Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

Η ποιητική του Γ. Σεφέρη

Η πρώτη εμφάνιση του Σεφέρη στον χώρο της λογοτεχνίας γίνεται το 1931 με την ποιητική συλλογή Στροφή. […] Η ισχνή από άποψη έκτασης Στροφή (περιέχει 13 ολιγόστιχα ποιήματα και τον εκτενέστερο «Ερωτικό Λόγο») είναι πράγματι βιβλίο με πολυδουλεμένους στίχους σε παραδοσιακή φόρμα και εκμεταλλεύεται με νέες δημιουργικές προεκτάσεις τις στιχουργικές δυνατότητες της μέχρι τότε ποίησης. Από την άποψη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως οριακό βιβλίο. Η αμφισημία του τίτλου δεν δηλώνει απλώς μια νέα, ιδιωτική κατεύθυνση του ποιητή, αλλά, όπως απέδειξε και η συνέχεια της πορείας του Σεφέρη, έναν καινούριο προσανατολισμό της νεοελληνικής ποίησης.Τον επόμενο χρόνο (1932) η πλακέτα Η στέρνα ολοκληρώνει την πρώτη φάση της σεφερικής δημιουργίας. Πρόκειται για ένα εκτενές ποίημα σε 23 πεντάστιχες στροφές, με δυσδιάκριτο κεντρικό άξονα και πολλαπλά σύμβολα. Σύμφωνα με ορισμένους κριτικούς, Η στέρνα είναι το αρχιτεκτονικό σύμβολο του θανάτου· κατ’ άλλους, η περιοδική επιστροφή της χαράς και του πόνου, η ποιητική όραση του ζώντος κόσμου.

Τα δεκατέσσερα κομμάτια της Στροφής μπορούν να θεωρηθούν ισολογισμός όσων ο ποιητής είχε επιδιώξει με τη συνειδητή πρόθεση να κάνει κάτι το νέο και στέρεο για την ανανέωση της ελληνικής ποίησης του καιρού του. Κατ’ αρχήν εγκαταλείπει το λυρισμό, όπως είχε καλλιεργηθεί στον τόπο του μέχρι κείνη τη στιγμή. Κοιτάζει πώς να πειθαρχήσει τα συναισθήματα βιάζοντάς τα να χωρέσουν μέσα σε ορισμένους τρόπους έκφρασης, που κατά κανόνα δεν είχαν κανένα προηγούμενο. Οι προσπάθειές του συγκεντρώνονται συστηματικά σε δύο κατευθύνσεις […]. Σχηματοποιώντας […], μπορούμε να υποδείξουμε ως μία από τις δύο τάσεις τη μοντέρνα εκδοχή της ‘καθαρής’ ποίησης με απώτερο διδάσκαλο τον Μαλλαρμέ και εγγύτερο τον Βαλερί· και ως αντίθετη της τάσης αυτής, μια ποίηση που δεν φοβάται την ταπείνωση της πεζής καθημερινότητας, την αποσύνθεση, τη φθορά και την ευτέλεια του εκφραστικού προφορικού υλικού. Η δεύτερη αυτή τάση κατάγεται από τον Laforgue. […] Απλοποιώντας εντελώς τη σχηματοποίηση, θα ’λεγα ότι στη μία κατεύθυνση ο Σεφέρης παίρνει για στόχο την ‘υψηλή’ ποίηση και στην άλλη τη ‘χαμηλή’ […]. Τα τρία μέρη της συλλογής, «Κοχύλια», «Σύννεφα» από τη μια πλευρά, και ο «Ερωτικός λόγος» από την άλλη, κάτι πρέπει να δηλώνουν στην αντιδιαστολή τους. Το ‘κάτι’ αυτό τονίζεται και από τις επιγραφές που διάλεξε ο Σεφέρης για υπότιτλό τους: για τα «Κοχύλια» και για τα «Σύννεφα» (μαζί από την επανέκδοση του 1950 και ύστερα) στίχους παρμένους από τον Ερωτόκριτο, λαϊκή φυλλάδα που πουλούσαν στους δρόμους της Σμύρνης όταν ήταν μικρός· για τον «Ερωτικό λόγο», από τον υψηλό Πίνδαρο. Έχουμε έτσι από τη μια πλευρά αντικείμενα ευτελή και αλλοιωμένα, κοχύλια και σύννεφα, και από την άλλη το ‘λόγο’, το ύψιστο δώρο που έλαβε ο άνθρωπος από τον Δημιουργό. Συμπληρωματικά μπορούμε να υπογραμμίσουμε, επιμένοντας ακόμη στην αντίθεση ανάμεσα στις δύο τάσεις, τη διαπίστωση ότι, στα «Κοχύλια» και «Σύννεφα», ο Σεφέρης μπαίνει στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει με προκλητικότητα την «παράφωνη ρίμα» […], ενώ στον «Ερωτικό λόγο» εφαρμόζει ακέραια και με αυστηρή συνέπεια μια ομοιοκαταληξία απαιτητική […].