Η Ευδαιμονία αποτελούσε τον θεμέλιο λίθο της αριστοτελικής ηθικής και ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια του τέλους, του σκοπού. Η σχέση ευδαιμονίας και τέλους έχει ως εξής: Αν ορίζουμε ως αγαθό αυτό που κάθε φορά επιδιώκουμε με τις πράξεις μας τότε η ανθρώπινη δραστηριότητα κατακερματίζεται σ’ ένα σύνολο διαφορετικών μεταξύ τους στόχων. Ωστόσο κάθε επιμέρους στόχος αποτελεί απλά ένα ενδιάμεσο στάδιο για την επίτευξη περαιτέρω σκοπών (σπέρνω για να θερίσω, για να έχω καλή σοδειά, καλό κέρδος, καλή επιβίωση κλπ.). Η χρονική διάσταση στον συνδυασμό των εννοιών τέλους και αυτάρκειας: Εάν η ευδαιμονία είναι τέλος αύταρκες, τότε θα πρέπει να αφορά το σύνολο του ανθρώπινου βίου, κι όχι μια ορισμένη περίοδο της ζωής του καθενός. Ευδαιμονία μπορεί να υπάρξει μόνο στην προοπτική του «βίου τελείου»: Έτσι δεν κινδυνεύει να παρεννοηθεί (η ευδαιμονία) ως κάτι που έρχεται και χάνεται, όπως οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα του ανθρώπου που ενεργεί. Ωστόσο η ταύτιση ευδαιμονίας και ολότητας βίου δεν σημαίνει ότι κάποιος γίνεται ευδαίμων μόνο τη στιγμή του θανάτου αλλά ότι πρέπει να αντιμετωπίζει την ηθική του ποιότητα υπό την προοπτική της διάρκειας και της συνέχειας.