Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Η κοσμοθεωρία του Νίκου Καζαντζάκη μέσα από την «Ασκητική», την «Οδύσσεια» και τον «Αλέξη Ζορμπά»

Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) είναι ο πρώτος από τους νεώτερους Ελληνες λογοτέχνες που αξιοποίησαν το νεοελληνικό λόγο σε παγκόσμιες διαστάσεις και θεωρείται ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους μυθιστοριογράφους μας στο εξωτερικό. Πολυγραφότατος, έμεινε στη λογοτεχνία κυρίως για τα επτά μυθιστορήματά του και την «Οδύσσειά» του, ενώ έγραψε, ακόμη, έξι ταξιδιωτικά βιβλία, άρθρα, μελέτες, μεταφράσεις, φιλοσοφικά δοκίμια, δώδεκα τραγωδίες, ποιήματα και δράματα.

Η φιλοσοφική σκέψη του στοχαστή Καζαντζάκη, που διαπότισε το πληθωρικό συγγραφικό του έργο, ξεπερνούσε τα όρια της απλής μυθιστοριογραφίας ή της ικανοποίησης αναγκών έκφρασης, επιβίωσης ή επιβεβαίωσης. Με το λογοτεχνικό του έργο, ο Καζαντζάκης έκανε πλατύτερα γνωστή την προσωπική του κοσμοθεωρία η οποία περιείχε, ως στοιχεία, γνωστά χαρακτηριστικά του αιώνιου Ελληνα, δηλαδή του βασανισμένου, του ανήσυχου και του ανικανοποίητου ανθρώπου.

Η ταραγμένη, κοινωνικά και πολιτικά, περίοδος 1910-1926 και η διαρκώς αυξανόμενη εσωτερική αγωνία του Καζαντζάκη, κάτω από τις ισχυρές επιρροές του Μπέρξονα και του Νίτσε, αντανακλούσαν στην ψυχή του μεταφυσικές αγωνίες, ασίγαστο πάθος για γνώση και «ένα μαρτύριο που ποτέ δεν θα μπορέσει να εξιστορήσει». Ηταν η εποχή που ο Καζαντζάκης απείχε ουσιαστικώς από κάθε εκδοτική προσπάθεια, ενώ και η σύγχρονή του ελληνική λογοτεχνική γενιά φαινόταν να έχει χάσει την πίστη της, παραπαίουσα ανάμεσα στη διάλυση, τη διάθεση φυγής και το πνεύμα της παρακμής. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής και της συγγραφικής δραστηριότητος του Καζαντζάκη αφιερώθηκε στην καταγραφή της ιδιότυπης προσωπικότητός του και των ανησυχιών του, σαν είδος εσωτερικής αναζήτησης και διαμόρφωσης της προσωπικής του κοσμοθεωρίας, που κορυφώθηκε και συνοψίσθηκε στην «Ασκητική» του (1923). Η περίοδος αυτή περιλαμβάνει, κυρίως, τις αγχωμένες προσπάθειες του Καζαντζάκη να δημιουργήσει κάτι το νέο, σε φιλοσοφικό επίπεδο, να ενημερωθεί και να βρει απαντήσεις στα μεταφυσικά του ερωτήματα.

Στη δεύτερη δημιουργική του περίοδο (1927-1957), ανακάμπτει ψυχολογικά και φορτώνει τα προβλήματά του στον ανήσυχο και ανικανοποίητο Οδυσσέα του, τον οποίο εξαποστέλλει, για 11 χρόνια (1927-1938), στα πέρατα του κόσμου. Στην ελληνική λογοτεχνία, η δημιουργική γενιά του 1930 ανανεώνει ριζικώς την ποίηση, ενώ ένας κόσμος πλουσιότερος και βαθύτερος, αλλά και πιο υπεύθυνος και πιο τραγικός, έρχεται να πάρει τη θέση του παλιότερου της διάλυσης και της παρακμής. Η πεζογραφία ανανεώνεται δημιουργικά (σε ύφος και γλώσσα), στρέφεται σε ευρύτερους ορίζοντες και εκφράζεται κυρίως με το μυθιστόρημα, το οποίο, ως το πιο σύγχρονο μέσο επικοινωνίας συγγραφέα-κοινού, γνωρίζει την ανανέωση στη μεταπολεμική Ελλάδα.

Τρία από έργα του Καζαντζάκη μπορεί να θεωρηθούν ως ενδεικτικά αυτοβιογραφικά ψυχογραφήματα, όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει εμμέσως στον πρόλογο του βιβλίου του «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»: τα χνάρια τους στην ψυχή του άφησαν ο Ομηρος (ο δίσκος του ήλιου που φωτίζει με απολυτρωτική λάμψη τα πάντα), ο Μπέρξονας (που τον αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες που τον τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα του), ο Νίτσε (που τον πλούτισε με καινούριες αγωνίες και του έμαθε να μετουσιώνει τη δυστυχία, την πίκρα και την αβεβαιότητα σε περηφάνια) και ο Ζορμπάς (που του έμαθε να αγαπά τη ζωή και να μη φοβάται το θάνατο).

Οι τρεις ομολογημένοι άξονες στοχασμού του Καζαντζάκη περιέχονται, λοιπόν, κυρίως στην «Ασκητική», την «Οδύσσεια» και τον «Αλέξη Ζορμπά». Αυτό, όμως, που φαίνεται να διατρέχει το έργο του σε όλο του το εύρος, αυτό που συνεχώς εξόρκιζε και φοβόταν σ’ όλη του τη ζωή ο Καζαντζάκης, ήταν η ιδέα του θανάτου. Ο φόβος τον οποίο θέλησε να απαξιώσει με την ταφική του επιγραφή («δεν ελπίζω τίποτε, δεν φοβάμαι τίποτε, είμαι ελεύθερος») φαίνεται να τον κατατρύχει σε όλη του ζωή: στις μεταφυσικές του αγωνίες που περιγράφονται στην «Ασκητική», στις απελπισμένες αναζητήσεις του και την επαναλαμβανόμενη αναφορά στο φόβο και την ιδέα του θανάτου που διατρέχει την «Οδύσσεια», στην κραυγή ζωής που αρθρώνει στον «Αλέξη Ζορμπά», ενώ μάθαινε να μη φοβάται το θάνατο.

Στην «Ασκητική» (γράφτηκε το 1923 στη Γερμανία και τυπώθηκε το 1927), ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να διακρίνει την απελπισία του Καζαντζάκη, τόσο για τη συγγραφική του στειρότητα, όσο και για τις αναπάντητες και ψυχοφθόρες μεταφυσικές του αγωνίες. Είναι προφανής, επίσης, ο μη απόλυτος συγχρονισμός του έξω κόσμου με τον εσωτερικό κόσμο του Καζαντζάκη (ο τελευταίος φαίνεται να τρέχει κατά τι ταχύτερο προς το μηδενισμό). Η «Ασκητική» κλείνει μία ταραγμένη εποχή, ιστορικά, αλλά και προσωπικά για το συγγραφέα, λειτουργώντας ως προσωρινή διέξοδος στο πρόβλημα του απομονωτισμού του και ως καθαρτήριο και ψυχοθεραπεία. στην εξωτερίκευση της αγωνίας και του άγχους του να εμπνευσθεί μία νέα φιλοσοφική πρόταση.

Στην πραγματικότητα, η «Ασκητική» παραξένεψε σαν κείμενο που συναρτούσε κοινωνικές, θρησκευτικές και μεταφυσικές θεωρίες, δεν συγκίνησε, όμως, αφού, παρά την αντίθετη εκτίμηση και φιλοδοξία του Καζαντζάκη, ουδεμία φιλοσοφική καινοτομία εισήγαγε. Αξιολογούμε, λοιπόν, την «Ασκητική» ως ενδεικτικό κείμενο του ψυχισμού του Καζαντζάκη, καθώς ο μηδενισμός σταδιακά βραχυκύκλωνε όλη του την ύπαρξη. Δεν πρέπει, πάντως, να αποκλείσουμε το πέρασμα στο στάδιο του μηδενισμού και της απόρριψης αξιών να έγινε ηθελημένα, πριν ο στοχαστής αποδυθεί σε μία προσπάθεια προσωπικής δημιουργικής πρότασης νέων αξιών, που να δικαιολογούν το νέο κόσμο και τη ζωή.

Η «Οδύσσεια», που γράφτηκε από 1927-1938, άνοιξε τη δεύτερη δημιουργική περίοδο του Καζαντζάκη, κατά την οποία ο μυθιστορηματικός του οίστρος αφέθηκε να δημιουργήσει κάτι νέο πάνω στον μέχρι τότε μηδενισμό του. Ο φόβος του θανάτου, όμως, εξακολουθούσε να διατρέχει, ως ιδέα, και να διαποτίζει, ως φιλοσοφική άποψη, όλα τα νέα του έργα, αρχίζοντας από την «Οδύσσεια». Ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη είναι ο ανικανοποίητος άνθρωπος, η ψυχή του οποίου έλκεται από νέες αναζητήσεις, αρχίζοντας μάλιστα από το σημείο εκείνο που, για όλους τους ανθρώπους, θεωρείται ήδη άφιξη στον επιθυμητό προορισμό ή επίτευξη ενός πολυπόθητου στόχου ζωής.

Το προσωπικό στοιχείο της ανησυχίας και της διαρκούς αναζήτησης του Καζαντζάκη πέρασε ως κοσμοθεωρία στην επική «Οδύσσεια» (33.333 ιαμβικοί δεκαεπτασύλλαβοι στίχοι), ενώ ορισμένα μεταφυσικά του προβλήματα και η πικρή γεύση του μηδενισμού απέμειναν να χαρακτηρίζουν την προ της «Ασκητικής» περίοδο. Οι περιπλανήσεις του μυαλού του συγγραφέα, μέσω του δικού του Οδυσσέα, συνεχίσθηκαν, χωρίς πυξίδα, προς την απελπισία και την άβυσσο, πάνω από επικρατούσες θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις (Βούδας, Χριστός, Λένιν), ενώ δεν λείπει πάλι αναφορά σε έναν άλλον ιδιότυπο, αντιφατικό μηδενισμό, με βάση την άρνηση και την ταυτόχρονη υπεράσπιση του «Ενός». Αφετηρία της σκέψης του Καζαντζάκη αποτελεί η ανησυχία του Οδυσσέα ή του σύγχρονου προβληματισμένου ανθρώπου, που δεν αναπαύεται ούτε στιγμή στην Ιθάκη του και τη βόλεψή του. Ο άνθρωπος της φιλοσοφικής σκέψης του Καζαντζάκη αρχίζει, όταν όλα φαίνονται αρμονικά, βολεμένα, εγγυημένα. Η «Οδύσσεια» και η προσωπική περιπέτεια του ανήσυχου πνεύματος αρχίζουν όταν ο ταξιδιώτης φθάνει στον προορισμό του, στην Ιθάκη του. Τότε αναλαμβάνει δράση ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη, ο ανήσυχος άνθρωπος.

Μετά το 1940, όταν αντιλαμβάνεται ότι ο χρόνος τρέχει αμείλικτα, ο Καζαντζάκης προσγειώνεται από τις μεταφυσικές τους αναζητήσεις και επιχειρεί να έλθει σε αμεσότερη επικοινωνία με τον κόσμο, περνώντας μερικές από τις ιδέες του και τα ηθικά και μεταφυσικά προβλήματά του σε πλατύτερες μάζες, με τα μυθιστορήματά του (Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Καπετάν-Μιχάλης, ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, ο Τελευταίος Πειρασμός, ο Φτωχούλης του Θεού, Αναφορά στον Γκρέκο, οι Αδερφοφάδες).

Ο «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» είναι ύμνος για τη ζωή, ειδικότερα δε για τη ζωή που ζήλεψε, μαθαίνοντας τις χαρές της δίπλα στο Ζορμπά. Διαπιστώνοντας ότι τις μεγάλες αλήθειες μπορεί να τις μάθει χωρίς να χρειασθεί να περάσει αναγκαστικά από τις επικίνδυνες και γοητευτικές συνάμα ατραπούς του πνεύματος, ο Καζαντζάκης δείχνει πλέον σημεία μεταμέλειας («από μια σύμπτωση πήγε η ζωή μου χαμένη…. Εγώ που τόσο αγαπούσα τη ζωή, πώς είχα μπλεχτεί, χρόνια τώρα, στα χαρτιά και στα μελάνια!»), αλλά και διάθεση αλλαγής («ν’ αναλαφρώσει, νάρθει από τώρα και πέρα σε νηφάλια, θερμή επαφή με τους ανθρώπους, ίσως νάταν ακόμα καιρός»).

Μετά τις καταθλιπτικές περιόδους της επώδυνης φιλοσοφικής αναζήτησης με την μακρόχρονη ηθελημένη αποχή, τις γκρίζες περιόδους της «Ασκητικής» και της «Οδύσσειας», η ψυχή του Καζαντζάκη φαίνεται να ηρεμεί ακολουθώντας το πνεύμα ζωής που του έδειξε, σε πραγματικά επεισόδια ζωής, το 1915, το 1917 και το 1919, ο (υπαρκτός) Γιώργης Ζορμπάς. Διαρκής και ομολογημένος φόβος του Καζαντζάκη παραμένει η ιδέα του θανάτου, που προσπαθεί να ξεπεράσει με οδηγό το πνεύμα ζωής «που μου έμαθε να αγαπώ τη ζωή και να μη φοβάμαι το θάνατο» (από τον πρόλογο του «Αλέξη Ζορμπά»).

Στο βιβλίο αυτό, ο Καζαντζάκης, μόλις αποκρύπτοντας τη ζήλια του για τον άνθρωπο που πραγματικά θα ήθελε να είναι στη ζωή (και δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει, αφού «πολύ αργά συναπαντήθηκα με το «Γέροντα» τούτον και ό,τι μπορούσε ακόμα μέσα μου να σωθεί ήταν ασήμαντο»), ισορροπεί ανάμεσα στο μεγάλο φόβο και στη μεγάλη μεταμέλεια. Δύσκολα, επίσης, συγκρατεί την οργή του και τη θλίψη του, όταν διαπιστώνει «με τι θροφή τόσα χρόνια με τάϊζαν τα βιβλία κι οι δάσκαλοι για να χορτάσουν μια λιμασμένη ψυχή και τι λιονταρίσιο μυαλό για θροφή με τάϊσε ο Ζορμπάς σε λίγους μήνες».

Αξίζει, στο σημείο αυτό, να ανακεφαλαιώσω την πορεία της κοσμοθεωρίας του Καζαντζάκη, που αρχίζει με τη διάθεση ανατροπής και αλλαγής, υπό την επήρεια καθοριστικών φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής του, συνεχίζει προς την άβυσσο, αναζητώντας χωρίς ικανοποίηση στόχους πάνω από τις επικρατούσες πεποιθήσεις, και, προϊόντος του χρόνου, συμβιβάζεται με την αντίληψη του θανάτου ως καταλυτικής παραμέτρου της ύπαρξής μας και την ομολογία ότι έμαθε, έστω και αργά, πως η ιδέα του θανάτου θα μπορούσε να εξορκισθεί με μαθήματα πραγματικής ζωής και μάλιστα από έναν απλοϊκό άνθρωπο, που «(δεν διέπραξε) το θανάσιμο αμάρτημα να βιάσει του αιώνιους νόμους».

Τα έργα του Καζαντζάκη δίνουν μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση ενός ανθρώπου και ενός κόσμου που κινείται με τη δύναμη της ανησυχίας, της αέναης αναζήτησης και της πνευματικής περιέργειας. Αποδυνάμωση, όμως, της προσπάθειας αυτής επέρχεται, σχεδόν νομοτελειακά και για λόγους φυσικής ισορροπίας, καθώς η ιδέα και ο φόβος του θανάτου ενεργούν ανασταλτικά στη διαρκή προσπάθεια του ανθρώπου να αγγίξει τη γνώση και να βρει απαντήσεις σε πολλά μεταφυσικά ερωτήματα και αγωνίες του. Σαν αποτέλεσμα, το καλά κρυμμένο αιώνιο μυστικό της ζωής και του θανάτου, αφήνεται να συνεχίσει να λειτουργεί ως κίνητρο γνώσης, ελπίδας, ανταμοιβής ή τιμωρίας, με δύο λόγια, ως κίνητρο ζωής.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ