Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Διονύσιος Σολωμός

Όταν το 1811 εκδίδονται τα Λυρικά του Χριστόπουλου και το 1814 η Ρωμαίικη Γλώσσα του Βηλαρά, ο Διονύσιος Σολωμός σπουδάζει, παιδί ακόμα, στο Λύκειο της Κρεμόνας. Το 1815 θα περάσει στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, και θα επιστρέψει στη Ζάκυνθο μετά τρία χρόνια, είκοσι χρονών. Είχε γεννηθεί εκεί τον Απρίλιο του 1798 μέσα στη σύντομη περίοδο της κυριαρχίας των Γάλλων δημοκρατικών. Ο πατέρας του είναι πλούσιος άρχοντας, η Βενετία τού έχει παραχωρήσει το μονοπώλιο του ταμπάκου· η μητέρα του, η Αγγελική Νίκλη, είναι γυναίκα του λαού, δουλεύτρα στο πατρικό σπίτι. Ο γέρο-ταμπακιέρης έχει αποκτήσει μαζί της δύο παιδιά· όταν γεννιέται ο Διονύσιος, έχει περάσει τα εξήντα, ενώ η Αγγελική είναι δεν είναι δεκαέξι. Το ζακυθινό αρχοντολόι είχε καλά μαθητέψει στα ελευθέρια ήθη της Βενετιάς· τα παιδιά, παρόλο που είναι «φυσικά», ανατρέφονται στο πατρικό σπίτι σαν αρχοντόπουλα —παίρνουν δηλ. μόρφωση ιταλική— και ο πατέρας θα δηλώσει στη διαθήκη του ότι «τ’ αγαπά ως λεγκίτιμα» και θα φροντίσει να τους εξασφαλίσει το μερτικό της περιουσίας του που τους αναλογεί. Στο κρεβάτι του θανάτου θα νομιμοποιήσει ακόμα το δεσμό του με την Αγγελική. Στην παιδική του ηλικία δεν έχει λοιπόν ο Σολωμός τα συναισθήματα μειονεξίας του νόθου παιδιού, ενώ η λαϊκή καταγωγή της μητέρας τον δένει συναισθηματικά με ολόκληρο τον κόσμο της λαϊκής παράδοσης και της μυθολογίας — κάτι που θ’ αφήσει μια ιδιαίτερη σφραγίδα στην προσωπικότητά του. Αποφασιστική θα είναι από την άλλη μεριά στον νεαρό Διονύσιο και η επίδραση του ιταλού δασκάλου του ιερωμένου Don Santo Rossi, εξόριστου από την πατρίδα του για τις φιλελεύθερες ιδέες του.

Δέκα χρονών, το 1808, κι αφού ένα χρόνο πριν είχε πεθάνει ο πατέρας του, ο Σολωμός συνοδευόμενος από τον Rossi, έρχεται στην Ιταλία να σπουδάσει, στο Λύκειο της Κρεμόνας πρώτα, κοντά στο δάσκαλό του, στο Πανεπιστήμιο της Παβίας ύστερα (από το 1815 ως το 1818). Η μόρφωση που παίρνει είναι γερή, καθώς και η ενημέρωσή του στην κλασική και τη σύγχρονη φιλολογία. Και είναι τα χρόνια αυτά κρίσιμα για την πολιτική κυρίως, αλλά και για τη λογοτεχνική ιστορία της Ιταλίας — τα χρόνια όπου εισάγεται θριαμβευτικά το κίνημα του ρομαντισμού. Ο Σολωμός γνωρίζεται με νέους ποιητές και γίνεται οικείος με τον πρύτανη τότε των ιταλών κλασικιστών, τον Vincenzo Monti. Μας έχει παραδοθεί και μια διχογνωμία του με αυτόν σχετικά με την ερμηνεία ενός στίχου του Δάντη. Στο οργισμένο «Δεν πρέπει να συλλογίζεται κανείς τόσο, πρέπει να αισθάνεται, να αισθάνεται» του Monti, ο εικοσάχρονος Ζακυθινός απάντησε νηφάλια: «Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό, τι ο νους εσυνέλαβε».

[…]

Δεν πέφτουμε έξω αν υποθέσουμε πως ο Σολωμός, αμέσως μετά την επιστροφή του από την Ιταλία, το 1818, άρχισε τις πρώτες του ποιητικές δοκιμές στα ελληνικά. Το πράγμα ήταν άλλωστε πολύ φυσικό· μόλις βρέθηκε στο περιβάλλον της πατρίδας του, πνεύμα ανήσυχο καθώς ήταν, θα τον κέντησε η ιδέα να διοχετεύσει τους ποιητικούς του στοχασμούς στη μητρική του γλώσσα, τη γλώσσα που είχε βυζάξει με το γάλα της μητέρας του, όπως θα του πει ο Τρικούπης. Συνεργούσε σ’ αυτό και η θεωρητική του παίδευση, προσανατολισμένη ασφαλώς προς τα διδάγματα του ρομαντισμού για τη λαϊκή δημιουργία. Μας μαρτυρείται πως μάζευε λέξεις και εκφράσεις λαϊκές και πως με αναγάλλιαση άκουγε τους στίχους ενός τυφλού λαϊκού τραγουδιστή, στίχους που κρατούσαν πολύ και από την παράδοση της κρητικής λογοτεχνίας.


Η πορεία του Σολωμού ως Έλληνα ποιητή χωρίζεται σε δύο κύριες περιόδους: στα δέκα χρόνια της μαθητείας που πέρασε στη Ζάκυνθο μετά την επιστροφή του από την Ιταλία και στην ώριμη περίοδο, απ’ όταν εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα (1828) ως το τέλος της καλλιτεχνικής του ζωής. […] Και στην αρχή και στο τέλος η ελληνική παραγωγή του βαδίζει παράλληλα με την ιταλική. Άρχισε να γράφει ιταλικά, ενώ ήταν στην Ιταλία, πράγμα που εξακολουθούσε και στη Ζάκυνθο, αν και έγραψε λίγα ποιήματα στα ιταλικά μετά το 1821. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί τα ιταλικά για τα σχεδιάσματα των ποιημάτων του και για την αλληλογραφία του με την οικογένεια και με φίλους. Ξαφνικά, ύστερα από ένα κενό ενός τετάρτου του αιώνα, ξανάρχισε να γράφει ποιήματα στα ιταλικά την τελευταία δεκαετία της ζωής του (1847-1857).


Η ζακυνθινή περίοδος της ζωής του ήταν γιομάτη από κάθε είδους δραστηριότητες. Την εποχή αυτή έγραψε ιταλικά ποιήματα, λυρικά και σατιρικά, όπως [και] τα δύο περίφημα ελληνικά πεζά του, το Διάλογο και τη Γυναίκα της Ζάκυθος. Τον πρώτο χρόνο της επιστροφής του στην πατρίδα του έγραψε στα ιταλικά τα τριάντα τρία σονέτα που αποτέλεσαν και τη μόνη συλλογή ποιημάτων που εξέδωσε ποτέ. Τυπώθηκαν το 1822 με τον τίτλο Rime improvvisate (Αυτοσχέδιες ρίμες). Την ίδια περίοδο έγραψε ένα μεγάλο αριθμό ποιημάτων στα ιταλικά, κυρίως σονέτα. […]

Πηγή: 
  • Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 138-141. 
  • Πήτερ Μάκριτζ, Διονύσιος Σολωμός, μτφ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1995, 33-34.