Για πολλές δεκαετίες η έννοια του λαού ταυτιζόταν με την έννοια του έθνους και μάλιστα με την παραδοσιακή του μορφή την αγροτική. Υποστηρίχθηκε η άποψη για το ενιαίο του κάθε λαού και την ομοιογένεια των εκδηλώσεων του παραδοσιακού πολιτισμού.
Προσωπικό ιστολόγιο με θέματα από τις σπουδές στο πρόγραμμα σπουδών Ελληνικός Πολιτισμός του Ε.Α.Π.
Οι νεότεροι περιηγητές έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για το ιερό. Ο
Leake, γνώστης του αρχαίου κόσμου έδωσε σωστές πληροφορίες για το Ιερό
του Αμφιαρείου. Κατά το 19ο αι. και άλλοι περιηγητές ενδιαφέρθηκαν για
την ανακάλυψη και τη μελέτη του ιερού.
Το 1884 ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφή του ιερού από την
Αρχαιολογική Εταιρεία με τον Βασίλειο Λεονάρδο. Η ανασκαφή διήρκησε με
διαλείμματα ως το 1929 και αποκάλυψε τα ερείπια μνημείων στο
Μαυροδήλεσι και πολλές επιγραφές που είναι πολύτιμες για τις πληροφορίες
που περιέχουν.
Το Αμφιάρειο είναι κτισμένο στις όχθες ενός χειμάρρου, της Χαράδρας,
όπως την έλεγαν οι αρχαίοι. Στην αριστερή όχθη βρίσκονται τα επίσημα
οικοδομήματα, ο ναός, ο βωμός, η στοά, το θέατρο και στη δεξιά απλώνεται
η κατοικίδια συνοικία. Στην κατοικίδια συνοικία, εκτός από γραφεία,
καταστήματα και ξενοδοχεία, βρίσκονταν η αγορά και η Κλεψύδρα (υδραυλικό
ρολόι). Σήμερα σώζονται τα ερείπια των κτισμάτων του ιερού.
Η είσοδος του ιερού γινόταν στα αρχαία χρόνια από την ανατολική
του άκρη όπου βρίσκονται και τα επίσημα κτήρια του ιερού. Το πρώτο
κτίσμα που αντικρίζει ο επισκέπτης κατευθυνόμενος προς τα δυτικά είναι
τα λουτρά του ιερού. Πρόκειται για τετράγωνο κτήριο του 4ου αι. που δε
σώζεται σε καλή κατάσταση. Από αρχαίους συγγράφείς γνωρίζουμε ότι τα
λουτρά ήταν φημισμένα κατά την αρχαιότητα και επισκίαζαν ακόμη και τη
φήμη του ιερού.
Στα δυτικά των λουτρών βρίσκονται τα ερείπια της «μεγάλης στοάς
του ιερού του 4ου αι και αυτή. Η στοά είναι κτίσμα του 4ου αι. π.Χ. και
έχει μήκος 110μ. Στα άκρα της ανατολικό και δυτικό, υπάρχουν δύο
δωμάτια, όπου γινόταν η εγκοίμηση όσων ζητούσαν χρησμό από τον Αμφιάραο.
Εμπρός από τα τελευταία βάθρα βρίσκονται τα ερείπια του
''μεγάλου βωμού του ιερού''. Σώζεται μόνο το κάτω μέρος του. Στα αρχαία
χρόνια ο βωμός ήταν μνημειακών διαστάσεων.
Προς τη βόρεια πλευρά του βωμού βρίσκονται τα λείψανα τριών
ημικυκλικών σκαλιών. Σύμφωνα με επιγραφή του ιερού τα σκαλιά ανήκαν σε
κτίσμα που ονομαζόταν μάλιστα Θέατρο το κατά τον βωμόν. Το θέατρο που
χρονολογείται στον 5ο ή στον 4ο αι. π.Χ. προορίζόταν για τους θεατές των
θυσιών που γίνονταν στο βωμό. Στο σημείο όπου στέκεται το τελευταίο
βάθρο σώζονται σε αρκετό ύψος οι τοίχοι ενός μικρού ναού του 4ου αι.
π.Χ.
Νοτιοδυτικά του βωμού ήταν κτισμένος ο μεγάλος ναός του ιερού
που ήταν αφιερωμένος στον Αμφιάραο. Το ναό που έχει διαστάσεις 38 Χ 14μ.
αποτελούσαν ο πρόδομος και ο σηκός. Στον πίσω τοίχο του σηκού υπήρχε
μια πόρτα που οδηγούσε σε ένα μικρό δωμάτιο που χρησίμευε ίσως ως
θησαυροφυλάκειο του ιερού ή είχε κάποια σχέση με τη λατρεία. Σήμερα
σώζεται το άνοιγμα και το κατώφλι αυτής της πόρτας. Το κτίσμα ήταν
δωρικού ρυθμού και κτίστηκε τον 4ο αιώνα π.Χ
Στα νότια του βωμού βρίσκεται η ιερή πηγή που το νερό της δεν
επιτρεπόταν να χρησιμοποιηθεί για καθαρμούς ή για πλύσιμο χεριών. Όταν
κανείς θεραπευόταν έριχνε μέσα στην πηγή ασημένια ή χρυσά νομίσματα
γιατί από εκεί πίστευαν ότι βγήκε ο Αμφιάραος ως θεός μετά την
καταβύθιση του στη γη από τον κεραυνό του Δία. Το νερό αναβλύζει σήμερα
από μια δεξαμενή των ρωμαϊκών χρόνων.
Δίπλα από την πηγή υπήρχαν αντρικά λουτρά από τα οποία σώζονται
μόνο μια δεξαμενή, δύο μεγάλες λεκάνες, το δάπεδο και το κάτω μέρος των
τοίχων μερικών δωματίων των λουτρών.
Στην άλλη όχθη του ποταμού υπήρχαν κατοικίες και εγκαταστάσεις
που ήταν αναγκαίες για τη λειτουργία του ιερού. Ο ξενώνας, στα
νοτιοδυτικά η αγορά που περιστοιχίζεται από κολόνες, το μακρόστενο
κτήριο στη βορειοανατολική πλευρά της που ίσως ήταν το αγορανομίο. Κοντά
στην όχθη του ποταμού υπήρχε ένα μικρό υπόγειο κτίσμα η Κλεψύδρα που
διαθέτει εξωτερικά μια στενή σκάλα και έναν διάδρομο. Στο κάτω μέρος της
βρίσκεται κρουνός από τον οποίο άδειαζε με πολύ αργό ρυθμό το νερό. Η
Κλεψύδρα χρησίμευε ως μεγάλο υδραυλικό ρολόι για το ιερό.
Η σημαντικότερη ελληνική αναβίωση μετά την Αναγέννηση συντελείται στα μέσα περίπου του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Πρόκειται για το κίνημα του κλασικισμού (ή νεοκλασικισμού), που θα επικρατήσει στην Ευρώπη του Διαφωτισμού ιδιαίτερα μετά τη Γαλλική Επανάσταση.
Ο αυλός είναι το πιο σημαντικό πνευστό όργανο της αρχαιότητας. Αν και η τελειοποιημένη μορφή του πρέπει να προήλθε από την Ανατολή (Φρυγία), κάποιο απλούστερο είδος αυτόχθονος αυλού πρέπει να προϋπήρχε και στον ελληνικό κόσμο.
Στο ρητορικό του σύγγραμμα De Inventione (1.2.2-3) ο Κικέρωνας (106-43 π.Χ.) αφηγείται μια ενδιαφέρουσα ιστορία: οι πρώτοι άνθρωποι ζούσαν σε συνθήκες πρωτόγονες, στηρίζονταν στη φυσική τους δύναμη και περιπλανιόνταν στους αγρούς κατά τον τρόπο των άγριων θηρίων χωρίς καμία αντίληψη του μέτρου ή του καθήκοντος. Κάποτε ένας σπουδαίος, σοφός και ευφραδής άνδρας κατάφερε μιλώντας τους να τους στρέψει σε έναν χρήσιμο και αξιοπρεπή τρόπο κοινωνικής συμβίωσης βγάζοντάς τους από τις παλιές τους συνήθειες. Ο μύθος που αφηγείται ο Κικέρωνας μιλά για εκείνον που πρώτος ανακάλυψε τη δύναμη του λόγου να πείθει και να κατευθύνει. Προβάλλει εξάλλου με τον συμβολισμό του την αξία του συνδυασμού της ευγλωττίας με τη σοφία. Για τους Έλληνες, μόνο ένας θεός θα μπορούσε να προσφέρει αυτή τη δύναμη κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Ερμή - καθόλου τυχαία, αν λάβει κανείς υπόψη πως ο συγκεκριμένος θεός ήταν έμπορος, κλέφτης, πονηρός λογοπλόκος, κομιστής ειδήσεων αλλά και των ψυχών στον Κάτω Κόσμο, στη ζωή πέρα από τον θάνατο.
Οι μυκηναϊκές τοιχογραφίες αποκαλύπτουν ζωγραφικά τα χαρακτηριστικά ενός ολόκληρου κόσμου. Βρίσκονταν στους τοίχους, σπανιότερα στην οροφή και στο δάπεδο των δωματίων των ανακτόρων, αλλά και ορισμένων ιδιωτικών κτιρίων, τόσο σε επίσημους χώρους και στους διαδρόμους που οδηγούσαν σε αυτούς, όσο και σε απλά, ίσως και «καθημερινά», δωμάτια. Παρόλο που οι δημιουργοί τους δεν είναι γνωστοί, αφού δεν υπογράφουν τα έργα τους, αυτά πρέπει να κατασκευάζονταν από κάποιους εξειδικευμένους τεχνίτες (καλλιτέχνες;) που ζούσαν στα ανάκτορα ή τα επισκέπτονταν. Πρέπει να δούλευαν πάνω σε συγκεκριμένους δημιουργικούς άξονες, στο πλαίσιο της μυκηναϊκής «κοινής», υλοποιώντας τις παραγγελίες και το «γούστο» της ανώτερης κοινωνικής τάξης της εποχής.