Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Ρομαντισμός

 


…η πρώτη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε είναι ο ίδιος ο διφορούμενος χαρακτήρας του ρομαντικού φαινομένου. Ασύλληπτο, αντιφατικό και ευμετάβλητο, αυτό το νεφέλωμα μοιάζει να μην αποδέχεται κανένα ορισμό, κανένα σαφή χαρακτηρισμό. Χωρίς να θέλουμε να κλείσουμε τη συζήτηση και ξεκινώντας με μια υπόθεση εργασίας, νομίζουμε ότι ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ρομαντισμού ως κοινωνικο-πολιτικού ρεύματος (αδιαχώριστο άλλωστε από τις πολιτιστικές και λογοτεχνικές του εκδηλώσεις) είναι ή νοσταλγία των προκαπιταλιστικών κοινωνιών μαζί με μια ηθικο-κοινωνική ή πολιτιστική κριτική του καπιταλισμού. 



Ετυμολογικά, ο όρος «ρομαντικός» περιέχει αυτή την αναφορά στο παρελθόν και ειδικότερα στη ρωμανική λογοτεχνία του μεσαίωνα Γιατί τότε να επεκτείνουμε την έννοια της ρομαντικής νοσταλγίας, όπως το επιχειρήσαμε, στο σύνολο των προκαπιταλιστικών σχηματισμών; Αυτή η αντίρρηση γίνεται ακόμα πιο βάσιμη μια και για τον «κλασικό» γερμανικό ρομαντισμό, ο χαμένος παράδεισος είναι όντως η φεουδαρχική κοινωνία του μεσαίωνα. Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι ο ρομαντισμός μπορεί και πρέπει να προσδιοριστεί σε σχέση με μια ευρύτερη αναφορά, για τους έξης λόγους:

1) Στον Ρουσώ, που είναι αναμφισβήτητα ο μεγάλος πρόδρομος του ρομαντισμού, δεν βρίσκουμε καμιά συμπάθεια για τον φεουδαρχισμό. Το αντίθετο, μάλιστα. Το ίδιο ισχύει στον 19ο αιώνα και για τους ρώσους λαϊκιστές, τους επιφανείς εκείνους εκπροσώπους του οικονομικού ρομαντισμού. Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τα παραδείγματα.

2) Η αναφορά στη μεσαιωνική εποχή είναι κι αυτή διφορούμενη, στο βαθμό που η κοινωνία του μεσαίωνα περιλαμβάνει ορισμένες διαφορετικές κοινωνικές δομές: από τη μια, βέβαια, ιεραρχικούς θεσμούς σαν τον ιπποτισμό, τα θρησκευτικά τάγματα, κλπ.ˑ κι από την άλλη, επιβιώσεις της ισοτικής και κολλεκτιβιστικής αγροτικής κοινότητας του γένους (η γερμανική Markgenossenschaft.)

3) Οι διαφορετικές προκαπιταλιστικές κοινωνίες, παρ’ όλες τις αδιαμφισβήτητες διαφορές τους, συμπεριλαμβάνουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά που τις διαχωρίζουν ριζικά από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Καθώς τονίζει και ο Κλώντ Λεφόρ, «σε αντιπαράθεση με τον καπιταλισμό (...) αποκαλύπτουν όλοι οι άλλοι κοινωνικοί σχηματισμοί τη συγγένεια τους».

Στη ρομαντική θεώρηση του κόσμου, αυτό το προκαπιταλιστικό παρελθόν κοσμείται με μια σειρά αρετές (πραγματικές, εν μέρει πραγματικές ή φανταστικές), όπως για παράδειγμα η





υπερίσχυση ποιοτικών άξιων (αξίες χρήσης, ή ηθικές, αισθητικές και θρησκευτικές αξίες), η οργανική κοινότητα μεταξύ των ατόμων, ή ακόμα ο ουσιαστικός ρόλος των αισθηματικών δεσμών και των συναισθημάτων — σε αντιδιαστολή με τον σύγχρονο καπιταλιστικό πολιτισμό που θεμελιώνεται στην ποσότητα, την τιμή, το χρήμα, το εμπόρευμα, τον ορθολογικό και ψυχρό υπολογισμό του κέρδους, την εγωιστική ατομικοποίηση των ανθρώπων. Όταν αυτή η νοσταλγία αποτελεί τον κεντρικό άξονα που δομεί το σύνολο της Weltanschauung (κοσμοθεώρηση), έχουμε να κάνουμε με μια ρομαντική σκέψη stricto sensu, όπως συμβαίνει λόγου χάρη στη Γερμανία στις αρχές του 19ου αιώνα. Όταν πρόκειται για ένα στοιχείο μεταξύ άλλων, μέσα σ’ ένα πιο πολύπλοκο πολιτικο-πολιτιστικό σύνολο, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια ρομαντική διάσταση (όπως για παράδειγμα στον Λούκατς το 1922-23).

Αυτή όμως η κοινή μήτρα καθορίζει ένα πεδίο ιδεών, έναν πνευματικό κόσμο κάθε άλλο παρά μονοσήμαντο: χρησιμοποιήσαμε στα δοκίμια μας τον όρο ιδεολογικός ερμαφροδιτισμός για να προσδιορίσουμε μεταφορικά αυτή την αμφισημία, αυτή τη διπλή φύση του αντικαπιταλιστικού ρομαντισμού που τον διαπερνά και τον διαιρεί από την καταγωγή του. Πράγματι, οι περισσότεροι ερευνητές και ιστορικοί των ιδεών συμφωνούν στο να αποδώσουν μια διπλή διανοητική πατρότητα στο ρομαντισμό του 19ου αιώνα με τον Ρουσώ και τον Μπερκ. Ο πιο ξακουστός πρόδρομος του 1789 και του Ιακωβίνικου ισοτισμού, με τον πιο μανιώδη εχθρό της Μεγάλης Επανάστασης σε όλες της τις εκδηλώσεις! Είναι αλήθεια ότι στον «κλασικό» γερμανικό ρομαντισμό των άρχων του 19ου αιώνα η αντίδραση απέναντι στη γαλλική Επανάσταση είναι η κυρίαρχη τάση· άλλα και σ’ αυτήν ακόμα την περίπτωση, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι στα νιάτα τους συγγραφείς όπως ο Κλάιστ, ό Φρήντριχ Σλέγκελ και πολλοί άλλοι κινήθηκαν με συμπάθεια υπέρ τής Επανάστασης, και ότι ο Χέλντερλιν ποτέ δεν απαρνήθηκε τον φλογερό ιακωβινισμό του.

Αντιμετωπίζοντας αυτές τις αντιφάσεις, αυτή την αστάθεια και την ασυνέπεια, μερικοί συγγραφείς όπως ο Καρλ Σμιτ συμπεραίνουν πολύ βιαστικά ότι «η παρδαλή βοή του ρομαντισμού διαλύεται στην απλή αρχή ενός υποκειμενοποιημένου οκαζιοναλισμού και η μυστηριώδης αντιφατικότητα των διαφόρων πολιτικών προσανατολισμών στον αποκαλούμενο πολιτικό ρομαντισμό εξηγείται με την ηθική ανεπάρκεια ενός λυρισμού που μπορεί να βρει αισθητικό ενδιαφέρον σε όποιο-




δήποτε περιεχόμενο». Αυτή η εξήγηση είναι κατά τη γνώμη μας λαθεμένη, όχι μόνο γιατί αδυνατεί να ερμηνεύσει τους κατ’ εξοχήν πολιτικούς στοχαστές του ρομαντικού ρεύματος (Άνταμ Μύλερ, κλπ.) -των όποιων η αισθητική διάσταση είναι πολύ περιορισμένη, αν όχι μηδαμινή- αλλά κυρίως γιατί αγνοεί ότι πίσω από την «παρδαλή βοή» υπάρχει ένας στέρεος πυρήνας, μια βασική σταθερά που είναι ακριβώς η εξιδανικευμένη αναφορά στο προκαπιταλιστικό παρελθόν και μια οργισμένη κριτική ορισμένων πτυχών του καπιταλισμού και της αστικής κοινωνίας.

Άλλοι συγγραφείς, ειδικά ο Ζακ Ντρο στα (εξαίρετα κατά τα άλλα) έργα του γύρω από τον πολιτικό ρομαντισμό, τείνουν να περιορίσουν το φαινόμενο στη συντηρητική και αντεπαναστατική του πλευρά. Αυτή όμως η ερμηνεία συνεπάγεται ότι οι δημοκρατικές συμπάθειες των νεαρών Σλέγκελ και Κλάιστ αντιμετωπίζονται σαν ένα βιογραφικό επεισόδιο, εξωτερικό σε σχέση με το ρομαντισμό, και ότι ο Χέλντερλιν δεν συμπεριλαμβάνεται στην ανάλυση.

Στην πραγματικότητα, αυτός ο διφορούμενος χαρακτήρας ενυπάρχει στο ρομαντισμό του τέλους του αιώνα, στην παράξενη για παράδειγμα πορεία του φίλου του Λούκατς, του συγγραφέα Πάουλ Έρνστ, που περνάει από την πιο ακραία πτέρυγα του σοσιαλιστικού κόμματος σε μια υπερσυντηρητική, παραπλήσια στο φασισμό, θεώρηση τού κόσμου. Ή ακόμα σ’ αυτήν του κοινωνιολόγου Ρόμπερτ Μίχελς, ενεργού μέλους (λίγο πριν από τον Λούκατς) του κύκλου Μαξ Βέμπερ της Χαϊδελβέργης, ο οποίος από επαναστάτης συνδικαλιστής πριν τον πόλεμο εξελίχθηκε σε δηλωμένο οπαδό τού Ιταλικού φασισμού. Υπάρχουν, βέβαια, και πορείες προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Αυτή η ««παρδαλή βοή», αυτές οι παράδοξες πολιτικές μεταμορφώσεις, αυτή η βαθιά ανομοιογένεια δεν είναι στην πραγματικότητα παρά οι διάφορες δυνατές εξελικτικές πορείες που έχουν ως σημείο αφετηρίας την κοινή μήτρα που ορίζει τον ρομαντισμό σαν τέτοιο: τη νοσταλγία των προκαπιταλιστικών κοινωνιών. Είναι εφικτό, πιστεύουμε, να τακτοποιήσουμε κάπως αυτό το πολιτικό-πολιτιστικό πάζλ, αν σκιαγραφήσουμε μια τυπολογία των κύριων πολιτικών σχημάτων του ρομαντισμού. Πρόκειται φυσικά για «ιδεώδεις τύπους» (με τη βεμπεριανή έννοια) που μπορούν να συνδυαστούν και να συναρθρωθούν με διάφορους τρόπους στο έργο του κάθε συγγραφέα.





1) Ο «παρελθοντολογικός» ή «οπισθοδρομικός» ρομαντισμός, ο όποιος αποσκοπεί στην επαναφορά της προηγούμενης κοινωνικής κατάστασης. Θεωρούμε προτιμότερους αυτούς τους όρους από τον όρο «αντιδραστικός», που είναι πολύ περιοριστικός εξ αίτιας τής άμεσης αναφοράς του στην αντίδραση ενάντια στη γαλλική Επανάσταση. Το ρεύμα αυτό, του οποίου ο Νοβάλις είναι ίσως ο πιο συγκροτημένος εκπρόσωπος, δεν επιθυμεί μια διατήρηση του status quo, αλλά μια παλινδρόμηση προς τον καθολικό μεσαίωνα, πριν από τη Μεταρρύθμιση, την Αναγέννηση και την ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας.

2) Ό συντηρητικός ρομαντισμός που, σε αντίθεση με τον προηγούμενο, επιθυμεί απλώς τη διατήρηση της κοινωνίας και του κράτους, έτσι όπως υπάρχουν στις χώρες όπου δεν εισχώρησε η γαλλική Επανάσταση (η Αγγλία και η Γερμανία στα τέλη του 18ου αιώνα), και την αποκατάσταση των δομών που επικρατούσαν στη Γαλλία το 1789 - δομές που περικλείουν ήδη μια ειδική συνάρθρωση προκαπιταλιστικών και καπιταλιστικών μορφών. Ο Μπερκ, με τον περίφημο λίβελό του Σκέψεις γύρω από τη γαλλική 'Επανάσταση (1798), μπορεί να θεωρηθεί σαν ο πρώτος σημαντικός εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος.

3) Ο ρομαντισμός της απογοήτευσης. για τον οποίο η παλινδρόμηση είναι αδύνατη, όποια κι αν ήταν τα κοινωνικά και πολιτιστικά προτερήματα των προκαπιταλιστικών κοινωνιώνˑ ο βιομηχανικός καπιταλισμός, παρά τα ελαττώματά του και την πολιτιστική παρακμή που συνεπάγεται από ορισμένες απόψεις, είναι ένα ανεπίστροφο φαινόμενο που πρέπει να γίνει αποδεκτό. Αυτή η θέση υποστηρίζεται κυρίως από τους γερμανούς κοινωνιολόγους της καμπής του αιώνα, όπως ο Τέννις, και ως ένα βαθμό ο Μαξ Βέμπερ.

4) Ο επαναστατικός (και/ή ουτοπικός) ρομαντισμός που απορρίπτει ταυτόχρονα την αυταπάτη μιας επιστροφής στις κοινότητες του παρελθόντος και τη συμφιλίωση με το καπιταλιστικό παρόν, αναζητώντας μια διέξοδο στην ελπίδα του μέλλοντος. Σ’ αυτό το ρεύμα -που βρίσκουμε πολλούς σοσιαλιστές θεωρητικούς, από τον Φουριέ ως τον Γκούσταβ Λαντάουερ και τον Ερνστ Μπλοχ- η νοσταλγία του παρελθόντος δεν εξαφανίζεται, αλλά μετουσιώνεται σε αγωνία για το μετακαπιταλιστικό μέλλον.

Ό επαναστατικός ρομαντισμός ξεχωρίζει επίσης από τα άλλα ρομαντικά ρεύματα ως προς τον τύπο προκαπιταλιστικής




κοινωνίας που του χρησιμεύει ως αναφορά: δεν πρόκειται για το φεουδαρχικό σύστημα και τους θεσμούς του (ευγένεια, μοναρχία. Εκκλησία, κλπ.). Η χρυσή προκαπιταλιστική εποχή διαφέρει ανάλογα με τους συγγραφές, αλλά δεν είναι αυτή πού επικαλούνται οι παρελθοντολογικοί ή συντηρητικοί ρομαντικοί: είναι μια «φυσική κατάσταση» λίγο ή πολύ μυθική στον Ρουσώ και τον Φουριέ, ο παλαιός Ιουδαϊσμός στον Μωυσή Χες, η αρχαία Ελλάδα στον Χέλντερλιν, τον νεαρό Λούκατς και πολλούς άλλους, ο «κομμουνισμός των Ίνκας» στον περουβιανό μαρξιστή Χοσέ Κάρλος Μαριατέγκουι, οι παραδοσιακές αγροτικές κοινότητες στους ρώσους λαϊκιστές και τον Γκούσταβ Λαντάουερ, κλπ.

Ο Μάρτιν Μπούμπερ πρότεινε, σχετικά με τη σκέψη του Γκούσταβ Λαντάουερ, μια διατύπωση που νομίζουμε ότι εκφράζει εξαιρετικά το πνεύμα αυτής της πολύ ειδικής παραλλαγής του ρομαντισμού: «Αυτό που έχει υπ’ όψη του είναι, σε τελευταία ανάλυση, μια επαναστατική διατήρηση: η επαναστατική επιλογή των στοιχείων εκείνων του κοινωνικού όντος που αξίζει να διατηρηθούν και να χρησιμεύσουν για τη νέα οικοδόμηση». Πρόκειται κάποτε για στοιχεία που δεν υπάρχουν πια, οπότε δεν τίθεται το ζήτημα της διατήρησης, αλλά μιας μορφής αναγέννησης. Το ουσιαστικό είναι το εξής: η επανάσταση (ή η ουτοπία) πρέπει να οικειοποιηθεί ορισμένες πτυχές, ορισμένες διαστάσεις, ορισμένα κοινωνικά, πολιτιστικά και πνευματικά ανθρώπινα προτερήματα των προκαπιταλιστικών κοινοτήτων. Αυτή η λεπτή διαλεκτική ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον περνάει συχνά μέσα από μια ριζική, παθιασμένη και ασυμφιλίωτη άρνηση του παρόντος, δηλαδή του καπιταλισμού και της βιομηχανικής αστικής κοινωνίας.

Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου του MICHAEL LOEWY, Μαρξισμός και επαναστατικός ρομαντισμός, εκδόσεις Ουτοπία, Αθήνα 1985, σ. 10-14