Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Η νεοελληνική σάτιρα


Η νεοελληνική σάτιρα βρήκε πρόσφορο έδαφος στα Επτάνησα. Ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος της προσολωμικής σατιρικής ποίησης ήταν ο ποιητής και ζωγράφος Νικόλαος Κουτούζης […]. Τη σατιρική επιθετική ποίηση καλλιέργησε και ο Διον. Σολωμός στα ποιήματα «Το όνειρο», «Η πρωτοχρονιά», «Το ιατροσυμβούλιο», «Εις μεγιστάνα», «Οι κρεμάλες», «Η τρίχα», «Δεύτερο όνειρο», «Ο φουρκισμένος», «Η μετατόπιση του αγάλματος του Μαίτλαντ», ενώ σε πεζό λόγο είναι η Γυναίκα της Ζάκυθος. Ο πιο γνωστός από όλους τους Επτανήσιους σατιρικούς ήταν ο Ανδρ. Λασκαράτος, ο οποίος με τα κείμενά του και κυρίως με Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς ή Σκέψες απάνου στην οικογένεια, στη θρησκία και στην πολιτική εις την Κεφαλονιά (1856) προκάλεσε την οργή τόσο των κληρικών όσο και των ριζοσπαστών της εποχής του, με αποτέλεσμα να αφοριστεί και να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Κεφαλλονιά. 


Στην περίοδο του αθηναϊκού ρομαντισμού (1830-1880) καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα η πολιτική σάτιρα, με κύριο εκπρόσωπο τον Αλέξανδρο Σούτσο, ο οποίος διώχθηκε και φυλακίστηκε εξαιτίας της αντιπολιτευτικής στάσης του. Ο Σούτσος, με τη σάτιρα, καταφερόταν εναντίον του Καποδίστρια και αργότερα εναντίον του Όθωνα. Μέσα στο κλίμα του αθηναϊκού ρομαντισμού, εντάσσεται και η σατιρική πεζογραφική παραγωγή του Εμμ. Ροΐδη, ο οποίος με το μυθιστόρημά του Η πάπισσα Ιωάννα (1866) προκάλεσε σάλο στην τότε ελληνική κοινωνία και στην Εκκλησία.

Σημαντικά σατιρικά έργα έδωσε και η γενιά του 1880. Ως ο κατεξοχήν σατιρικός αυτής της γενιάς μνημονεύεται συχνά ο Γ. Σουρής, ο οποίος, ιδίως με τον Ρωμηό, δημιούργησε έναν θρύλο που επιβιώνει μέχρι σήμερα. Ο Σουρής θαυμάστηκε πολύ για τη στιχουργική του ευχέρεια, με την οποία σατίριζε και καυτηρίαζε τα προβλήματα που ταλάνιζαν την ελληνική κοινωνία, προασπίζοντας την πολιτική αρετή και την εντιμότητα. Ιδιαίτερα σημαντικοί είναι οι σατιρικοί στίχοι που έγραψε ο Κ. Παλαμάς (Σατιρικά γυμνάσματα, 1912), με τους οποίους στρεφόταν εναντίον της μοναρχίας, της βουλευτοκρατίας και της προγονολατρίας.

Ο πιο αιχμηρός σατιρικός ποιητής, μετά τον Σολωμό, είναι ο Κ. Καρυωτάκης. Η διαβρωτική σάτιρα και ο σαρκασμός της συλλογής Ελεγεία και Σάτιρες (1927) και των πεζών του είχε στόχο τον αλλοτριωτικό γραφειοκρατικό μηχανισμό, την πολιτική κατάσταση, πρόσωπα της φιλολογικής ζωής, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του. […](1)



Αντικείμενο του χιούμορ είναι πάντα ο άνθρωπος. Το χιούμορ μπορεί να είναι λεκτικό αλλά […] όχι απαραίτητα. Μέχρι τον 19ο αιώνα το χιούμορ και η σάτιρα χρησιμοποιούνταν εναλλακτικά, αλλά ώς τότε η λογοτεχνία δεν χρησιμοποιούσε το χιούμορ συνειδητά ή τουλάχιστον όχι με τη συνείδηση που έχει σήμερα.

[…]

Παρά τη θεωρητική σύγχυση, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι μια βασική διάκριση του χιούμορ από τη σάτιρα βασίζεται στο γεγονός ότι η σάτιρα απορρίπτει, ενώ το χιούμορ αποδέχεται. Ο σατιρικός συγγραφέας, σύμφωνα με τον Clark, «δεν χρησιμοποιεί ανόθευτο (unadulterated) χιούμορ, που εξ ορισμού σημαίνει αποδοχή της ανθρώπινης φύσης και παρουσίαση με συμπάθεια όλων αδιακρίτως των ιδιορρυθμιών της και των ασυμφωνιών. Ο χιουμορίστας, τα αντικείμενά του και το κοινό του, όλα, αναγνωρίζονται ως μέρη της ίδιας ανθρωπότητας. […] Ο σατιρικός, όπως είπαμε, δεν δέχεται· απορρίπτει. Βρίσκεται σε πόλεμο με τα πράγματα όπως είναι, όχι με την ουσιαστική και μόνιμη φύση του ανθρώπου (που αποτελεί αρμοδιότητα του αληθινού χιουμορίστα), αλλά με τις παρεκκλίσεις από αυτό που ο ίδιος και το κοινό του θεωρούν μέτρο της σωστής ζωής και αίσθησης. Ο χιουμορίστας, στην πιο τυπική του εκδοχή, αγαπά την ανθρωπότητα και δεν θέλει να την αλλάξει· ακόμα κι οι αδυναμίες και οι παραλογισμοί της του είναι αγαπητές, διότι στα μάτια του είναι συστατικά της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης».

[…]

Η διαφορά της σάτιρας από το χιούμορ νομίζω ότι φαίνεται ευκρινώς αν σκεφθούμε τη διαφορά ανάμεσα στην καρικατούρα ή γελοιογραφία, όταν χρησιμοποιείται ως τεχνική της σάτιρας, —όπου λειτουργεί ως απομάκρυνση από την προσδοκώμενη μορφή, δηλαδή ως μια ανωμαλία του εκφωνήματος (π.χ., ένα πορτρέτο όπου επιτονίζεται ένα αισθητικό ελάττωμα του προσώπου)— και στη χιουμοριστική καρικατούρα ή γελοιογραφία, που ακόμη κι όταν περιέχει στοιχεία της πρώτης, είναι πνεύμα της σκέψης που αναδεικνύει μια αντίθεση και προκύπτει από την εκφώνηση (π.χ., ένα πορτρέτο όπως το παραπάνω, με φόντο ένα top model).(2)
 
Πηγές:  
  1. Κάρολος Μητσάκης & Αντώνης Δεσποτίδης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1978-1979.
  2.   Κατερίνα Κωστίου, Η ποιητική της ανατροπής. Σάτιρα. Ειρωνεία. Παρωδία. Χιούμορ, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005, 258-260.