Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

Η ιστορία της τυπογραφίας και η συμβολή του ουμανιστή ιεράρχη Νικόδημου Μεταξά

Η τυπογραφία ξεκίνησε ουσιαστικά τον 15ο αι. με την εφεύρεση του επίπεδου πιεστηρίου από τον Γουτεμβέργιο. Μέχρι τα τέλη του 20ού αι., η παραδοσιακή τυπογραφία χρησιμοποιούσε κινητά στοιχεία σε διάφορα μεγέθη και οικογένειες (γραμματοσειρές) φτιαγμένες από μέταλλο και σπανιότερα από ξύλο. Τα στοιχεία αυτά έμπαιναν σε ειδικές θήκες, τους σελιδοθέτες, και κατόπιν στο πιεστήριο για την εκτύπωση.
Τα πρώτα ελληνικά βιβλία τυπώθηκαν στην Ιταλία λίγο μετά την εμφάνιση της τυπογραφίας με τη βοήθεια Ελλήνων λογίων που διέφυγαν από την Κωνσταντινούπολη ή άλλες βυζαντινές περιοχές, όταν αυτές έπεσαν στα χέρια των Οθωμανών. Έτσι, το πρώτο χρονολογημένο και εξ ολοκλήρου ελληνικό έντυπο βιβλίο ήταν Ἐπιτομὴ τῶν ὀκτὼ τοῦ λόγου μερῶν του Κωνσταντίνου Λάσκαρι, που τυπώθηκε στο Μιλάνο το 1476. Αμέσως σχεδόν άρχισε η παραγωγή και άλλων ελληνικών βιβλίων. Στα τέλη του 15ου αι., ο ιταλός ουμανιστής Άλδος Μανούτιος αποφάσισε να τυπώσει πολλά έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αφού πρώτα εξασφάλισε ορισμένα εκδοτικά προνόμια από τη Βενετία.

Σημαντική ήταν η προσφορά του Νικόδημου Μεταξά, στην ανάπτυξη της τυπογραφίας στον κυρίως ελληνικό χώρο, και ιδιαίτερα στα Επτάνησα και την Κωνσταντινούπολη. Ο Νικόδημος Μεταξάς γεννήθηκε το 1585 και απεβίωσε το 1646 επί ενετοκρατίας των Ιονίων νήσων, στις Κεραμειές - Λειβαθούς, Κεφαλληνίας. Ήταν γόνος της ιστορικής κεφαλλονίτικης οικογένειας των Μεταξάδων. Ήταν ανιψιός του ομώνυμού του επισκόπου Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Ιθάκης, Νικοδήμου Α' (συγχρόνου του Αγίου Γερασίμου ). Η χρονική περίοδος ποιμαντορίας τους ήταν για τον μεν Νικόδημο Α' από το 1591 έως το 1600 για δε τον Νικόδημο Β' από το 1628 έως το 1646.

Οι στοιχειώδεις και εγκύκλιες σπουδές του έγιναν στην Κεφαλονιά. Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να παρακολουθήσει τα μαθήματα του περιώνυμου τότε φιλοσόφου Θεόφιλου Κορυδαλλέα. To 1622 μετέβει στο Λονδίνο, όπου βρισκόταν εγκατεστημένος ο αδελφός του, για να συμπληρώσει τις σπουδές του και συγχρόνως να διδαχτεί την τυπογραφική τέχνη και να επιδοθεί σε εκδόσεις ελληνικών βιβλίων. Το 1627, κατόπιν συνεννοήσεως με τον φιλόκαινο - νεοτεριστή πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι μετέφερε τα τυπογραφικά του μηχανήματα στην Κωνσταντινούπολη και μετέπειτα στην Κεφαλονιά .

Ο Νικόδημος Β' συνέδεσε το όνομά του με την εγκατάσταση στην Βασιλεύουσα του πρώτου ελληνικού τυπογραφείου που λειτούργησε στην "καθ' ημάς Ανατολή"  καθώς και με την υποστήριξη του "Ρεμπελιού των ποπολάρων" (δηλαδή των δουλοπαροίκων) και του λαού εναντίον των αρχόντων, σε Ζάκυνθο και Κεφαλονιά περί τα έτη 1629 - 1631.

Για την πρώτη περίπτωση είχε σφοδρές αντιδράσεις όταν οι καθολικοί Ιησουίτες, διέδωσαν ψευδώς ότι το τυπογραφείο του ήταν χυτήριο όπλων ή κίβδηλων νομισμάτων, προκαλώντας την επέμβαση των Τούρκων με την σύλληψη και ανάκρισή του, καθώς και την διακοπή επαναλειτουργίας του τυπογραφείου (του) στην Πόλη. Ως συνέπειες αυτών ήταν η επάνοδός του στην Κεφαλονιά ως επίσκοπος Νεάπολης, και μετέπειτα ως αρχιεπίσκοπου Κεφαλληνίας & Ζακύνθου με ταυτόχρονη μετεγκατάσταση του τυπογραφείου στα Μεταξάτα.

Για την δεύτερη περίπτωση αφού πέραν της ηθικής υποστήριξης που παρείχε στους ποπολάρους, προέβει και σε επίσημο αφορισμό των αρχόντων της Ζακύνθου έχοντας και την επίσημη επιδοκιμασία των πράξεών του από τον πατριάρχη Κύριλλο Α' Λούκαρι, καταγγέλθηκε στις τοπικές βενετικές αρχές από το "Αρχοντολόγιον" με πρόσχημα τους ότι είχε φέρει από την Πόλη σειρά βιβλίων "ζημιούσι τα μέγιστα τας ψυχάς ημών και τας ημετέρας πολιτικάς υποθέσεις". Έτσι αντί της έρευνας και ανακάλυψης των ανατρεπτικών εγχειριδίων, του κατέστρεψαν την βιβλιοθήκη, τα έπιπλα και τα τυπογραφικά μηχανήματα, και εκλήθει το 1632 να απολογηθεί στην Βενετία, όπου αθωώθηκε το 1635 κατόπιν εισήγησης επιτροπής καθηγητών του πανεπιστημίου της Πάδοβας ότι ουδέν το επιλήψιμο δεν βρέθηκε στα επίμαχα βιβλία.

Στο μεταξύ η ελληνική κοινότητα της Βενετίας τον είχε εκλέξει εκκλησιαστικό προΐστάμενό της με τον τίτλο του μητροπολίτη Φιλαδελφείας, τιμή την οποία με κομψότητα απέρριψε, επιστρέφοντας στην Κεφαλονιά, έδρα της αρχιεπισκοπής του.