Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 4 Απριλίου 2021

Διαφωτισμός και εθνική συνείδηση


 Ναι, άλλη μια φορά, που υποχρεωτικά δεν θα είναι, για κανέναν-μας, η τελευταία. Επειδή το θέμα «γένεση της εθνικής συνείδησης» είναι και κρίσιμο αφ’ εαυτού, και «πίζουλο» όπως θά ’λεγε ο κοινός-μας δάσκαλος, ο Κ. Θ. Δημαράς, δηλαδή αμφιλεγόμενο, και βέβαια πλούσιο σε προβολές στη σημερινή-μας σκέψη, την ιστορική μα και, ιδίως, την πολιτική. Από πότε λοιπόν κρατάμε τη σημερινή-μας εθνική ταυτότητα; Πότε πρωτοδιαμορφώθηκε, πότε και πώς απόκτησε τα επιμέρους-της χαρακτηριστικά, ποιες αντιδράσεις δημιούργησε; Δηλαδή πώς η διαδοχική κρυστάλλωση της εθνικής ταυτότητας που επιλέξαμε μας οδήγησε, με τη σειρά-της, στο να αποδεχθούμε κάποια στοιχεία ως εθνικά χαρακτηριστικά – και ν’ απορρίψουμε κάποια άλλα; Ξέρω, βέβαια, κι εγώ, όπως το ξέρουμε κι όλοι, πως για μια μερίδα της νεοελληνικής κοινωνίας τέτοιο ζήτημα δεν υφίσταται: είμαστε Έλληνες εδώ και τρεις ή τέσσερις χιλιάδες χρόνους, άμεσοι απόγονοι του Περικλή και του Επαμεινώνδα, φυσικά και του Μεγάλου Αλεξάνδρου – κι ας μην επέζησε ο δικός-του γιος. Η μερίδα αυτή, που τέρπεται αναλογιζόμενη την τόσο ευγενική καταγωγή, είναι αναμφίβολα η πλειοψηφούσα· ωστόσο δεν σκοπεύω, διόλου, να της αντιπαρατεθώ συζητώντας το θέμα. 

 

Στόχος-μου είναι η μειοψηφούσα μερίδα, εκείνοι που γνωρίζουν ότι τα πράγματα αλλάζουν, και μαζί-τους οι πολιτισμοί, λοιπόν και οι ιδεολογικοί δεσμοί που συνέχουν τα σύνολα, που γνωρίζουν ότι η έννοια «εθνική συνείδηση» με όποιους προσδιορισμούς και χαρακτηριστικά την εννοούμε σήμερα, είναι φαινόμενο πρόσφατο για όλον τον κόσμο. Αν άρχισε να παίρνει μορφή στα χρόνια του ύστερου διαφωτισμού, σφυρηλατήθηκε και για τους Γάλλους, και για τους Γερμανούς, και για άλλους κεντρο-ευρωπαίους, με τους πολέμους που ακολούθησαν τη γαλλική επανάσταση, και οδήγησε σε μια πρωτοφανέρωτη, τότε, αντίληψη: στο εθνικό κράτος, δηλαδή μια πολιτική ενότητα με ομοιογενή, κατά το δυνατόν, εθνική συνείδηση. Πιστεύω ότι αν θέλουμε να περιοριστούμε, για λόγους ευκολίας, σε μία μονάχα χαρακτηριστική ένδειξη, αυτή είναι η δημιουργία των εθνικών συμβόλων: τόσο οι σημαίες όσο και οι εθνικοί ύμνοι όλων σχεδόν των σημερινών ευρωπαϊκών κρατών χρονολογούνται στα τέλη του 18ου ή στις αρχές του 19ου αιώνα. Μονάχα η Μεγάλη Βρετανία αποτελεί εξαίρεση, πολύ δηλωτική, ωστόσο: ο ύμνος-της δεν αναφέρεται στο έθνος, παρά στον βασιλιά-της. Έτσι ήταν παλιότερα τα πράγματα: ο κάθε ηγεμόνας έφερε ή τα δικά-του, τα οικογενειακά-του εμβλήματα, ή εκείνα της θρησκείας-του, όχι του πλήθους που ηγεμόνευε. 

Ξέρουμε βέβαια επίσης, ότι αυτή η καινούρια διαίρεση σε εθνικά σύνολα και κατ’ επέκταση σε εθνικά κράτη δεν ταίριαξε παντού –ορθότερα θα λέγαμε σχεδόν πουθενά– απόλυτα. Μικρότερα σύνολα εγκλωβίστηκαν σε άλλα, ισχυρότερα, ή διασπάσθηκαν σε περισσότερες ξένες κυριαρχίες βιώνοντας πια την αίσθηση της μειονότητας· αλλού πάλι οι πληθυσμοί μετατοπίστηκαν αναγκαστικά· τέλος –κι αυτό έχει περισσότερη σημασία, καθότι πιο περίπλοκο– αρκετές ομάδες που δεν ανέπτυξαν επαρκώς αυτόνομη εθνική συνείδηση προσκολλήθηκαν αυτοβούλως, ή όχι και τόσο, σε άλλες: οι Αλσατοί και οι Λορραίνοι επέλεξαν, λόγου χάρη, να θεωρούνται Γάλλοι αν και γερμανόφωνοι, οι κάτοικοι της Γενεύης επέλεξαν κάποια στιγμή να ενταχθούν στο ελβετικό έθνος, και οι Κροάτες, οι Σλοβένοι, οι Μποσνάκοι (αυτοί που σήμερα τους λέμε Βόσνιους) δυσκολεύτηκαν πολύ να αποφασίσουν αν αποτελούσαν ένα έθνος μαζί με τους Σέρβους ή διαφορετικό, και ποιο. Όμως δεν κάνουμε τώρα ευρωπαϊκή ούτε παγκόσμια ιστορία – απλώς στοιχειοθετούμε σχηματικά την αρχικήμας πρόταση ότι η ένταξη στο άλφα ή το βήτα εθνικό σύνολο είναι υπόθεση πρόσφατη, ότι η επιλογή βασίστηκε σε κάποιες δεσπόζουσες ιδεολογίες του ύστερου Διαφωτισμού, που ωστόσο πήραν μορφή και χαρακτηριστικά, και ιδίως τρόπους επιβολής στα χρόνια του Ρομαντισμού, και λοιπόν χρωματίστηκαν ανάλογα. Αυτός ήταν ο πρώτος πρόλογος· μας χρειάζεται ωστόσο κι ένας δεύτερος. Τίτλος-του: ο Κοραής ως μάρτυρας της εποχής. 

Φυσικά, όπως και κάθε είδους πηγή, έτσι κι η σκέψη του Κοραή απαιτεί επεξεργασία προκειμένου να την προβάλουμε ως γενικότερης αξίας μαρτυρία: 6 από πολύ νέος, χάρη στις διανοητικές-του ικανότητες, χάρη σε μια σειρά από σπάνιες συγκυρίες, όπως λόγου χάρη η παρουσία εκείνου του ολλανδού πάστορα στη Σμύρνη, του Κεύνου (Keun), ο Διαμαντής Κοραής δεν αντιπροσώπευε, όχι τους μέσους όρους, παρά ούτε το επίπεδο της πιο προωθημένης διανόησης. Αποτελούσε την ακραία εξαίρεση – ιδιότυπη εξαίρεση, ωστόσο: η τεράστια ιδεολογική επιβολή-του στα ύστερα χρόνια της μακράς ζωής που ευδόκησε η Θεία πρόνοια να του προσφέρει, εκλαΐκευσε, αν επιτρέπεται η έκφραση, αρκετές από τις σκέψεις-του με τον καιρό. Έτσι μια αναλυτική παρουσίαση, μια πλούσια ιστορική βιογραφία-του, θα μας ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη, από τη μια για να συλλάβουμε στο σύνολό-του αυτό το «μέγα δυναμάρι» του νεότερου ελληνισμού, κι από την άλλη για να διαπιστώσουμε πόσες ιδέες-του μπόρεσαν να γίνουν κοινό κτήμα, πόσες ξεπερνούσαν τη νεοελληνική απορροφητικότητα, πόσες μεταμορφώθηκαν ή παραμορφώθηκαν. Πόλη εμπορική η Σμύρνη στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, φυσικό ήταν οι κάτοικοί-της να ενδιαφέρονται για τη διεθνή κατάσταση: πόλεμοι, συμμαχίες βασιλιάδων, ειρήνη, ξένοι στόλοι στη Μεσόγειο, όλα αυτά επηρέαζαν το εμπόριο. Και βέβαια ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος 1768 ώς 1774, με τη ρωσική κατοχή του Αιγαίου, την περίφημη ναυμαχία του Τσεσμέ, τις ελπίδες για μια καταλυτική νίκη της ορθοδοξίας, αλλά και τίς βιαιότητες που τους κόστιζε κάθε χριστιανική νίκη, τους αφορούσε άμεσα. Έτσι, όταν ο Κοραής φεύγει, άνοιξη του 1782 για να σπουδάσει γιατρός στο Μονπελιέ, άντρας ώριμος, τριαντατεσσάρων χρονών πια, η διεθνής επικαιρότητα θα αποτελέσει ένα από τα κεντρικά θέματα της αλληλογραφίας-του με τον στενό-του φίλο, τον Δημήτριο Λώτο, τον Σμυρνιό πρωτοψάλτη. Σ’ αυτή την αλληλογραφία θα βασιστούμε, για την ακρίβεια στα γράμματα του Κοραή, που ο πρωτοψάλτης τα φύλαξε ως κόρην οφθαλμού, και, λίγο σαν τους αρχαιολόγους, που από τα θραύσματα ενός σπονδύλου επιχειρούν να φανταστούν το σύνολο κάποιου οριστικά χαμένου ναού, θα δοκιμάσουμε να φανταστούμε τις τροπές που παίρνει η συνείδηση του «εμείς» στον κόσμο του Κοραή. 

Αρχικά λοιπόν, στο πρώτο σωζόμενο γράμμα, ο Κοραής φαίνεται να ειρωνεύεται κάπως τον πρωτοψάλτη για τον φιλο-αγγλισμό του τελευταίου. Ο ίδιος ο Κοραής έχει ολοφάνερα καταγοητευθεί από τη φωτισμένη δεσποτεία του Ιωσήφ Β΄ της Αυστρίαςꞏ αρκετά αργότερα, όταν θα έχει ολοκληρώσει πια τις σπουδές, και στο ίδιο γράμμα που αναγγέλλει τη θριαμβευτική υποστήριξη της διατριβής-του, θα εκφραστεί κι αυτός με εξαιρετική θερμότητα για τους Άγγλους: «Διότι μόνη η Αγγλία ηξεύρει να τιμά την αρετήν, μόνη η Αγγλία ηξεύρει να αμείβει την προκοπήν, εις μόνην την Αγγλίαν ευρίσκονται άνθρωποι», θα γράψει, Ιούλιο του 1786 στον πρωτοψάλτη. Στα τέσσερα ενδιάμεσα χρόνια όλες οι διεθνείς ειδήσεις θα αναφέρονται δίχως να φανερώνεται κάποια προτίμηση, και τα μόνα σχόλια θα αφορούν επαίνους σχετικούς με τις τυχόν φιλάνθρωπες δραστηριότητες των ηγεμόνων. Ο Κοραής έχει γερά γαντζωθεί στον αστερισμό της φωτισμένης δεσποτείας. Αλλά και κάτι ακόμα. Στις δεκατρείς ενδιάμεσες επιστολές των τεσσάρων χρόνων, που καλύπτουν σαράντα ολόκληρες τυπωμένες σελίδες, συναντάμε μία και μοναδική αναφορά στο συλλογικό «εμείς»: στις ευρωπαϊκές σπουδές-τους, γράφει, οι «Ρωμαίοι» –αυτόν τον όρο χρησιμοποιεί ακόμα– δεν εμβαθύνουν επαρκώς, επειδή στερούνται τα χρήματα που απαιτούνται. Τίποτε άλλο. Αντίθετα στην επιστολή που αναφέρεται στη διατριβή, στη θέση, όπως την ονομάζει, οι αρχαίοι Έλληνες ως πρόγονοι έχουν μεγάλο μερτικό – και οι σύγχρονοι προσδιορίζονται με το «Γραικοί». Πρώτ’ απ’ όλα το θέμα της θέσης είναι «ότι πολλά νομιζόμενα των νεωτέρων ευρήματα τα ήξευρεν ο Ιπποκράτης προ δύο χιλιάδων ετών». Κι αμέσως μετά συνεχίζει: «Εδεφένδευσα την τιμήν των προγόνων-μου, ετίμησα το γένος, τους φίλους και τον Πρωτοψάλτην-μου», για ν’ ακολουθήσει αμέσως έπειτα ένας παραλληλισμός με τον Επαμεινώνδα, και κάποιες σελίδες πιο κάτω, αλλά στο ίδιο πάντοτε γράμμα, ο Κοραής περήφανα περιγράφει το εξής επεισόδιο: «Δεν είναι ακόμη μία ώρα, αφού ήλθεν ένας ιατρός εις την κάμεραν. Αφού με εχαιρέτησεν, ‘‘ήλθον, λέγει, δια να ζητήσω την βασίλισσαν των 1 Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, έκδ. Ο.Μ.Ε.Δ., Α΄, Αθήνα 1964, 19∙ επιστολή από Λιβόρνο, 9.9.1782. 2 Ό.π., 67. 7 θέσεων’’» δηλαδή τη διατριβή-του. «‘‘Σήμερον το πρωί την ανέγνωσα με μεγάλην ηδονήν και επληροφορήθην ότι οι Γραικοί, αγκαλά και υπό ζυγόν δουλείας, είναι πάντοτε Γραικοί, και δεν εσβέσθη ακόμη εις αυτούς το πνεύμα των προγόνων-των’’». Τέλος, στην ίδια πάντα επιστολή, ο Κοραής αναφέρεται πρώτη φορά θεωρητικά στο ότι η γνώση των αρχαίων ελληνικών, έτσι όμως όπως τα γνώρισε κατά τη διαμονή-του στην Ολλανδία, τον οδήγησε στο «να διορθώσω και την μητρική-μου διάλεκτον εκ μόνης της αναλογίας την οποίαν έχει προς την αυτής μητέρα, την παλαιάν». Ίσως είναι τολμηρό να το διατυπώσουμε απόλυτα, αλλά νά που η υπερηφάνεια της εθνικής καταγωγής και η πορεία προς την «καθαρεύουσα» διατυπώνονται στο ίδιο γράμμα. Και πάντως, το ότι η παρουσία των ξένων, αν δεν είναι η γενεσιουργός αιτία, προσφέρει αναμφίβολα τον καταλύτη των νεοτερικών αυτών τροπών στη συνείδηση του «εμείς» του Κοραή, αυτό νομίζω φαίνεται αρκετά καθαρά. 

Ένα περίπου χρόνο αργότερα, Οκτώβρη του 1787, ο Κοραής αναγγέλλει τον καινούριο Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Αφού περιγράψει λεπτομερειακά τις ποικίλες συμμαχίες που συγκροτήθηκαν, καταλήγει, ρωτώντας ρητορικά τον πρωτοψάλτη: «Η λογιότης-σου, με τίνα είσαι; Ουδέτερος βέβαια. Και κάμνεις καλά· φοβερά πράγματα, αδελφέ-μου. Αλλ’ έχε τας ελπίδας-σου εις τον Θεόν». Η ειρήνη είναι το ύψιστο αγαθό για τους απόλεμους πληθυσμούς. Και πέντε μήνες αργότερα, Απρίλη του 1788, πάντα με αφορμή τις συγκρούσεις, που εμποδίζουν τη μετακίνησή-του προς τα πάτρια εδάφη, προσθέτει: «έως ού να ιδώ ποίαν έκβασιν έχει να λάβη αυτός ο πόλεμος, όστις ανήφθη εξ αμαρτιών-μου, θέλει μείνω· ειδεμή, καταβαίνω εις την Ιταλίαν και περνώ εις το Τεργέστιον ή εις καμμίαν από τας ενετικάς νήσους, οίον Κέρκυραν, Ζάκυνθον, όπου δύναμαι να πράττω την ιατρικήν μέχρις ού να κατασταθώσι τα πράγματα. Ο πόλεμος ενδέχεται να είναι μακρότατος. Ο Θεός όμως είναι δυνατός και ευρίσκει τόπους σωτηρίας», κλπ. Στο ίδιο όμως γράμμα, σε υστερόγραφο γραμμένο μια βδομάδα μετά, «Αν μετά τοιαύτα και τοσαύτα ονείδη, τα οποία έλαβον και λαμβάνουσι καθ’ εκάστην οι Ευρωπαίοι από αυτό το υπερήφανον γένος» δηλαδή τους Τούρκους, και το υπερήφανον πρέπει να το διαβάσουμε με την αρνητική σημασία του υπερόπτη, «ζητώσιν ακόμα και προθυμώνται να εμποδίσωσι την πτώσιν-του, πού έμεινεν πλέον η σοφία και η φρόνησίς-των;». Είναι η πρώτη, όσο ξέρω, μαρτυρία μιας φιλορωσικής στάσης· σε έναν μήνα ο Κοραής θα έφευγε για το Παρίσι. Το μέγεθος, η λάμψη και η σοφία της γαλλικής πρωτεύουσας ήταν αναμενόμενο να τον εκπλήξουν· ό,τι ενδιαφέρει όμως τη συνάφειά-μας είναι η τροπές στη σκέψη-του. «Αυτά φίλε-μου», θα γράψει στον πρωτοψάλτη τον επόμενο Σεπτέμβρη, «προξενούσι μεγάλην έκπληξιν εις καθένα, αλλά δι’ ένα Έλληνα, όστις ηξεύρει ότι προ δύο χιλιάδων ετών οι πρόγονοί-του εις τας Αθήνα είχε φθάσωσιν εις τον αυτόν (και ίσως ανώτερον) βαθμόν της σοφίας, με την έκπληξιν σμίγεται και μελαγχολία· όταν προσεπισυλλογισθή ότι τα τοσαύτα καλά όχι μόνον απέπτησαν την σήμερον από την Ελλάδα, αλλ’ αντεισήχθησαν αντ’ αυτών μυρία κακά, ότι εκεί όπου εβασίλευαν οι σοφώτατοι νόμοι του Σόλωνος (του οποίου, φίλεμου, το όνομα ήκουσα πολλάκις τους ενταύθα σοφούς να προφέρωσι με ένα είδος λατρείας), δυναστεύει την σήμερον η αμάθεια, η κακία, η βία, το ζορμπαλίκι, η αυθάδεια και η αναισχυντία, ότι αντί των Μιλτιάδων και Θεμιστοκλέων, τους οποίους ακόμη θαυμάζει η Ευρώπη, κυβερνώμεθα οίμοι! από ποίους; Ή από χαμάληδες και ντεβετζήδες ή από βαρβάρους καλογερίσκους, χειρότερους και από αυτούς τους εξωτερικούς τυράννους» … «τότε, φίλε-μου, η μελαγχολία μεταβάλλεται εις αγανάκτησιν και εις απόγνωσιν»6 . Η σύνδεση με τους προγόνους δεν είναι λοιπόν πια αιτία περηφάνιας μονάχα, οδηγεί και σε προσανατολισμούς κριτικής, αναζήτησης αιτίων· και ως ένα από τα κύρια αίτια εντοπίζονται οι «καλογερίσκοι». Πρώτη φορά που αναφέρεται αρνητικά στους λειτουργούς της θρησκείας· «λύκους εν σχήματι προβάτων» τους αποκαλεί στο σημείο που συνέταμα τον 3 Ό.π., 62, 65-66. 4 Ό.π., 88. 5 Ό.π., 97 και 99.

Κοντά σ’ αυτό, το καίριο, κοντά σ’ αυτή τη συνειδησιακή τροπή που θα ενδυναμώνεται χρόνο με τον χρόνο ώς τα πιο βαθιά γεράματα, πρέπει να επισημάνουμε και πόσο ο ευρωπαϊκός θαυμασμός για τους αρχαίους εντείνει τον δικόν-του. «Δεν είναι όμως όλοι οι Ευρωπαίοι τοιούτοι», θα συνεχίσει στο ίδιο γράμμα, «έχομεν και πολλούς εχθρούς οι οποίοι αποδίδουσι το σφάλμα της δυστυχίας ταύτης εις ημάς και ίσως δεν έχουσι τόσον άδικον. Έπρεπεν όμως να είναι μετριότεροι εις τας κρίσεις-των» … «Αυτοί, φίλε-μου, όχι μόνον δεν μας δίδουσι χείρα βοηθείας» … «αλλά ζητούσι παντοίους τρόπους δια να εμποδίσωσι και την παρά των άλλων βοήθειαν, κηρύττοντες αναιδώς εις όλην την Ευρώπην ότι ο παρά των δύο Αυτοκρατόρων πόλεμος» του Ιωσήφ και της Αικατερίνης δηλαδή, «είναι άδικος και ότι οι Οθωμανοί είναι ένα χρησιμότατον έθνος», κλπ. Για να συνεχίσει περιγράφοντας τις φιλολογικές διαμάχες, τον Βολταίρο και τον Βολνέ από τη μια πλευρά να υποστηρίζουν το διώξιμο των Οθωμανών, και τον Παύιο (τον ολλανδό Κορνήλιο de Pauw) από την άλλη, που μόλις είχε γράψει το βιβλίο εκείνο όπου υποστήριζε πως «η λήθη των πολιτικών νόμων, η αμάθεια και η δεισιδαιμονία έρριψαν εις το γένος των Γραικών τόσον ισχυράς και τόσον βαθείας ρίζας, τα οποία καμμία δύναμις ανθρωπίνη δεν θέλει δυνηθεί να τας εκριζώσει». Στη σκέψη ετούτη ο Κοραής εξανίσταται. «Ενεκρώθησαν λοιπόν τόσον οι Ρωμαίοι, οπού χρειάζεται θαύμα θείον για να τους αναστήσει; Όχι βέβαια ! Παύσον την τυραννίαν των Τουρκών και την αλαζονικήν φιλαρχίαν των καλογήρων, και εις διάστημα ολίγων χρόνων, χωρίς θαύματος θείου οι Ρωμαίοι θέλει σοφισθώσι ως και οι Ευρωπαίοι». Μπορούμε να προσέξουμε, βέβαια, πως για τους συμπατριώτες-του χρησιμοποιεί ακόμη τον κοινό τύπο Ρωμαίοι, αλλά αμέσως μετά, στην ίδια φράση θα χρησιμοποιήσει και το Γραικοί και το Έλληνες – σε άνθρωπο που προσέχει τόσο πολύ τη φρασεολογία, οι όροι έχουν περισσότερο βάρος: από εδώ και πέρα το Ρωμαίοι θα χαθεί, το Έλληνες θα κρατήσει μία ηθική χροιά, και το Γραικοί θα καλύπτει τη σημασία του Νεοέλληνες, όπως ξέρουμε. 

Στα επόμενα χρόνια, και ενώ ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος μαίνεται, η στάση του Κοραή δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις: εύνοια προς τους Ρώσους, καταγγελία όσων ευρωπαίων ηγεμόνων τους πολεμούν, θλίψη αλλά και κριτική για τον ξεπεσμό των απογόνων. Εντωμεταξύ όμως συμβαίνουν τα κοσμοϊστορικά γεγονότα του 1789 στο Παρίσι, αλλά και στη μικρή Σμύρνη οι ταραχές του 1788, που θα φέρουν σε σύγκρουση τον πρωτοψάλτη με τον μητροπολίτη Γρηγόριο. Ξέρουμε πόσο ταχύτερα ωριμάζουν οι συνειδήσεις στις ανώμαλες καταστάσεις· εδώ περιορίζομαι σε μια μονάχα λεπτομέρεια. Μαθαίνοντας τα σχετικά με τον Κατσώνη, ο Κοραής ζητάει από τον φίλο-του να του διευκρινίσει μια φήμη: «Γράψον-με και περί του Λάμπρου όσα νέα μάθεις, και μάλιστα αν είναι αληθές , καθώς εδώ με εβεβαίωσαν, ότι αυτός είχε σταθήν προ του πολέμου καφετζής εις το Λιβόρνον· αν αυτό είναι αληθές, πού έμεινεν πλέον η συκοφαντία του αναισχύντου Παυίου; Αν οι καφετζήδες των Γραικών γίνωνται Θεμιστοκλείς και Μιλτιάδαι, τί δεν δύνανται να πράξωσιν οι πρωτοψάλται;». Την παρομοίωση με τον Μιλτιάδη θα τη γράψει αμέσως και στον γάλλο φίλο-του, τον Βιλουαζόν. 

Φτάνουμε τέλος στον πυρήνα του θέματος, στη μακρά επιστολή που ολοκληρώνεται στις 15 Νοεμβρίου1791. Περίφημη επιστολή· είναι εδώ που περιγράφεται η τελική ρήξη του γαλλικού έθνους με τον βασιλιά-του, είναι εδώ που περιγράφεται η μετακομιδή των οστών του Βολταίρου, είναι εδώ, ακόμη, που καταγράφεται για πρώτη φορά η λέξη μυθιστορία. Ο Κοραής λοιπόν, καθώς αφηγείται τα περί ενός πιθανού αγγλορωσικού πολέμου στον πρωτοψάλτη, καταλήγει: «Φοβείσαι, λέγεις, μη σε κατηγορήσω ως φιλόρωσον. Αγάπα τούς Ρώσους όσον θέλεις, εις τούτο δεν εναντιούμαιꞏ τούτον μόνον φοβούμαι, μήπως και η λογιότης-σου κρίνεις και ελπίζεις την ελευθερίαν των Ελλήνων, ως την κρίνει ο κοινός λαός. Οι περισσότεροι από τους Γραικούς την σήμερον προσμένουσιν επιθυμητικώς την ελευθερίαν, όχι δια να σοφισθώσι και να αλλάξουσι τα δουλικά και βάρβαρα ήθη εις χρηστά, όχι δια να έχωσι ποιμένας αληθινούς, μιμητάς των Αποστόλων, αντί των λύκων οι οποίοι 7 Ό.π., 101-102. 8 Ό.π., 146. 9 τους δυναστεύουσι την σήμερον, αλλά δια να αξιωθώσι να ακούσωσι την λειτουργίαν εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας, δια να υπάγωσι με περισσοτέραν ευκολίαν εις την Παλαιστίνην, ωσάν να μην ήτον η λειτουργία του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Φωτεινής τόσον καλή, όσον και η της Αγίας Σοφίας, ωσάν να εκατοίκει ο Θεός εν χειροποιήτοις, ωσάν να ήρεσεν εις αυτόν άλλη προσκύνησις και λατρεία, παρά την εν πνεύματι και αληθεία, ωσάν τέλος πάντων το αισχρόν και τουρκικόν όνομα του Χατζή, αρμόδιον εις μόνους τους προσκυνητάς του Μωάμεθ, να ήτον αναγκαίον και εις τους προσκυνητάς του Χριστού». 

Μετέφερα ολόκληρο το χωρίο, προκειμένου να καταφανεί ότι παρά την εντυπωσιακά νεοτερική αντίληψη της εθνικής ελευθερίας, ο νους του Κοραή είναι, από μιαν άποψη, πιο κοντά στα κοινωνικά προβλήματα. Αλλά χρειάζεται νομίζω να αναφερθούμε κάπως και στην περιγραφή της επίσημης κηδείας του Βολταίρου. Η μετακομιδή έγινε στα μέσα Ιουλίου, ενώ το γράμμα γράφεται τέσσερις περίπου μήνες αργότερα. Ο Κοραής νοίκιαζε ένα σπίτι κοντά στη Βαστίληꞏ καθώς η πομπή θα περνούσε μπροστά από το παράθυρό-του, είχε καλέσει, με την ευκαιρία, όπως αφηγείται, «πολλούς άλλους σοφούς, Άγγλους και Γάλλους», για να χαζέψουν και να χαρούν την τελετή. Και τότε, μπροστά στο θέαμα των τιμών μιας δημοκρατικής πια κοινωνίας στον μεγάλο νεκρό, ο Κοραής ανατριχιάζει: «Δεν με εξέπληξε, φίλε-μου, μήτε η μεγαλοπρέπεια της κηδείαςꞏ μήτε ο χρυσός και ο άργυρος, όστις ηστραποβόλει από όλα τα μέρη, εθάμβωσε τους οφθαλμούς-μου. Αλλ’ όταν είδον τα βιβλία-του φερόμενα εις θρίαμβον και περικυκλωμένα από πλήθος ακαδημιακών, τότε ήθελον να σε έχω πλησίον-μου μάρτυρα και της αγανακτήσεώς-μου και των δακρύων-μου, δακρύων, φίλε-μου, αληθινών, δακρύων απαρηγορήτων, τα οποία μ’ έκαμε να χύσω η ανάμνησις ότι ούτω και οι προπάτορές-μου, οι αμίμητοι Έλληνες, ήξευρον να τιμώσι την σοφίαν». Η συγκίνηση ετούτη, που την πολλαπλασίαζε δίχως άλλο η πικρία ότι στη μικρή-τους συντροφιά ήταν ο μόνος μη ελεύθερος ανάμεσα σε ξένους διανοούμενους, τον ωθούν σε μία συναισθηματική υπερένταση που εκφράζεται μ’ ένα ισχυρότατο ξέσπασμα εγωτισμού: είναι το περίφημο «πολλοί από το γένος-μου, ίσως και εγώ ο ίδιος, ήθελεν είναι την σήμερον ισότιμοι του Βολταίρου». Αν αναζητούμε να ψηλαφήσουμε τις στιγμές που το συναίσθημα ξεχειλίζει και παρασέρνει τα φράγματα αλλάζοντας τις συνειδήσεις, τις στιγμές που οι θαμπές διαθέσεις μορφοποιούνται σε νοητικές συλλήψεις –τις περιπτώσεις της cristallisation, όπως τις ονομάζει, μιλώντας για την ερωτική εμπειρία, ο Σταντάλ– είμαστε ίσως μπροστά σε μια από αυτές: είτε εκείνην την ώρα, δηλαδή στις 11 Ιουλίου 1791 ακριβώς είτε –εξίσου πιθανό– ενόσω ανασυνθέτει τη σκηνή γράφοντας στο φίλο-του, ο Κοραής νιώθει, πρώτη φορά νομίζω, πρώτος αυτός, Νεοέλληνας, ακριβώς με την έννοια που το εννοούμε και σήμερα. Δεν ολοκληρώσαμε, βέβαια, το θέμα-μας· ούτε οι μεταλλαγές μιας ατομικής, έστω, συνείδησης, προχωρούν σταθερά. 

Η κοινωνική αίσθηση του Κοραή θα είναι για πολύν καιρό ισχυρότερη από την εθνική, η κοινωνική ελευθερία, επίσηςꞏ να θυμηθούμε πόσο έπαιξε η καρδούλα-του έναν χρόνον αργότερα στην προοπτική να προχωρήσουν οι δημοκρατικοί Γάλλοι, αν οι δυνάμεις των ενωμένων βασιλέων αποδεικνύονταν υπέρτερες, σε μια κατάληψη του στόλου της Τουλών, «κακείθεν να πλεύσωσιν προς την Κύπρον και Κρήτην, και να καταστήσωσιν εις αυτάς τα νήσους γαλλικήν, ή μάλλον ειπείν, γραικογαλλικήν δημοκρατίανꞏ διότι πιθανόν ήτον όχι μόνον αυτών των νήσων οι Γραικοί, αλλά και αναριθμήτων άλλων ήθελαν προσδράμει δια να απολαύσωσι την αληθινήν των προπατόρων-των ελευθερίαν, ασυγκρίτως διάφορον από την ρωσικήν ελευθερίαν». Να θυμηθούμε ακόμη το «Δεν είναι Γραικοί ή Γάλλοι, αλλ’ έν έθνος, Γραικογάλλοι» του Άσματος πολεμιστηρίου στα 1800. Σταδιακά, και δίχως ποτέ το κοινωνικό να υποβαθμισθεί τελείως, ο Κοραής ή θα διαισθανθεί ότι η εθνική είναι η μόνη κατορθωτή ελευθερία, ή θα παρασυρθεί ανεπαίσθητα από το κλίμα του Ρομαντισμού που φουντώνει. Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία. 

Πηγή: Α. Πολίτης, "ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΝΝΕΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ, ΓΙΑ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΟΡΑΗΣ ΚΑΙ ΒΟΛΤΑΙΡΟΣ"στο: Ο Πολίτης, τχ. 60 (Ιανουάριος 1999) σ. 47- 50.