Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017

Μινωικός πολιτισμός

Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού αναπτύχθηκε στην Κρήτη ο Μινωικός πολιτισμός, που πήρε το όνομά του από τον μυθικό βασιλέα της Κνωσού Μίνωα. Η αυτάρκεια της Κρήτης σε πρώτες ύλες, ποικιλία πετρωμάτων και ορυκτών σε συνδυασμό με την ευνοϊκή γεωγραφική της θέση, συνετέλεσαν στην πολιτιστική ανάπτυξη και ακμή. Πόλεις με καλά οργανωμένη διοίκηση, μνημειακή αρχιτεκτονική, τοιχογραφία και κεραμεική εξαιρετικής ποιότητας, έχουν εντοπιστεί σε ολόκληρο το νησί.


Προανακτορική περίοδος
Οι πρωιμότερες εκφάνσεις του μινωικού πολιτισμού ανάγονται στην Πρωτομινωική περίοδο (3000-2000 π.Χ.), όταν κατοικούνται πολλές νέες θέσεις σε όλη την έκταση του νησιού και αρχίζουν να δημιουργούνται τοπικές παραδόσεις σε τέχνες όπως η λιθοτεχνία, η μεταλλοτεχνία, η σφραγιδογλυφία και η γραπτή κεραμική. Από τα μέσα της περιόδου αυτής, ορισμένοι οικισμοί αρχίζουν να επεκτείνονται σημαντικά και αποκτούν στοιχεία πρώιμης αστικής οργάνωσης ενώ χτίζονται και οι πρώτοι μνημειώδεις τάφοι που χρησιμοποιούνται από μεγάλες οικογένειες ή ολόκληρες κοινότητες. Πάντως μέχρι το τέλος της περιόδου αυτής δεν υπάρχουν ενδείξεις κάποιου κεντρικού συστήματος διοίκησης και οι διάφοροι οικισμοί φαίνεται ότι αντιπροσωπεύουν αυτόνομες οντότητες.


Παλαιοανακτορική περίοδος
Στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., σημειώνονται θεμελιώδεις αλλαγές στη μινωική κοινωνία, που έμελλαν να επηρεάσουν βαθύτατα τους πολιτισμούς του Αιγαίου. Γύρω στο 2000-1900 π.Χ. αναγείρονται τα πρώτα ανάκτορα στην Κνωσό, τη Φαιστό, τα Μάλια και τη Ζάκρο, παρόμοια σε σχέδιο και κατασκευή με ανακτορικές εγκαταστάσεις στην περιοχή της Συρίας (Έμπλα, Μάρι). Τα μνημειακά αυτά συγκροτήματα αντικατοπτρίζουν την ύπαρξη στην Κρήτη αυστηρής κοινωνικής διαστρωμάτωσης και καλά οργανωμένης διοικητικής δομής, που αντίστοιχές τους είναι γνωστές μόνον από τις σύγχρονες αυτοκρατορίες της Εγγύς Ανατολής. Τα ευρήματα από τα ανάκτορα και τους τάφους της περιόδου επιβεβαιώνουν τις αυξανόμενες σχέσεις του νησιού με την Ανατολή και υποδηλώνουν τη σταδιακή ένταξη της Κρήτης σε ένα σύνθετο πλέγμα οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, που καλύπτει την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Η επαφή με τους μεγάλους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου οδήγησαν στην υιοθέτηση όχι μόνον συγκεκριμένων μεθόδων διοικητικής οργάνωσης, όπως η χρήση σφραγίδων και της γραφής για την τήρηση αρχείων (αρχικά με ένα σύστημα ιδεογραμμάτων και στη συνέχεια με τη συλλαβική Γραμμική Α), αλλά επίσης λατρευτικών πρακτικών και νέων καλλιτεχνικών τάσεων, υλικών και τεχνικών κατεργασίας. Τους επόμενους πέντε αιώνες, μεγάλες ποσότητες εξωτικών πρώτων υλών και αντικειμένων πολυτελείας από την Αίγυπτο, τη Συρία, τη Μεσοποταμία και τις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας εισάγονται στα μινωικά ανάκτορα, τα οποία εξελίσσονται σε πραγματικούς πυρήνες οικονομικής δραστηριότητας και καλλιτεχνικής παραγωγής. Οι Μινωίτες χρησιμοποίησαν με φαντασία τα νέα υλικά και τις νέες τεχνικές για να αναπτύξουν άγνωστες έως τότε τέχνες και να τις προσαρμόσουν στις τοπικές παραδόσεις και την αισθητική των Μινωιτών ηγεμόνων, δημιουργώντας τελικά ένα εντελώς διακριτό Μινωικό πολιτιστικό ιδίωμα. Η λεπτότητα της μινωικής τέχνης αντικατοπτρίζεται σε κάθε δημιουργία του Μεσομινωικού (2000-1600 π.Χ.) και Υστερομινωικού (1600-1100 π.Χ.) πολιτισμού: χρυσά κοσμήματα, αργυρά και χάλκινα αγγεία, σφραγιδόλιθους, χάλκινα όπλα, λίθινα σκεύη, αντικείμενα από ελεφαντόδοντο, φαγεντιανή και υαλόμαζα, διακοσμημένη κεραμική.
Αυτή την περίοδο εμφανίζεται και η μεγάλη ζωγραφική στην Κρήτη με τη μορφή των τοιχογραφιών. Πολλές λεπτομέρειες και κοινές καλλιτεχνικές συμβάσεις υποδεικνύουν την Αίγυπτο ως την πλέον πιθανή πηγή έμπνευσης, αν και τόσο η τεχνική όσο και η αισθητική της μινωικής ζωγραφικής έχουν ένα εντελώς διακριτό χαρακτήρα. Θεωρείται μάλιστα ότι η τεχνική της νωπογραφίας (fresco) ήταν μια μινωική επινόηση του 17ου αι. π.Χ. που μεταδόθηκε αργότερα και στην Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή.
Οι επαφές με την Ανατολή άσκησαν σαφείς επιρροές και στη θρησκευτική λατρεία. Οι Μινωίτες, βέβαια, δεν υιοθέτησαν νέες θρησκευτικές πεποιθήσεις αλλά τα μέσα αναπαράστασης των δικών τους θρησκευτικών συμβόλων. Αρκετά από τα μυθικά πλάσματα που απεικονίζονται στη μινωική τέχνη και φαίνεται να σχετίζονται με τη θρησκεία (π.χ. ο γρύπας) έχουν τις ρίζες τους στην μεσοποταμιακή παράδοση, ενώ η συχνή απεικόνιση ζώων που προφανώς ήταν ξένα στο κρητικό περιβάλλον (π.χ. λιοντάρια, πίθηκοι) υποδηλώνουν περαιτέρω επιρροές από την Ανατολή.
Τελετουργικά αγγεία με μακρά παράδοση στην Εγγύς Ανατολή, όπως τα ρυτά και οι τρίτωνες, άρχισαν να χρησιμοποιούνται στα μινωικά ιερά μαζί με ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια κρητικής παράδοσης. Το κατεξοχήν σύμβολο της μινωικής θρησκείας, ο ταύρος, είχε παρόμοια χρήση σχεδόν σε κάθε πολιτισμό της ανατολικής Μεσογείου ενώ κάποιοι ερευνητές διακρίνουν ανατολικές επιρροές ακόμη και στις σημαντικότερες θεότητες των Μινωιτών, τη θεά με τα υψωμένα χέρια και τη «θεά των όφεων».


Νεοανακτορική περίοδος
Γύρω στο 1700 π.Χ., τα μινωικά ανάκτορα καταστρέφονται από σεισμούς και γρήγορα ανακατασκευάζονται με ακόμη πιο μνημειώδη τρόπο. Η λεγόμενη «Νεοανακτορική» περίοδος είναι η περίοδος μέγιστης ακμής του μινωικού πολιτισμού. Οι επαφές με την Ανατολή γίνονται στενότερες και φαίνεται ότι αποκτούν εντονότερα πολιτικό χαρακτήρα (οι Κεφτιού –όπως αποκαλούνται οι Κρήτες στα αιγυπτιακά– εμφανίζονται όλο και συχνότερα σε ανατολικά κείμενα και αιγυπτιακές τοιχογραφίες από το 1700 π.Χ. και εξής). Τα ανατολικά προϊόντα φθάνουν τώρα όχι μόνον στα ανάκτορα αλλά και στους μεγάλους αστικούς οικισμούς που αναπτύσσονται κοντά σε λιμάνια όπως το Παλαίκαστρο, τα Γουρνιά, ο Μόχλος και η Τύλισσος.
Στην ενδοχώρα του νησιού χτίζονται μεγάλες αγροικίες («βίλες»), που λειτουργούν μάλλον ως περιφερειακά κέντρα συλλογής της αγροτικής παραγωγής και αναδιανομής αγαθών. Η μινωική τέχνη φθάνει στο απόγειο της ακμής της: νωπογραφίες με έντονα χρώματα κοσμούν τα ανάκτορα και άλλα σημαντικά οικοδομήματα, ενώ στους χώρους λατρείας και ταφής γίνεται συστηματική χρήση περίτεχνων αντικειμένων από μέταλλα, ημιπολύτιμους λίθους, υαλόμαζα, φαγεντιανή και ελεφαντόδοντο.
Την περίοδο αυτή, η Κρήτη ασκεί έντονη πολιτική και πολιτιστική επιρροή σε ολόκληρο το Αιγαίο. Οι κυκλαδικοί οικισμοί του 16ου και 15ου αι. π.Χ. έχουν τόσο έντονα μινωικά χαρακτηριστικά ώστε κάποιοι ερευνητές τα θεωρούν μινωικές αποικίες (οι περισσότεροι, πάντως, αντιτίθενται σε αυτήν την άποψη). Στην ηπειρωτική Ελλάδα, αναπτύσσεται την ίδια περίοδο ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός, ο οποίος υιοθετεί όλες σχεδόν τις κατακτήσεις της μινωικής τέχνης.
Η μινωική κυριαρχία, ωστόσο, έμελλε να σταματήσει βίαια γύρω στο 1500 π.Χ., όταν καταστράφηκαν σχεδόν ταυτόχρονα από σεισμούς τα περισσότερα ανάκτορα και πόλεις της Κρήτης, χωρίς ποτέ να μπορέσουν να ανακάμψουν πραγματικά. Οι λόγοι της καταστροφής δεν είναι ξεκάθαροι. Οι επιπτώσεις της κοσμογονικής έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας λίγες δεκαετίες νωρίτερα ήταν πιθανότατα ένας από αυτούς. Ωστόσο, η κατάρρευση του μινωικού ανακτορικού συστήματος αποτελεί ένα εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο για το οποίο πιθανότατα ευθύνονται περισσότεροι από ένας παράγοντας (π.χ. πιθανές πιέσεις από τα αναπτυσσόμενα μυκηναϊκά κέντρα, καθώς και η εξάντληση των ορίων της ίδιας της μινωικής οικονομίας, της μοναδικής ανακτορικής οικονομίας που λειτούργησε ποτέ αυτόνομα σε ένα νησί).


Τελική Ανακτορική και Μετανακτορική περίοδος
Η μινωική παράδοση, πάντως, παρέμεινε ζωντανή και μετά τις καταστροφές του 1500 π.Χ. Μάλιστα, η κατάκτηση της Κνωσού από τους Μυκηναίους γύρω στο 1450 π.Χ. άνοιξε τον δρόμο για τη μετάδοση των λαμπρότερων κρητικών επιτευγμάτων στην ηπειρωτική Ελλάδα: της ανακτορικής αρχιτεκτονικής, της γραφής (στη μορφή της Γραμμική Β) και της θρησκευτικής εικονογραφίας (μέσω των νωπογραφιών και των σφραγιδολίθων). Στις αρχές του 14ου αι. π.Χ., ωστόσο, καταστρέφεται οριστικά και το ανάκτορο της Κνωσού και τότε φαίνεται ότι η Κρήτη διασπάται πολιτικά σε μικρότερες οντότητες, με κέντρα που θα συνεχίσουν να ακμάζουν και σε μεταγενέστερες περιόδους, όπως η Κυδωνία (Χανιά), ο Κομμός αλλά και η ίδια η Κνωσός. Σχεδόν την ίδια περίοδο εμφανίζονται τα πρώτα μυκηναϊκά ανάκτορα στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Κατά τους δύο επόμενους αιώνες, η έντονη οικονομική δραστηριότητα των Μυκηναίων, που υποκατέστησαν τους Μινωίτες στη διεξαγωγή εμπορίου εντός του αιγαιακού χώρου και αύξησαν τις επαφές με την ανατολική και τη δυτική Μεσόγειο, έδωσε νέα πνοή στις κοινωνίες του Αιγαίου, επιτρέποντας και στην Κρήτη να συνεχίσει να ευημερεί, αν και χωρίς τον δυναμισμό και τη δημιουργικότητα παλαιότερων περιόδων. Γύρω στο 1200 π.Χ., ωστόσο, η γενική κατάρρευση των πολιτικών και οικονομικών θεσμών σε ολόκληρη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου και την Εγγύς Ανατολή επηρέασε και την Κρήτη. Υπάρχουν ενδείξεις για την άφιξη Μυκηναίων μεταναστών στο νησί, ενώ πολλοί παράκτιοι οικισμοί εγκαταλείφθηκαν και μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατέφυγε σε δυσπρόσιτες θέσεις σε κορυφές βουνών –ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα του νησιού– που προφανώς παρείχαν ασφάλεια από επιδρομείς και πειρατές. Αρκετά μινωικά στοιχεία –ιδιαίτερα στη θρησκεία και τα ταφικά έθιμα– επιβίωσαν κατά τη διάρκεια του 12ου αι. π.Χ., ίσως δε και αργότερα. Ωστόσο, ο μινωικός πολιτισμός ως ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, εθίμων και τεχνών, παρακμάζει μέχρι τα τέλη του 12ου αι. π.Χ. και η Κρήτη μπαίνει σε μια μακρά διαδικασία μετάβασης προς μια νέα πραγματικότητα που χαρακτηρίζει την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου.


Βιβλιογραφία

·         Βασιλικού Ντ. 1995: Μυκηναϊκός πολιτισμός (Αθήνα)

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος με οποιονδήποτε τρόπο, σύμφωνα με τον νόμο 2121/1993 και τους κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. Μοναδική περίπτωση αναδημοσίευσης του παρόντος με την συγκατάθεση του εκδότη και την αναφορά του Πολιτιστικά και άλλα.. σαν αναφερόμενος ιστότοπος με url.