Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

Ηπειρωτική Ελλάδα- Πρώϊμη Χαλκοκρατία

Πληροφορίες για την οργάνωση και κοινωνική σύνθεση των κοινοτήτων της Πρώιμης Χαλκοκρατίας στην ηπειρωτική Ελλάδα αντλούνται από την οικιστική και ταφική αρχιτεκτονική, από το είδος των κινητών ευρημάτων και ιδιαίτερα από τον τρόπο που αυτά κατανέμονται στους οικισμούς και τα νεκροταφεία.

Οι κοινότητες είναι οργανωμένες σε μικρούς και μεγαλύτερους οικισμούς, οι οποίοι αριθμούν κατά μέσον όρο από 300 έως 1000 άτομα. Οι οικισμοί της νότιας Ελλάδας παρουσιάζουν πολεοδομικά, οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, που επιτρέπουν το χαρακτηρισμό τους ως "πρωτοαστικοί".

Σαφείς ενδείξεις για την κοινωνική σύνθεση και διαστρωμάτωση παρέχουν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Πρωτοελλαδικής ΙΙ-ΙΙΙ. Η κοινωνία της Πρωτοελλαδικής ΙΙ και της μεταβατικής φάσης Λευκαντί Ι-Καστρί περιλαμβάνει μια πολιτική-διοικητική-οικονομική αρχή με συντονιστικό ρόλο, η οποία αποδίδεται σε μια οικογένεια. Ιδιαίτερη θέση στην κοινωνία της εποχής κατέχουν οι οικογένειες των εξειδικευμένων τεχνιτών-εμπόρων, οι οποίοι συγκεντρώνουν τα περισσότερα "αγαθά κύρους". Ο βαθμός κατανομής του κοινοτικού πλούτου στους ασχολούμενους αποκλειστικά με την αγροτική οικονομία δεν μπορεί να διαγνωστεί με βεβαιότητα. Οι πιο πάνω κοινωνικές κατηγορίες δεν είναι το ίδιο ευδιάκριτες στα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Πρωτοελλαδικής ΙΙΙ, η οποία, σημειωτέον, χαρακτηρίζεται από οικονομική ύφεση.

Τα ταφικά έθιμα περιλαμβάνουν ταφές παιδιών μέσα στον οικισμό και ενηλίκων και παιδιών σε νεκροταφεία πέραν του οικισμού. Τα νεκροταφεία, γνωστά κυρίως από την Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο, περιλαμβάνουν απλούς ή κτιστούς λάκκους, κιβωτιόσχημους τάφους ή θαλαμοειδείς, λαξευμένους στο βράχο και ταφές σε πιθάρια. Οι τάφοι είναι ατομικοί ή οικογενειακοί. Κατά την Πρωτοελλαδική ΙΙΙ περίοδο στη δυτική Ελλάδα απαντά το έθιμο ενταφιασμού σε τύμβους. Η εξέταση του ανθρωπολογικού υλικού από νεκροταφεία και μεμονωμένους τάφους παρέχει πληροφορίες για τον ανθρωπολογικό τύπο, τη διατροφή και τις ασθένειες των ανθρώπων της εποχής.

Τέλος, λίγα και εν μέρει επισφαλή είναι τα στοιχεία που φανερώνουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και την άσκηση κάποιου είδους λατρείας. Τα ταφικά έθιμα πιστοποιούν το σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και την πίστη στη μεταθανάτια πορεία του ανθρώπου.

Στοιχεία ενδεικτικά για τη σύνθεση της κοινωνίας της Πρώιμης Χαλκοκρατίας στην ηπειρωτική Ελλάδα αντλούνται τόσο από την οικιστική και ταφική αρχιτεκτονική, όσο και από τα κινητά ευρήματα και, ιδιαίτερα από τον τρόπο που αυτά κατανέμονται στους οικισμούς και τα νεκροταφεία. Με βάση τα αρχαιολογικά κατάλοιπα μόλις κατά την Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο σημειώνεται ιδιαίτερη οικονομική άνθηση, η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση του αγροτικού πλεονάσματος, εξειδίκευση της βιοτεχνικής παραγωγής (κεραμική, μεταλλουργία, λιθοτεχνία) και επέκταση των εμπορικών συναλλαγών και πολιτιστικών επαφών. Τα παραπάνω έχουν άμεσες επιπτώσεις στην κοινωνική σύνθεση των κοινοτήτων της νότιας Ελλάδας.

Η ύπαρξη "Κτηρίων με διάδρομο", όπως η "Οικία των Κεράμων" στη Λέρνα ΙΙΙ και η "Λευκή Οικία" στην Κολώνα της Αίγινας κάνουν σαφή την παρουσία μιας ισχυρής οικογένειας, που ασκεί πολιτική-διοικητική εξουσία και ελέγχει εν μέρει την παραγωγή. Η οικογένεια αυτή συντονίζει την κατασκευή κοινοτικών έργων (οχυρώσεις, "Κυκλικό κτήριο" Τίρυνθας, δρόμοι κ.λπ.) και τη διακίνηση αγαθών (χρήση σφραγίδων) και κατέχει μέρος του κοινοτικού πλούτου.

Ιδιαίτερη οικονομική και συνεπώς και κοινωνική θέση στην κοινότητα κατέχουν οι τεχνίτες, όπως μεταλλοτεχνίτες και λιθοξόοι, που, στο πλαίσιο εξασφάλισης των απαραίτητων πρώτων υλών, φαίνεται πως εξασκούν και το εμπόριο. Η ανεύρεση, για παράδειγμα, στα εξειδικευμένα εργαστήρια της Αίγινας και της Μάνικας αντικειμένων εισηγμένων από τις Κυκλάδες, πιστοποιεί την ύπαρξη μιας τάξης βιοτεχνών-εμπόρων στις πρωτοελλαδικές κοινότητες. Τα εισηγμένα αντικείμενα αποτελούν "αγαθά κύρους" (prestige goods) και πιστοποιούν την οικονομική και κοινωνική ιδιαιτερότητα των κατόχων τους. Αγαθά κύρους θεωρούνται και οι βαλκανικού-ανατολικού τύπου μονοί ή διπλοί λίθινοι πελέκεις με οπή στειλέωσης από τους Σιταγρούς και τη Λέρνα αντίστοιχα, καθώς και οι λεγόμενοι "θησαυροί" χάλκινων εργαλείων και όπλων, που βρέθηκαν στη Θήβα και τα Πετράλωνα Χαλκιδικής.

Τέλος, η συνύπαρξη απλών, φτωχά κτερισμένων και πλούσιων, απλών ή οικογενειακών τάφων στα νεκροταφεία της Αττικής (ʼγιος Κοσμάς, Τσέπι), στη Μάνικα, τη Θήβα, τις Λιθαρές, καθώς και στο νεκροταφείο των τύμβων-R της Λευκάδας αντανακλά την ανομοιόμορφη κατανομή πλούτου και κατ' επέκταση την κοινωνική πολυμορφία των μελών των πρωτοελλαδικών κοινοτήτων.

Τα στοιχεία από τις ανασκαφές περιορισμένης κλίμακας τόσο σε οικισμούς όσο και σε νεκροταφεία της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, καθώς και οι παρατηρήσεις από επιφανειακές επισκοπήσεις, κυρίως στην Πελοπόννησο (Nεμέα, Αργολίδα, Mεσσηνία, Λακωνία) και τη Στερεά Eλλάδα (Oρωπός, Περαχώρα, Φωκίδα), επιτρέπουν μια πρώτη ενδεικτική, αλλά όχι σφαιρική, προσέγγιση των δημογραφικών στοιχείων της περιόδου. Με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη των οικισμών, μπορεί να ειπωθεί ότι οι πρωτοελλαδικές κοινότητες είναι οργανωμένες σε μικρούς (0,64 εκτάρια-Αίγινα) και μεγαλύτερους οικισμούς (45 εκτάρια-Μάνικα, 3,5-Λιθαρές, 2,5-Λέρνα), οι οποίοι αριθμούν κατά μέσον όρο από 300 έως 1000 άτομα.

H πυκνότητα των οικισμών διαφέρει κατά περιοχές και χρονικές περιόδους και εξαρτάται από τη γεωμορφολογία της περιοχής και τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν. Γεωαρχαιολογικές έρευνες στη πεδιάδα του Άργους έδειξαν ότι η περιοχή μεταξύ Άργους και Λέρνας ήταν κατά την Πρωτοελλαδική Ι μια τεράστια λίμνη με διάμετρο περίπου 5 χιλιόμετρα, γεγονός που αιτιολογεί το μικρό αριθμό οικισμών της περιόδου στην περιοχή. Kατά την Πρωτοελλαδική II οι αλλουβιακές αποθέσεις μετέτρεψαν τη λίμνη σε εύφορη πεδιάδα, με αποτέλεσμα τόσο την αύξηση των οικισμών, όσο και την ανάπτυξη ισχυρών οικισμών (Λέρνα, Τίρυνς) και τη δημιουργία τοπικών ιεραρχιών. Ξαφνικές πλημμύρες ρεμάτων και ποταμών κατά τα τέλη της Πρωτοελλαδικής II στην Aργολίδα (Tίρυνθα) και σε άλλες περιοχές (Στρέφι Ηλείας, Aκοβίτικα Μεσσηνίας, Ρουφ Αττικής) προκάλεσαν την εγκατάλειψη των παρακείμενων οικισμών.

Aπό τα τέλη της περιόδου αυτής και κατά την Πρωτοελλαδική III παρατηρήθηκε μείωση του αριθμού και της έκτασης των οικισμών με συνακόλουθη συρρίκνωση του πληθυσμού. Η μείωση οικισμών και πληθυσμού, που παρατηρείται κατά την Πρωτοελλαδική ΙΙΙ στη νότια Ελλάδα γενικότερα, έρχεται σε αντίθεση τόσο με τις θεωρίες περί διεισδύσεως νέων πληθυσμών, όσο και με τα ταφικά δεδομένα. H συγκριτική μελέτη κρανίων από τάφους της Πρωτοελλαδικής ΙΙ (ʼγιος Kοσμάς) και της Μεσοελλαδικής περιόδου (Λέρνα και Μυκήνες) πιστοποιούν την ομοιογένεια των πληθυσμών Aττικής και Αργολίδας κατά τις περιόδους αυτές και θέτουν κάποιους περιορισμούς στις συζητήσεις περί διεισδύσεως νέων πληθυσμών. Εκτός αυτού, σε κανένα από τα μέχρι στιγμής ανασκαμμένα νεκροταφεία δε σημειώθηκε αιφνίδια αύξηση νεκρών. Επιπλέον, η εξέταση του παλαιοανθρωπολογικού υλικού δεν κατέγραψε πιθανές επιδημίες, οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν αιφνίδιους και μαζικούς θανάτους κατά τα τέλη της Πρωτοελλαδικής ΙI.

Η εξέταση του ανθρωπολογικού υλικού από νεκροταφεία και μεμονωμένους τάφους παρέχει πληροφορίες για τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, τη διατροφή και τις ασθένειες των ανθρώπων της Πρωτοελλαδικής περιόδου. Για παράδειγμα, οι κάτοικοι του Άγιου Κοσμά Αττικής ήταν μετρίου αναστήματος, έπασχαν από οστεοπόρωση και είχαν μια σύντομη ζωή, 30-40 ετών. Oι κάτοικοι της Μάνικας είχαν επίσης μέτριο ανάστημα και γερά δόντια, δείγμα ισορροπημένης διατροφής!

Τα ταφικά έθιμα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας δε διαφέρουν ουσιαστικά από εκείνα των τελευταίων φάσεων της Νεολιθικής (4800-3200 π.Χ.). Περιλαμβάνουν μεμονωμένες ταφές βρεφών και παιδιών μέσα στα όρια του οικισμού, και σε νεκροταφεία, με ταφές κυρίως ενηλίκων, πέρα από τον οικισμό.

Οι ταφές βρεφών και παιδιών γίνονται μέσα στα ίδια τα σπίτια, σε αγγεία ή σε απλούς λάκκους, που σκάβονται για το σκοπό αυτό κάτω από τα δάπεδα (π.χ. Ασίνη, Λέρνα). Τα νεκροταφεία, γνωστά κυρίως από την Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο, βρίσκονται σε απόσταση από τον οικισμό και περιλαμβάνουν απλούς ή κτιστούς λάκκους, κιβωτιόσχημους τάφους (π.χ. Άγιος Κοσμάς) ή θαλαμοειδείς, λαξευμένους στο βράχο (π.χ. Μάνικα). Οι τάφοι προορίζονται για έναν ή περισσότερους νεκρούς, άντρες και γυναίκες (οικογενειακοί). Μερικοί χρησιμοποιούνται ως οστεοθήκες, δέχονται δηλαδή οστά -κυρίως τα κρανία και τα μακρά οστά- από άλλους τάφους, οι οποίοι εκκενώνονται, προκειμένου να δεχτούν νέες ταφές. Κατά την Πρωτοελλαδική ΙΙΙ περίοδο στη δυτική Ελλάδα γίνονται ενταφιασμοί σε τύμβους (π.χ. Νυδρί Λευκάδας, Ολυμπία/Πελόπειο).

Οι νεκροί τοποθετούνται απευθείας στο δάπεδο ή μέσα σε πιθάρια, σε ισχυρά συνεσταλμένη στάση. Για την επίτευξη της στάσης αυτής, οι άκαμπτοι μύες των νεκρών κόβονταν πιθανότατα με μαχαίρια από οψιανό, ίχνη των οποίων παρατηρήθηκαν επανειλημμένα σε συγκεκριμένα οστά νεκρών του νεκροταφείου της Μάνικας Ευβοίας. Οι νεκροί ενταφιάζονται με τα ενδύματά τους ή τυλίγονται σε ύφασμα, όπως δείχνουν ίχνη υφάσματος σε οστό νεκρού από τη Μάνικα. Τέλος, ενδείξεις για μερικές καύσεις νεκρών προέρχονται από τους τύμβους στο Νυδρί και την Ολυμπία, καθώς και από πιθοταφές, που βρέθηκαν στη Μακεδονία, στις εκβολές του Στρυμόνα. Κανονικές ταφές σε πιθάρια είναι γνωστές και από το νεκροταφείο της Πρώιμης Χαλκοκρατίας στον Άγιο Μάμα/Νέα Όλυνθο Χαλκιδικής.

Τα κτερίσματα των νεκρών εξαρτώνται από το φύλο και την κοινωνική τους θέση και περιλαμβάνουν κεραμική, μαρμάρινα ειδώλια, εργαλεία από οψιανό ή χαλκό, αντικείμενα καλλωπισμού και κοσμήματα από πηλό, λίθο, οστό, χαλκό και πολύτιμα μέταλλα.

Λιγοστές και επισφαλείς είναι οι αρχαιολογικές μαρτυρίες που υποδηλώνουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και την άσκηση κάποιου είδους λατρείας των κατοίκων του ελλαδικού χώρου κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία. Αυτές περιορίζονται σε αρχιτεκτονικές κατασκευές (εστίες, θρανία, λάκκοι), σε ανθρωπόμορφα ή ζωόμορφα ειδώλια και ρυτά και στα ταφικά έθιμα.

Τελετουργική χρήση αποδίδεται σε χώρο με επιφάνεια 17 τετραγωνικά μέτρα, που είναι προσιτός από την κεντρική οδική αρτηρία του οικισμού των Λιθαρών Βοιωτίας. Γύρω από ένα σωρό καμένης γης, που πιθανότατα ήταν εστία, βρέθηκαν 17 μικρά ειδώλια ταύρων. Η μαζική παρουσία των ειδωλίων αυτών οδήγησε στο χαρακτηρισμό του χώρου ως "Ιερού των Ταύρων". Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η παρουσία ζωόμορφων ειδωλίων σε μια γεωργοκτηνοτροφική κοινότητα είναι εύλογη και για τούτο θα πρέπει εδώ να προστεθεί και η άποψη που θεωρεί το χώρο αυτό εργαστήριο του δημιουργού των ειδωλίων.

Στην οικία L της Εύτρησης (δωμάτιο ΙΙΙ), που χρονολογείται στην Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο, βρέθηκαν κοντά σε εστία, ένα λιθόκτιστο θρανίο, δύο βόθροι, ένα ζωόμορφο ρυτό, ένα ειδώλιο και ένα διάτρητο αγγείο. Η συνεύρεση των στοιχείων αυτών, σε συνδυασμό με την άσκηση, στην περιοχή αυτή του οικισμού (Χάσμα) κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο κάποιας χθόνιας λατρείας, οδήγησε τους ανασκαφείς στην αναγωγή της λατρείας αυτής στην Πρωτοελλαδική περίοδο.

Μια πήλινη εστία με ενσφράγιστο περιχείλωμα και κοιλότητα σε σχήμα διπλού πελέκεως στο κέντρο της, που βρέθηκε στο "Κτήριο BG" της Λέρνας ΙΙΙ, συνδέθηκε με κάποιες πιθανές τελετουργίες στο κτήριο αυτό. Η ύπαρξη στα αντίστοιχα "Κτήρια με διάδρομο" κεντρικών πήλινων εστιών με αντίστοιχη διακόσμηση σφραγιδοκύλινδρου οδήγησε στην απόδοση μιας ακόμη λειτουργίας στα κτήρια αυτά, της θρησκευτικής.

Η ιδιαίτερη σημασία των "Κτηρίων με διάδρομο" γίνεται εμφανέστατη στον οικισμό της Λέρνας IV, όταν, μετά την καταστροφή από πυρκαγιά της "Οικίας των Κεράμων", ο σωρός των ερειπίων της διατηρείται και ορίζεται από πέτρες σε κυκλική διάταξη, συνιστώντας έναν επιβλητικό τύμβο (διάμετρος 21 μέτρα) με συμβολική-τελετουργική σημασία. Όμοιο χαρακτήρα φαίνεται πως είχε και ο τύμβος στην Άλτι της Ολυμπίας.

Σαφείς ενδείξεις για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατοίκων της νότιας Ελλάδας κατά την Πρωτοελλαδική περίοδο παρέχουν και τα ταφικά έθιμα. Ο ενταφιασμός μέσα στα σπίτια, η ύπαρξη οικογενειακών τάφων, η ανακομιδή κρανίων και μακρών οστών σε οστεοφυλάκια, η προσφορά κτερισμάτων, οι πυρές στους τύμβους της Λευκάδας, πιστοποιούν το σεβασμό στην αξία και το θαύμα της ανθρώπινης ζωής, και την πίστη στη μεταθανάτια πορεία του ανθρώπου.