Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Οι επαφές των Ελλήνων με την Εγγύς Ανατολή

Ήδη από τον 9ο αιώνα οι Έλληνες είχαν αναπτύξει στενές εμπορικές σχέσεις με την ακτή της Συρίας και της Παλαιστίνης. Μέσα από αυτό τον εμπορικό δρόμο σημαντικές και συχνά πολύτιμες πρώτες ύλες, αλλά και αξιόλογα έργα τέχνης από την Ανατολή, ιδιαίτερα από τη Συρία και τη Μεσοποταμία, άρχισαν να φθάνουν σε ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες στην Ελλάδα. Από το τέλος του 8ου αιώνα και έπειτα οι μαρτυρίες για εμπορικές και πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ανατολή πυκνώνουν και γίνονται όλο και πιο συγκεκριμένες. Τα ποιήματα του Ησιόδου και ιδιαίτερα η Θεογονία είναι γεμάτα από στοιχεία που προέρχονται από τους μύθους και τη λογοτεχνία της Μεσοποταμίας και της Συρίας. Ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη του εμπορίου και γενικότερα των επαφών με την Ανατολή έπαιξαν επίσης οι Φοίνικες έμποροι, που ήδη από το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. είχαν φτάσει με τα πλοία τους ως τη δυτική άκρη της Μεσογείου· οι δραστηριότητές τους στην περιοχή του Αιγαίου και πέρα από αυτή περιγράφονται στην Οδύσσεια. Επιπλέον, η εγκατάσταση των Φοινίκων στην Κύπρο, στο Κίτιο και στη Σαλαμίνα τους έφερε σε ακόμη στενότερη επαφή με τους Έλληνες

Ακόμη σαφέστερη είναι η εικόνα που μας προσφέρουν τα αρχαιολογικά ευρήματα. Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σύνολο χάλκινων έργων που φανερώνει την άμεση επίδραση της τέχνης της Ανατολής στην Ελλάδα την εποχή αυτή προέρχεται από το Ιδαίον Άντρον της Κρήτης, δηλαδή την ιερή σπηλιά του βουνού Ίδα. Εκεί, σύμφωνα με τον μύθο, είχε κρύψει τον νεογέννητο Δία η μητέρα του για να τον σώσει από τον αδηφάγο πατέρα του, τον Κρόνο. Την προστασία του νεαρού θεού την είχαν αναλάβει οι Κορύβαντες, πολεμιστές που χτυπούσαν τις ασπίδες τους για να καλύψουν το κλάμα του βρέφους. Δεν πρέπει, επομένως, να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι τα περισσότερα χάλκινα από το Ιδαίον Άντρον είναι ασπίδες. Χαρακτηριστικό για τον μύθο και τη λατρεία είναι το παλαιότερο από τα ευρήματα: ένας χάλκινος δίσκος που χρησίμευε πιθανόν ως τύμπανο σε λατρευτικές τελετές. Τα έργα αυτά πρέπει να κατασκευάστηκαν στην Κρήτη ειδικά για το ιερό. Ωστόσο, το θεματολόγιο και η τεχνοτροπία των ανάγλυφων παραστάσεών τους έρχονται κατευθείαν από την Ανατολή. Οι φτερωτοί δαίμονες, τα άγρια ζώα, οι σκηνές κυνηγιού και μάχης έχουν τα πρότυπά τους στην τέχνη της Μεσοποταμίας και της Συρίας. Αυτό σημαίνει ότι οι τεχνίτες που τα κατασκεύασαν είτε κατάγονταν από τις περιοχές αυτές είτε είχαν μάθει εκεί την τέχνη τους. Ειδικά για τον δημιουργό του χάλκινου τυμπάνου, που χρονολογείται μάλλον στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. (η ακριβής χρονολόγησή του είναι προβληματική), μπορούμε να πούμε ότι καταγόταν πιθανότατα από τη Συρία. Ταφικά ευρήματα των χρόνων αυτών πιστοποιούν πράγματι την παρουσία στην Κρήτη μεταναστών από τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Συρίας.

Στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. τα δάνεια από τον πολιτισμό και ειδικότερα από την τέχνη της Συρίας και της Μεσοποταμίας πολλαπλασιάζονται, ταυτόχρονα όμως αφομοιώνονται, καθώς οι Έλληνες τεχνίτες τα προσαρμόζουν στις δικές τους αντιλήψεις και αισθητικές αρχές. Δημιουργείται έτσι και εξαπλώνεται γρήγορα σε όλη την Ελλάδα (με αρκετές τοπικές παραλλαγές) μια τεχνοτροπία που την ονομάζουμε ανατολίζουσα. Μετά τα μέσα του αιώνα εμφανίζονται οι πρώτες σαφείς επιδράσεις από την αιγυπτιακή τέχνη. Ανάλογες εξελίξεις παρατηρούμε και σε άλλες περιοχές, ιδιαίτερα στην κεντρική Ιταλία, όπου κατοικούσαν οι Ετρούσκοι, λαός που είχε αναπτύξει στενές εμπορικές σχέσεις με την Ελλάδα και την ανατολική Μεσόγειο. Είναι φανερό ότι το εμπόριο και ο αποικισμός συνέτειναν στην ευρεία και γρήγορη διάδοση νέων καλλιτεχνικών τάσεων και ιδεών. Αλλά οι καινοτομίες δεν είναι μόνο αισθητικές. Οι καλλιτέχνες αναπτύσσουν παράλληλα νέες τεχνικές για την κατεργασία του λίθου και του χαλκού, οι οποίες τους δίνουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν έργα με μνημειακό χαρακτήρα. Τα πρότυπα είναι κατά κανόνα ανατολικά, δεν έχουμε όμως πάντοτε τη δυνατότητα να τα εντοπίσουμε, καθώς πολλά από αυτά δεν έχουν σωθεί. Ιδιαίτερα αισθητή είναι η απώλεια των πολυτελών υφασμάτων που οι Έλληνες και οι Φοίνικες έμποροι έφερναν από τις χώρες της Ανατολής.

Ενδεικτική για την επικράτηση των ανατολικών προτύπων είναι η εμφάνιση στα σημαντικότερα ιερά της Ελλάδας ενός νέου τόπου χάλκινου λέβητα, που έρχεται από τη βόρεια Συρία και αρχίζει να υποκαθιστά, ήδη από το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ., τους τρίποδες της γεωμετρικής εποχής με τα πόδια καρφωμένα στο σώμα. Οι νέοι λέβητες δεν έχουν πόδια· τοποθετούνται επάνω σε ανεξάρτητες βάσεις, τριποδικές ή κωνικές από χάλκινο έλασμα, και διακοσμούνται με προτομές ζώων ή μυθικών όντων (κυρίως γρυπών) που χυτεύονται χωριστά και διατάσσονται γύρω από το στόμιο τους. Αξίζει να επισημάνουμε ότι στα παλαιότερα συριακά παραδείγματα τέτοιων λεβήτων οι προτομές είναι σφυρήλατες και όχι χυτευτές.

Στην πλαστική τα ερεθίσματα που πήραν οι Έλληνες από την Ανατολή είναι πολύ εμφανέστερα από ό,τι στην αγγειογραφία. Η εξέλιξη αυτής της τέχνης συνδέεται αναμφίβολα με την ευημερία και τις κοινωνικές αλλαγές που έφεραν στην Ελλάδα, μέσα στον 7ο αιώνα π.Χ., το εμπόριο, ο αποικισμός και η νέα πολιτική οργάνωση σε πόλεις. Θέλοντας να προβάλουν τον πλούτο τους αλλά και να δοκιμάσουν τις τεχνικές δυνατότητές τους, οι Έλληνες δημιουργούν για πρώτη φορά γλυπτά μνημειακών διαστάσεων, έχοντας ως πρότυπα τα επιβλητικά έργα που έβλεπαν και θαύμαζαν στα ανάκτορα και τους ναούς της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου. Από την άποψη αυτή η ανάπτυξη της μεγάλης πλαστικής συμβαδίζει με εκείνη της μνημειακής αρχιτεκτονικής.

Η μνημειακότητα όμως δεν είναι μόνο θέμα μεγέθους. Η εντύπωση που προκαλεί ένα γλυπτό στον θεατή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αναλογίες του και από τη σχέση του με τον περιβάλλοντα χώρο. Τα χάλκινα αγαλμάτια και τα μικρά συμπλέγματα της όψιμης γεωμετρικής εποχής δεν είναι κατασκευασμένα με βάση αυστηρούς κανόνες αναλογιών και δεν έχουν μία κύρια όψη· μόνο όσα διακοσμούν μεγάλους χάλκινους τρίποδες υποτάσσονται αναγκαστικά στην οπτική γωνία που επιβάλλει η θέση τους. Ήδη όμως από τις αρχές του 7ου αιώνα τα γλυπτά, ανεξάρτητα από το μέγεθος και τη θέση τους, αποκτούν μια σαφώς προσδιορισμένη δομή, κάτι που προϋποθέτει τη χρήση ενός συστήματος αναλογιών. Συνέπεια του νέου τρόπου κατασκευής, ειδικά των ανθρώπινων μορφών, είναι μια έντονη σχηματοποίηση· έχει κανείς την εντύπωση ότι είναι δομημένες με βάση γεωμετρικά σχήματα. Για να κατανοήσουμε τη σημασία αυτής της αλλαγής αρκεί να συγκρίνουμε το αγαλμάτιο ενός πολεμιστή από την περιοχή της Καρδίτσας (του «Αχιλλέα»), έργο του τέλους του 8ου αιώνα π.Χ., με ένα λίγο μεγαλύτερο γυμνό χάλκινο άγαλμα από τη Βοιωτία, πιθανότατα από τη Θήβα, που χρονολογείται γύρω στο 680 π.Χ., είναι δηλαδή μόλις 20 με 30 χρόνια νεότερο. Τo κεφάλι της δεύτερης μορφής μοιάζει σαν ένα ανεστραμμένο ισοσκελές τρίγωνο πλαισιωμένο από κάθετους βοστρύχους μαλλιών (δύο από κάθε πλευρά), που πέφτουν στους ώμους, το σώμα σαν τραπέζιο και οι μηροί σαν κύλινδροι που στενεύουν προς τα κάτω, εκεί όπου διαμορφώνονται σαν μικρές σφαίρες τα γόνατα. Το χάλκινο αγαλμάτιο από τη Βοιωτία ήταν αφιερωμένο σε ένα ιερό του Απόλλωνα (πιθανόν στο ιερό του Απόλλωνα Ισμηνίου στη Θήβα), όπως δηλώνει η επιγραφή που είναι χαραγμένη στην μπροστινή επιφάνεια των μηρών: το έμμετρο κείμενο (δύο δακτυλικοί εξάμετροι στίχοι) λέει ότι το έργο το αφιέρωσε στον Απόλλωνα ο Μάντικλος από το δέκατο των κερδών του. Ο αναθέτης θέλησε να ευχαριστήσει τον τοξότη θεό κάνοντάς του ένα όμορφο δώρο και του ζητά να του ανταποδώσει τη χάρη. Η μορφή εικονίζει τον ίδιο τον θεό, αφού πρέπει να κρατούσε τόξο στο προτεταμένο αριστερό χέρι.

Με πόσο γρήγορα βήματα προχώρησε η εξέλιξη της πλαστικής κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα το βλέπουμε αν συγκρίνουμε τον Απόλλωνα του Μαντίκλου με ένα 30 ή 40 χρόνια νεότερό του χάλκινο αγαλμάτιο από τους Δελφούς, που εικονίζει, έναν όρθιο γυμνό νέο, ο οποίος (όπως και ο Απόλλων του Μαντίκλου) φοράει μόνο ένα φαρδύ περίζωμα γύρω από τη μέση του. Η διαφορά στις αναλογίες του σώματος ανάμεσα στα δύο έργα οφείλεται ασφαλώς ως έναν βαθμό στη διαφορετική εργαστηριακή παράδοση: ο Απόλλων του Μαντίκλου πρέπει να είναι έργο Βοιωτού καλλιτέχνη, ενώ ο «νέος των Δελφών» έχει αποδοθεί με πειστικά επιχειρήματα σε κρητικό εργαστήριο. Σημαντικό είναι όμως να προσέξουμε πόσο πιο οργανικά δεμένα είναι μεταξύ τους τα μέλη του σώματος του νεότερου έργου: ο λαιμός αποτελεί οργανική συνέχεια του κεφαλιού και δεν είναι ένα ξεχωριστό κυλινδρικό στοιχείο που το ενώνει με τους ώμους· η μετάβαση από τον κορμό στους γλουτούς και τα σκέλη ακολουθεί μια συνεχή μαλακή καμπύλη και δεν δηλώνεται με μιαν απλή οριζόντια τομή. Οι διαφορές αυτές δείχνουν ποια κατεύθυνση ακολούθησε η τέχνη από το πρώτο τέταρτο ως τα μέσα του 7ου αιώνα: οι καλλιτέχνες άρχισαν να εγκαταλείπουν τα καθαρά γεωμετρικά σχήματα και να χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο καμπύλες γραμμές και πλαστικούς όγκους για να αποδώσουν το ανθρώπινο σώμα. Έτσι, τα νεότερα έργα φαίνονται λιγότερο σχηματοποιημένα και πιο "φυσιοκρατικά".

Στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. εμφανίζονται και τα πρώτα λίθινα γλυπτά, κατασκευασμένα από μαλακό ασβεστόλιθο. Το παλαιότερο ίσως παράδειγμα είναι το κάτω μέρος μιας φυσικού μεγέθους καθιστής γυναικείας μορφής από τη Γόρτυνα της Κρήτης. Οι λείες, επίπεδες επιφάνειες του ενδύματος καλύπτονται από καμπυλόγραμμα διακοσμητικά μοτίβα, στα οποία διακρίνεται ακόμη έντονο κόκκινο χρώμα. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι τα αρχαία γλυπτά, σε αντίθεση με τα σύγχρονα, ήταν πάντα χρωματισμένα, συχνά με ζωηρά χρώματα. Είδαμε ότι η Κρήτη είναι ένα κομβικό σημείο του ελληνικού κόσμου που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάδοση του ανατολίζοντος ρυθμού στην τέχνη.

Το πιο γνωστό ολόγλυφο έργο της πρώιμης κρητικής πλαστικής είναι ένα μικρό σχετικά άγαλμα ντυμένης γυναίκας, που ακουμπάει το δεξί χέρι στο στήθος, σε μια στάση που ίσως δηλώνει προσευχή. Το άγαλμα, που σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, είναι γνωστό με το όνομα «κυρία της Auxerre», γιατί παλαιότερα βρισκόταν στο μουσείο της μικρής αυτής γαλλικής πόλης. Η «κυρία της Auxerre» μπορεί να χρονολογηθεί λίγο μετά τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., καθώς βρίσκεται τεχνοτροπικά στην ίδια εξελικτική φάση με το επίσης κρητικής προέλευσης χάλκινο αγαλμάτιο από τους Δελφούς. Χαρακτηριστική για την εποχή είναι η ενδυμασία: αποτελείται από έναν κυλινδρικό μάλλινο μακρύ χιτώνα ζωσμένο στη μέση με φαρδιά ζώνη, και έναν επενδύτη που καλύπτει τους ώμους και το πίσω μέρος των βραχιόνων, και στερεώνεται επάνω από τα στήθη με δύο πόρπες, τις οποίες καλύπτουν τα μαλλιά. Ο χιτώνας έχει πλούσιο εγχάρακτο διάκοσμο από γραμμικά κοσμήματα και ήταν βέβαια χρωματισμένος. Λίγο μεταγενέστερα από την «κυρία της Auxerre» είναι τα γλυπτά του ναού του Απόλλωνα στον Πρινιά.

Μπορεί η Κρήτη να διεκδικεί τα πρωτεία στη λιθογλυπτική στα χρόνια του ανατολίζοντος ρυθμού, όμως η τέχνη αυτή φαίνεται ότι εξαπλώθηκε γρήγορα, καθώς πρώιμα λίθινα γλυπτά προέρχονται και από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Στην ίδια περίοδο με την «κυρία της Auxerre», δηλαδή γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., ανήκει μια αποσπασματικά σωζόμενη ανάγλυφη πλάκα από ασβεστόλιθο που βρέθηκε στην ακρόπολη των Μυκηνών. Η παρουσία στο επάνω μέρος της πλάκας μιας φαρδιάς προστατευτικής λωρίδας δείχνει ότι ήταν τμήμα του ανάγλυφου διακόσμου ενός κτίσματος. Είναι, ωστόσο, δύσκολο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τι είδους κτίσμα ήταν αυτό και σε ποιο σημείο του ήταν τοποθετημένη η ανάγλυφη πλάκα. Από την παράσταση διατηρείται το επάνω μέρος μιας ντυμένης γυναικείας μορφής, που εικονίζεται κατενώπιον. Η ομοιότητα του κεφαλιού με κεφάλια από πλαστικούς πρωτοκορινθιακούς αρυβάλλους βεβαιώνει τη χρονολόγηση της ανάγλυφης πλάκας και οδηγεί επιπλέον στη σκέψη ότι πρέπει να είναι έργο Κορίνθιου γλύπτη.

Πηγή: Η τέχνη στην Ελλάδα κατά τους "Σκοτεινούς Αιώνες" και τη Γεωμετρική Περίοδο, των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-ΒουτυράΚέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών