεται. Κατηγορείται για παραβίαση των ιερών τελετουργικών κανόνων και φρουρείται από έναν τοξότη ο οποίος τον έχει δεμένο σε μια σανίδα.
Ο Ευριπίδης που στην προσπάθεια του να σώσει τον Μνησίλοχο έχει έρθει κι έχει φύγει πολλές φορές, με διαφορετική κάθε φορά εμφάνιση, κάνει στις γυναίκες μια συμφέρουσα για όλους πρόταση: δεν θα τις ξανακακολογήσει στα έργα του, αν τον αφήσουν να απελευθερώσει τον δυστυχή γέρο. Οι γυναίκες δέχονται. Με δόλωμα μια νεαρή αυλητρίδα που έχει φέρει μαζί του ο Ευριπίδης, ο τοξότης που φρουρεί τον Μνησίλοχο παρασύρεται έξω από την σκηνή, και μ΄ αυτήν την ευκαιρία ο Ευριπίδης και ο Μνησίλοχος γίνονται άφαντοι. Η κωμωδία τελειώνει με τους πανηγυρισμούς του Χορού και τα πειράγματα προς τον τοξότη που επιστρέφει και αναζητά τον εξαφανισμένο κρατούμενο.

Οι Ιππής είναι κωμωδία του Αριστοφάνη που διδάχτηκε το 424 π.Χ. στα Λήναια κερδίζοντας το πρώτο βραβείο. Το όνομά της προέρχεται από το χορό του έργου. Ήταν η πρώτη κωμωδία που ανέβηκε με το όνομα του Αριστοφάνη. Ο Αριστοφάνης άρχισε να συγγράφει τους Ιππής για να στηλιτεύσει έναν πολιτικό της εποχής, τον δηµαγωγό Κλέωνα, ο οποίος ήταν προσωπικός εχθρός του. Βρισκόμαστε στον έβδοµο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέµου και ο Κλέωνας, ο οποίος είναι υπερασπιστής της συνέχισης του πολέμου, έχει ψηφιστεί στρατηγός των Αθηναίων. Στο έργο, ο Κλέωνας είναι ο Παφλαγόνας. Οι αντιπαλοί του προσπαθούν να τον αντικαταστήσουν με ένα αλλαντοπώλη τον οποίο και εκπαιδεύουν στη δημαγωγία ώστε να πείσει τους Αθηναίους για ειρήνη. Το σκεπτικό τους είναι ότι για να χτυπήσεις έναν φαύλο πολιτικό πρέπει να εφεύρεις έναν φαυλότερο, μια πρωτότυπη αν και ιδιαίτερα απαισιόδοξη άποψη. Ο πρώην αλλαντοπώλης τελικά αποδεικνύεται χαρισματικός δημαγωγός και υπερισχύει του Παφλαγόνα. Ο Αριστοφάνης με την κωμωδία αυτή πραγματεύεται τη φαυλότητα αυτών που ασκούν την εξουσία και πως αυτή οδηγεί μια χώρα— στην προκειμένη περίπτωση την Αθήνα του Πελοποννησιακού Πολέμου—στην καταστροφή. Οι καταστάσεις στις οποίες το έργο αναφέρεται έχουν διαχρονικό χαρακτήρα. Στο πρόσωπο του Κλέωνα µπορούµε να δούµε τον κάθε πολιτικό ηγέτη μιας χώρας ο οποίος ασκώντας ανεύθυνη διοίκηση την οδηγεί στην καταστροφή. Ο Δημοσθένης και ο Νικίας είναι δούλοι και μάλιστα στενοχωρημένοι. Αφέντης τους είναι ο Δήμος που έχει βέβαια τις ιδιοτροπίες του. Μα από τότε που τον πλεύρισε ο κατεργάρης ο Παφλαγόνας , άλλαξε προς το χειρότερο. Τον γλυκοπιάνει τον αφέντη τους και τον εθίζει στην ευκολία. Τον ξεγελάει, κλέβει αλλονών και τα σερβίρει για δικά του. Τον έχει γεμίσει με ψευτιές και συκοφαντίες. Πως θα απαλλαγούν από αυτόν; Αναρωτιούνται. Ας πιούνε να κατεβάσουν καμία ιδέα. Για αρχή κλέβουν το χρησμό που φυλάει με προσοχή ο Παφλαγόνας. Ο χρησμός λέει ότι ο αχρείος θα χαθεί από έναν πωλητή σαλαμιών. Ο Αγοράκριτος, ο αλλαντοπώλης, πλησιάζει τους δύο δούλους. Ο Δημοσθένης και ο Νικίας τον πείθουν ότι αυτός είναι ο άξιος διεκδικητής της εξουσίας. Εκείνη τη στιγμή βγαίνει από το σπίτι, οργισμένος ο Παφλαγόνας. Ο Αγοράκριτος στην αρχή τρομοκρατείται, αλλά έρχονται σε συμπαράστασή του οι Ιππείς. Ο καβγάς ανάβει για τα καλά. Ο Παφλαγόνας και ο Αγοράκριτος αλληλοκατηγορούνται. Οι Ιππείς κατηγορούν τον Παφλαγόνα για ψεύτη, δόλιο, απατεώνα και κλέφτη. Οι συκοφαντίες δίνουν και παίρνουν. Ο Παφλαγόνας υπερηφανεύεται ότι κανείς δεν τον περνάει στην αδιαντροπιά. Οι δύο άντρες τρέχουν στη Βουλή για να καταδώσει ο ένας τον άλλον και να πάρουν με το μέρος τους την εύνοια του λαού. Ο Αγοράκριτος νικάει τον Παφλαγόνα. Και οι δύο έταξαν στο λαό και κέρδισε αυτός που έδωσε περισσότερα. Ο Παφλαγόνας δεν μπορεί να το χωνέψει ότι έχασε. Και οι δύο πάνε έξω από την πόρτα του Δήμου. Τον καλούν να βγει από το σπίτι του και του λένε πόσο τον αγαπούν. Γίνεται ένας διαγωνισμός στα λόγια για να αποδείξουν ποιος νοιάζεται περισσότερο. Ο Αγοράκριτος κατακτά και το Δήμο. Οι δύο άντρες φέρνουν χρησμούς, ύστερα φέρνουν από ένα καλάθι γεμάτο με διάφορα τρόφιμα. Συνεχίζουν ποιος θα καλοπιάσει πιότερο το Δήμο. Μέχρι που ο Παφλαγόνας παραδέχεται την ήττα του. Με τη νίκη του Αγοράκριτου, η Αθήνα αποκτά την παλιά της αίγλη. Ο Αγοράκριτος χαρίζει στο Δήμο την τριαντάχρονη συνθήκη που είχε φυλακισμένη ο Παφλαγόνας.


Η Λυσιστράτη είναι κωμωδία του Αριστοφάνη που γράφτηκε και διδάχθηκε το 411 π.Χ.. Θεωρείται ένα από τα παλιότερα και χαρακτηριστικότερα αντιπολεμικά έργα. Η υπόθεση έχει να κάνει με τη σεξουαλική απεργία που κηρύσσουν οι γυναίκες της Αθήνας και της Σπάρτης, προσπαθώντας έτσι να πείσουν τους άντρες τους να σταματήσουν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Στην αρχαία Αθήνα, κατά την περίοδο του πελοποννησιακού πολέμου, οι γυναίκες με επικεφαλής τη Λυσιστράτη αποφασίζουν να σταματήσουν τον πόλεμο και να ξαναφέρουν την ειρήνη στον τόπο τους. Ανάμεσα στις συγκεντρωμένες γυναίκες, ξεχωρίζουν εκτός από τη Λυσιστράτη, η Αθηναία Κλεονίκη, η νεαρή Μυρρίνη, και η Σπαρτιάτισσα Λαμπιτώ. Την αρχική ιδέα έχει συλλάβει η Λυσιστράτη η οποία για αυτόν το λόγο έχει συγκαλέσει κρυφά όλες τις Αθηναίες αλλά και αντιπροσώπους από τις υπόλοιπες πόλεις. Οι γυναίκες συγκεντρώνονται αλλά όταν εκείνη τους προτείνει την κήρυξη ερωτικής αποχής μέχρι οι άντρες να αποφασίσουν τη λήξη του πολέμου, αρχικά διαφωνούν. Τελικά και μετά από έντονους δισταγμούς πείθονται όταν η σπαρτιάτισσα Λαμπιτώ με αποφασιστικότητα προσχωρεί στο σχέδιο της Λυσιστράτης. Η απόφαση σφραγίζεται με όρκο πάνω στο κρασί. Την ίδια στιγμή ακούγονται φωνές ενθουσιασμού από την Ακρόπολη, σημάδι πως το δεύτερο σκέλος του σχεδίου της Λυσιστράτης πέτυχε. Οι ηλικιωμένες γυναίκες έχουν κυριεύσει την Ακρόπολη, εκεί όπου βρίσκεται το θησαυροφυλάκιο των δημοσίων χρημάτων με τα οποία επιδοτούντο οι πολεμικές επιχειρήσεις. Η συγκέντρωση των γυναικών διαλύεται. Στη σκηνή μπαίνει τώρα ο Χορός που αποτελείται από ηλικιωμένους άντρες και ακολουθεί ένας δεύτερος Χορός από ηλικιωμένες γυναίκες. Οι άντρες, εξοργισμένοι από την ανταρσία των γυναικών, έρχονται κρατώντας χύτρες και αναμμένους πυρσούς. Οι γυναίκες από την άλλη πλευρά κρατάνε σταμνιά με νερό. Αρχίζει η αναμέτρηση. Οι άντρες απειλούν τις γυναίκες με τους πυρσούς τους, και οι γυναίκες τούς κατατροπώνουν αδειάζοντας τα σταμνιά τους πάνω στις φωτιές των αντρών. Στη σκηνή έρχεται ένας ηλικιωμένος Πρόβουλος (μέλος μιας δωδεκαμελούς επιτροπής διακεκριμένων πολιτών, που είχε σκοπό τον αυστηρό έλεγχο της οικονομίας). Ως εκπρόσωπος της εκκλησίας του Δήμου, προστάζει τους τοξότες που τον ακολουθούν να συλλάβουν τις γυναίκες. Οι γυναίκες όμως δεν το επιτρέπουν. Η Λυσιστράτη και ο Πρόβουλος επιδίδονται σ’ έναν αγώνα λόγων, όπου ο γυναικείος Χορός παραστέκεται στη Λυσιστράτη και ο αντρικός στον Πρόβουλο. Η Λυσιστράτη επαναλαμβάνει στον Πρόβουλο την απόφαση των γυναικών να επιβάλουν την ειρήνη, και ο Πρόβουλος εκδιώκεται από τις γυναίκες. Η αποχή έχει αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη και για τα δύο φύλα. Όμως οι άντρες έχουν αρχίσει να αισθάνονται πολύ βαριές τις συνέπειες. Οι γυναίκες τους, σύμφωνα με τις οδηγίες της Λυσιστράτης, τους προκαλούν όσο γίνεται περισσότερο χωρίς όμως τελικά να υποκύπτουν στις επιθυμίες τους. Παράλληλα το σχέδιο των γυναικών έχει επιτυχία και στη Σπάρτη. Ένας Σπαρτιάτης κήρυκας έρχεται και ζητά να ορίσουν οι Αθηναίοι αντιπροσώπους για να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις της ειρήνης. Οι Σπαρτιάτες απεσταλμένοι και οι Αθηναίοι, κάνουν έκκληση στη Λυσιστράτη να τους βοηθήσει στο συμβιβασμό. Η Λυσιστράτη το πετυχαίνει με τη βοήθεια μιας καλλονής, της προσωποποιημένης Συμφιλίωσης. Η Λυσιστράτη κατηγορεί Αθηναίους και Σπαρτιάτες γιατί πρόδωσαν την κοινή θρησκευτική και πολιτιστική τους κληρονομιά. Οι δύο αντιπροσωπείες απορροφημένες από τα κάλλη της Συμφιλίωσης, κάνουν αμοιβαίες παραχωρήσεις και η ειρήνη εξασφαλίζεται. Το αίσιο τέλος σφραγίζεται με ένα συμπόσιο που παραθέτουν οι γυναίκες μέσα σε μια αποθέωση από τραγούδια και χορούς.

Οι Νεφέλες είναι αρχαία κωμωδία του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα Μεγάλα Διονύσια του 423 π.Χ. όπου κι απέσπασε τρίτο βραβείο. Ο Αριστοφάνης που πίστευε ότι οι Νεφέλες είναι από τα καλύτερα έργα του, το διόρθωσε ριζικά με σκοπό να το παρουσιάσει ξανά στο κοινό. Οι Νεφέλες που μας σώζονται έως σήμερα είναι η δεύτερη εκδοχή. Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά και πολυσυζητημένα έργα του Αριστοφάνη, ο άλυτος γρίφος μέσα σ’ ολόκληρη την αριστοφανική παραγωγή κι ένα από τα μεγαλύτερα ερωτηματικά στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ο Στρεψιάδης, ένας γέρος Αθηναίος χωριάτης, παντρεμένος με μία αριστοκράτισσα Αθηναία, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα κι απέκτησαν ένα γιο, τον Φειδιππίδη, που αναθρεμμένος σαν αριστοκράτης, έφτασε στο σημείο να καταχρεώσει τον πατέρα του με τις σπατάλες του και την άσωτη ζωή του. Στριμωγμένος ο Στρεψιάδης από τους δανειστές του παίρνει την απόφαση να στείλει το γιο του στο Φροντιστήριο του Σωκράτη για να μάθει τον άδικο και τον δίκαιο λόγο, ώστε να μπορεί να δικαιώνεται στις δίκες και να γλιτώσει από τα διάφορα δανεικά και τους δανειστές. Ο Φειδιππίδης, δεν έχει καμιά όρεξη να κλειστεί στη σχολή κι έτσι, ο γέρο-Στρεψιάδης, αναγκάζεται να φοιτήσει ο ίδιος στο Φροντιστήριο. Γρήγορα όμως ο Σωκράτης τον διώχνει ως ανεπίδεκτο μαθήσεως και τελικά πείθει τον γιο του να φοιτήσει στη σχολή του μεγάλου φιλοσόφου. Σύντομα θα αντιληφθεί πως όλα τα μαθήματα που πήρε ο γιος του, θα τα πληρώσει ο ίδιος και πικρά μάλιστα...

Οι Όρνιθες είναι κωμωδία του Αριστοφάνη που παρουσιάσθηκε το 414 π.Χ. στα Διονύσια, χαρίζοντας στον δημιουργό της το δεύτερο βραβείο. Ο Αριστοφάνης έγραψε τους «Όρνιθες» απογοητευμένος από την τροπή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Με το μεγάλο αυτό έργο, ο Αριστοφάνης βρίσκει την ευκαιρία να διακωμωδήσει τους συκοφάντες και τους κόλακες του δήμου, καθώς και τις θεωρίες για νέα πολιτεύματα. Το έργο πραγματεύεται τη φυγή δυο ανθρώπων από την τυραννία του κόσμου στο βασίλειο του παραμυθιού και συνενώνει την πιο τολμηρή φαντασία με την πιο ανάερη ποίηση. Δύο Αθηναίοι φίλοι, ο πονηρός Πεισθέταιρος και ο αγαθός Ευελπίδης, επιθυμούν να βρουν το πουλί τσαλαπετεινό (που άλλοτε ήταν άνθρωπος, ο βασιλιάς Τηρέας) για να το ρωτήσουν σε ποια πόλη μπορεί κανείς να ζήσει ήσυχα, πλούσια και ειρηνικά. Στην εισαγωγή του έργου, λοιπόν, εμφανίζονται οι δύο φίλοι να πετούν μέσα από το δάσος, ο ένας πάνω σε μια κουρούνα και ο άλλος σε μια καλιακούδα, δηλώνοντας ότι μεταναστεύουν επειδή βαρέθηκαν τη δικομανία των Αθηναίων. Όταν πια βρίσκουν τον τσαλαπετεινό, εκείνος τους απογοητεύει, καθώς δεν έχει να προτείνει καμία πόλη που να τους αρέσει. Τότε όμως ο Πεισθέταιρος συλλαμβάνει την ιδέα να ιδρύσουν μαζί με τον τσαλαπετεινό-Τηρέα την πόλη των πουλιών στους αιθέρες, στο μεσοδιάστημα δηλαδή μεταξύ του κόσμου των ανθρώπων και του κόσμου των θεών. Ο τσαλαπετεινός πείθεται και καλεί τα πουλιά για να τους ανακοινώσουν μαζί το σχέδιο του Πεισθέταιρου. Τα πουλιά εμφανίζονται αγριεμένα από την εισβολή των ανθρώπων και θεωρώντας ότι ο τσαλαπετεινός τους πρόδωσε, ετοιμάζονται να επιτεθούν στους εισβολείς. Για άλλη μιά φορά όμως ο Πεισθέταιρος παίρνοντας τον λόγο, φουσκώνει τα μυαλά των πουλιών . Στο τέλος πείθει τα πουλιά να ιδρύσουν τη Νεφελοκοκκυγία (= κατοικία των κούκων στα σύννεφα, την πόλη δηλαδή των πουλιών) με στόχο να αναδειχτούν σε ρυθμιστές της θεϊκής εξουσίας λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι των θεών με τους ανθρώπους. Έτσι, τα πουλιά χωρίζονται σε ομάδες εργασίας και ξεκινάει το χτίσιμο του τείχους που θα περιβάλλει τη χώρα των πουλιών και θα εμποδίζει έτσι την τσίκνα από τις θυσίες των ανθρώπων να ανεβαίνει στους θεούς. Πριν ακόμα καλά καλά χτιστεί η πόλη και με πρώτον από όλους τον ιερέα που έρχεται για να κάνει θυσία, καταφθάνουν διάφοροι εκμεταλλευτές και καλοθελητές που προσπαθούν να αποκομίσουν οφέλη από την ίδρυση της Νεφελοκοκκυγίας. Ο Πεισθέταιρος όμως τους ξεφορτώνεται όλους και σιγά σιγά το τείχος ολοκληρώνεται. Εν τω μεταξύ οι θεοί αρχίζουν να πεινούν και να ανησυχούν γιατί δεν φτάνει πια στους ουρανούς η τσίκνα των σφαχτών. Αρχικά στέλνουν την Ίριδα ως αγγελιαφόρο, την οποία όμως εκδιώκει βίαια ο Πεισθέταιρος. Έπειτα εμφανίζεται ο -πάντα αντιεξουσιαστής- Προμηθέας για να ενημερώσει μυστικά τον Πεισθέταιρο για τις αποφάσεις των θεών και να τον συμβουλέψει τι να κάνει για να τους πάρει την εξουσία. Πραγματικά, όπως έχει προειδοποιήσει ήδη ο Προμηθέας, φτάνει αντιπροσωπεία των θεών για να διαπραγματευτεί την ελεύθερη διακίνηση της τσίκνας. Η αντιπροσωπεία απαρτίζεται από τον διπλωμάτη Ποσειδώνα, τον φοβερό φαγά Ηρακλή και τον αγροίκο Τριβαλλό, που είναι εκπρόσωπος των βαρβαρικών θεών. Οι διαπραγματεύσεις -οι οποίες διεξάγονται δίπλα από ένα σφαχτό που ψήνεται- καταλήγουν, πάντα σύμφωνα με τις συμβουλές του Προμηθέα, στον γάμο της όμορφης νεαρής θεάς Βασιλείας με τον Πεισθέταιρο. Έτσι το έργο τελειώνει με τη γαμήλια ένωση του Πεισθέταιρου και της ουράνιας θεάς.

Οι Σφήκες είναι η τέταρτη χρονολογικά από τις γνωστές κωμωδίες του Αριστοφάνη. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα Λήναια το 422 π.Χ. και πραγματεύεται τη δικομανία των Αθηναίων, ενώ παράλληλα ασκεί κριτική στον Κλέωνα. Έτσι, αυτή τη φορά το θέμα της ειρήνης περνάει σε δεύτερο πλάνο, ενώ στόχος γίνεται η λειτουργία της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο Βδελυκλέων έχει φυλακίσει τον ηλιαστή δικαστή πατέρα του Φιλοκλέωνα στο σπίτι, για να τον εμποδίσει να παρευρίσκεται στο δικαστήριο και, έτσι, να τον θεραπεύσει από τη δικομανία του. Όταν όμως οι συνάδελφοί του Ηλιαστές -ένας χορός από σφήκες- περνάνε από το σπίτι για να τον πάρουν, ο Φιλοκλέων προσπαθεί να δραπετεύσει. Ο γιος του όμως την τελευταία στιγμή τον εμποδίζει. Έτσι, επιδίδονται σε έναν αγώνα λόγων με κριτή το χορό, προκειμένου να αποφασιστεί αν ο Φιλοκλέων θα πάει στο δικαστήριο. Τελικά, ο Βδελυκλέων πείθει τον πατέρα του να μείνει στο σπίτι και να δικάζει τα «οικιακά» αδικήματα τα οποία διαπράττουν οι δούλοι του σπιτιού (περιλαμβανομένων και των σκύλων). Έτσι, δικάζει τον σκύλο Αιξωνέα, γιατί έκλεψε ένα κομμάτι τυρί από τον σκύλο Κυδαθηναιέα (αναφορά σε πρόσφατη δίκη κατά την οποία ο Κλέων κατηγόρησε τον στρατηγό Λάχητα ότι είχε δωροδοκηθεί από τους Σικελούς, εχθρούς των Αθηναίων). Παρά την πρόθεσή του να καταδικάσει τον Αιξωνέα, ο Φιλοκλέων ξεγελιέται από το γιο του και αθωώνει - προφανώς για πρώτη φορά στη ζωή του- τον κατηγορούμενο. Στο τέλος, ο Φιλοκλέων συνηθίζει στην καινούρια του ζωή και επιδίδεται σε γλέντια, μεθύσια και κάθε λογής καλοπέραση. Έχει πλέον οριστικά γιατρευτεί από το πάθος της δικομανίας.

Ο Πλούτος είναι η τελευταία σωζόμενη κωμωδία του Αριστοφάνη. Γράφτηκε το 388 π.Χ., σηματοδοτώντας το πέρασμα από την Αρχαία στη Νεότερη Αττική Κωμωδία. Στην κωμωδία αυτή ο Αριστοφάνης διακωμωδεί την κακή διανομή του Πλούτου, που, επειδή είναι τυφλός, πηγαίνει στους κακούς. Αλλά ένας χρηστός πολίτης, ο Χρεμύλος, μαζί με τον τετραπέρατο δούλο του Καρίωνα, περιθάλπουν τον τυφλό, τιμωρημένο από το Δία, θεό Πλούτο, που μικρός τυφλώθηκε για να αποφεύγει τους δίκαιους, τους σοφούς και τους έντιμους. Ο Θεός Πλούτος λοιπόν ξαναβρίσκει το φως του, μετά την γιατρειά που του προσφέρουν ο Χρέμυλος με τον δούλο του. Εκείνος δίνει τα πλούτη του στους αγαθούς και τους κακούς τους κάνει φτωχούς. Στην κωμωδία αυτή ο ποιητής δε διακωμωδεί ορισμένα πρόσωπα, αλλά και καταστάσεις και άτομα, όπως στις "Εκκλησιάζουσες". Γι' αυτό με τις δύο αυτές κωμωδίες ο Αριστοφάνης περνά από την αρχαία στη μέση κωμωδία.

Πηγή: wikipedia