Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Καλάβρυτα ή Μάνη;

198 χρόνια μας χωρίζουν από το ιστορικό γεγονός της επανάστασης του 1821. Μια ημερομηνία ορόσημο για τον νέο ελληνισμό. Από την εποχή της βαυαροκρατίας έχει θεσπιστεί να εορτάζεται η 25η Μαρτίου ως η επίσημη ημέρα έναρξης της ελληνικής επανάστασης. Ακόμα και σήμερα δυο επαρχίες της Πελοποννήσου "ερίζουν" για την ιστορική αυτή ημέρα. Στο κείμενο που ακολουθεί θα δούμε τα δυο επαναστατικά επεισόδια που διεκδικούν τα πρωτεία της έναρξης του αγώνα.

15- 17 Μαρτίου 1821 Χελωνοσπηλιά Λυκούρια Καλαβρύτων

Ο Γιάννης Χοντρογιάννης ήταν αγωνιστής της επανάστασης του 1821 από το Μάζι Καλαβρύτων. Εργάζονταν για τον Ασημάκη Ζαΐμη ως σωματοφύλακάς του. Στις 15 Μαρτίου του 1821, εν αγνοία των αρχηγών της επανάστασης οι οποίοι είχαν ορίσει την έναρξή της για τις 25 Μαρτίου, ο Χοντρογιάννης ζήτησε την άδεια από τον Ζαΐμη για να στήσει ενέδρα στη θέση "Χελωνοσπηλιά" του χωριού Λυκούρια Καλαβρύτων στον Τούρκο φοροεισπράκτορα Σεϊδή Λαλιώτη και στον Έλληνα τραπεζίτη Ν. Ταμπακόπουλο από τη Βυτίνα που συνοδευόταν από το γραμματικό του Ν. Γιαννακόπουλο και να τους πάρει τα χρήματα που μετέφεραν στην Τρίπολη. Την επόμενη μέρα ο ίδιος μαζί με τα έξι παιδιά του και τον Πετιώτη επιτέθηκαν στην ομάδα των Τούρκων που περίμεναν αλλά δεν μπόρεσαν να βλάψουν τον Σεϊδή που κατάφερε να ξεφύγει μαζί με τον Ταμπακόπουλο. Μεταξύ αυτών που συνέλαβαν βρισκόταν μόνο ο Γιαννακόπουλος από τον οποίον πήραν κάποια χρήματα καθώς και ότι ανήκε στον Ταμπακόπουλο και τα παρέδωσαν στον Ζαΐμη. Τα χρήματα αυτά δόθηκαν αποδεδειγμένα στον αγώνα.

Αυτή η ενέργεια του Χοντρογιάννη και των παιδιών του ήταν η αφορμή που περίμεναν όλοι. Εκείνες τις ημέρες κυκλοφόρησαν διογκωμένες πληροφορίες μεταξύ των Τούρκων οι οποίοι νόμισαν ότι άρχισε η επανάσταση και άρχισαν να κλείνονται στα κάστρα της Πάτρας, του Αιγίου και των Καλαβρύτων. Την ίδια ώρα βλέποντάς τους Τούρκους, οι Έλληνες άρχισαν τις δικές του επαναστατικές ενέργειες νωρίτερα από ότι είχε προγραμματιστεί παρακινούμενοι από ένα τυχαίο γεγονός.  Μετά την επανάσταση, ο Γιαννακόπουλος έκανε αγωγή στον Χοντρογιάννη ζητώντας του αποζημίωση ως θύμα ληστείας. Το δικαστήριο τον δικαίωσε και, παρόλο που τα χρήματα είχαν δοθεί στους αρχηγούς του αγώνα και τα διαχειρίστηκαν αυτοί, κατάσχεσε όλη την περιουσία του. Μάλιστα τον καταδίκασε για ληστεία και φυλακίστηκε στο Μπούρτζι Ναυπλίου αν και την ίδια ώρα το δικαστήριο του αναγνώριζε την προσφορά του στον αγώνα. Τα παιδιά του Χοντρογιάννη μετά την καταδίκη του πατέρα τους και την απόφαση για δήμευση της περιουσίας τους βγήκαν στη παρανομία για να ζήσουν. Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις για χάρη και αμνηστία το κράτος τα συνέλαβε και εκτέλεσε και τα έξι μετά από δόλο. Τον Πετιώτη δεν τον κυνήγησαν ούτε του έκαναν αγωγή παρόλο που ήταν συμμέτοχος. 

23 Μαρτίου 1821 απελευθέρωση Καλαμάτας


Από τις αρχές Μαρτίου 1821, η δράση του Παπαφλέσσα, του Αναγνωσταρά και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη είχε προκαλέσει πολεμικό αναβρασμό στη Μάνη, παρά τους δισταγμούς του μπέη της, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Οι Τούρκοι, υποπτευόμενοι τον επερχόμενο κίνδυνο έστειλαν, από τα μέσα Μαρτίου, τις οικογένειές τους στα κάστρα της περιοχής, ενώ ο διοικητής της Καλαμάτας Σουλεϊμάν Αγάς Αρναούτογλου, κάλεσε τους προκρίτους της πόλης για να τους αναφέρει την ανησυχία του. Οι τελευταίοι κατάφεραν να τον πείσουν ότι οι 150 Τούρκοι φρουροί της πόλης δεν ήταν αρκετοί για να προστατευτεί η Καλαμάτα από επικίνδυνους ληστές που δρούσαν στην περιοχή και πως έπρεπε να λάβει ενισχύσεις από τους Μανιάτες. Τις φήμες περί ληστών είχαν διαδώσει, επίτηδες, ο Παπαφλέσσας και οι συνεργάτες του. Επίσης, προκειμένου να καθησυχάσουν τον Αρναούτογλου, μερικοί πρόκριτοι του παρέδωσαν τα παιδιά τους ως ομήρους.

Η επαναστατική κίνηση του 1821 στην Πελοπόννησο θεωρείται ότι άρχισε στη Μάνη τελετουργικά την 17η Μαρτίου, με δοξολογία και την ύψωση της πρώτης επαναστατικής σημαίας. Μόλις διαδόθηκε η είδηση, άρχισαν να συρρέουν στη νότια Πελοπόννησο αγωνιστές από διάφορες περιοχές. Επίσης στα μέσα Μαρτίου, κατέφθασε στο λιμάνι του Αρμυρού ένα πλοίο γεμάτο πολεμοφόδια, το οποίο είχαν στείλει στους επαναστάτες οι Φιλικοί της Σμύρνης. Τότε ο Παπαφλέσσας κατάφερε με τέχνασμα να πείσει τον Πετρόμπεη να δώσει άδεια εκτελωνισμού του φορτίου του πλοίου. Έτσι, σε περίπτωση που αποκαλυπτόταν ότι το περιεχόμενό του ήταν πολεμοφόδια, ο Πετρόμπεης θα εκτιθόταν ανεπανόρθωτα στους Τούρκους και δεν θα είχε πια άλλη επιλογή από το να προσχωρήσει στην επανάσταση. Μετά έδωσε εντολή στον Νικηταρά και τον Αναγνωσταρά να μεταφέρουν το φορτίο του πλοίου σε ασφαλές μέρος. Όταν ο Αρναούτογλου έμαθε πως το φορτίο του πλοίου μετέφεραν ένοπλοι χωρικοί, ζήτησε να μάθει τι περιείχε και πήρε από τους προκρίτους την απάντηση πως μετέφερε λάδι και πως οι χωρικοί ήταν ένοπλοι γιατί φοβούνταν τους ληστές.

Στη συνέχεια, ο Αρναούτογλου ζήτησε τις ενισχύσεις που ήθελε από τον Πετρόμπεη. Έτσι στις 20 Μαρτίου έφτασαν στην πόλη της Καλαμάτας 150 Μανιάτες με αρχηγό τον Ηλία Μαυρομιχάλη, γιο του Πετρόμπεη. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης κατόρθωσε να πείσει τον Αρναούτογλου ότι χρειάζονταν κι άλλες ενισχύσεις γιατί επρόκειτο να επιτεθούν κλέφτες στην Καλαμάτα, με σκοπό να τη λεηλατήσουν. Εν τω μεταξύ, οι Έλληνες καπετάνιοι είχαν πείσει τον Πετρόμπεη να γίνει αρχηγός του αγώνα τους και περίμεναν συγκεντρωμένοι στις Κιτριές, έξω από την Καλαμάτα. Πιστεύεται ότι είχε προηγηθεί στις 17 Μαρτίου, δοξολογία για την επανάσταση, στην Αρεόπολη, στον Ναό των Ταξιαρχών. Έτσι το κάλεσμα του Αρναούτογλου για ενισχύσεις ήταν η ευκαιρία που περίμεναν οι επαναστάτες για να καταλάβουν την πόλη.

Από το απόγευμα της 22ας Μαρτίου έως τα χαράματα της επόμενης ημέρας, πήραν θέσεις στα υψώματα γύρω από την Καλαμάτα, 2.000 ένοπλοι της "Δυτικής Σπάρτης". Αυτοί είχαν αρχηγούς τον Κολοκοτρώνη, τους Μούρτζινους, τους Κουμουντουράκηδες, τους Κυβέλλους, τους Χρηστέηδες και τον Παναγιώτη Βενετσανάκο. Από την άλλη πλευρά της πόλης κινήθηκαν ένοπλοι υπό τον Παπαφλέσσα, τον Νικηταρά, τον Κεφάλα και τον Αναγνωσταρά, συμπληρώνοντας τον αποκλεισμό της πόλης. Τότε μόνο ο διοικητής Αρναούτογλου κατάλαβε την παγίδα αλλά, αποκλεισμένος καθώς ήταν, δεν μπορούσε πια να διαφύγει προς την Τριπολιτσά (σημ. Τρίπολη). Αποφάσισε τότε να συγκεντρωθούν οι Τούρκοι στα σπίτια της πόλης που προσφέρονταν για άμυνα. Ωστόσο, με την είσοδο των επαναστατών στην Καλαμάτα, στις 23 Μαρτίου, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης συμβούλευσε τον Αρναούτογλου να εγκαταλείψει τις σκέψεις για αντίσταση, αφού αυτή θα ήταν μάταιη, και να παραδοθεί. Έτσι την ίδια ημέρα ο Τούρκος διοικητής παρέδωσε με έγγραφη συμφωνία την πόλη και τον οπλισμό της φρουράς της.

Το μεσημέρι, 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλόγησαν, μετά από συγκινητική δοξολογία, τις ελληνικές σημαίες και όρκισαν τους επαναστάτες. Η τελετή αυτή έλαβε χώρα στις όχθες του Νέδωνα, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, ενώ ακούγονταν οι καμπάνες και οι θριαμβευτικές κραυγές των Ελλήνων. Για τη δοξολογία, είχαν συρρεύσσει χιλιάδες κόσμου κάθε ηλικίας – οπλισμένων, αμάχων, γυναικών και παιδιών. Περί το μεσημέρι ήλθαν και οι πολεμικοί αρχηγοί με τις σημαίες τους. Εκεί, κοντά στον βυζαντινό ναό των Αγίων Αποστόλων (κατά την επικρατούσα άποψη), συγκεντρώθηκαν 24 ιερείς και ιερομόναχοι (ο μητροπολίτης Χρύσανθος Παγώνης ήταν αιχμάλωτος στην Τριπολιτσά) φέροντες τα ιερατικά άμφια και τις άγιες εικόνες, ευλόγησαν τις επαναστατικές σημαίας και ανέπεμψαν δεήσεις υπέρ του αγώνα. Ο Πετρόμπεης, έδωσε όρκο ότι θα αγωνισθεί μέχρις εσχάτων για την ελευθερία της πατρίδας. Ορκίστηκαν και όλοι οι πολεμιστές, σηκώνοντας το χέρι.


Στη συνέχεια, έγινε σύσκεψη των οπλαρχηγών κατά την οποία συστάθηκε επαναστατική επιτροπή με το όνομα "Μεσσηνιακή Γερουσία" η οποία θα συντόνιζε τον αγώνα. Ηγέτης της, τιμητικά, διορίστηκε ο Πετρόμπεης στον οποίο δόθηκε ο τίτλος "αρχιστράτηγος των Σπαρτιατικών δυνάμεων". Στην ίδια σύσκεψη συζητήθηκαν επίσης οι επόμενες επαναστατικές ενέργειες. Ο Κολοκοτρώνης πρότεινε να προχωρήσουν όλοι μαζί προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου, με σκοπό να προλάβουν την περαιτέρω ενίσχυση της Τριπολιτσάς, η οποία έπρεπε να είναι ο βασικός στόχος των επαναστατών. Αντίθετα, οι Μεσσήνιοι και ο Πετρόμπεης ήθελαν να πολιορκηθούν τα μεσσηνιακά κάστρα των επαρχιών Μεθώνης και Κορώνης, τα οποία αποτελούσαν κίνδυνο για τους Έλληνες των περιοχών αυτών. Τελικά αποφασίστηκε ο Πετρόμπεης με τους πιο ηλικιωμένους προκρίτους να μείνουν στην Καλαμάτα για να συντονίζουν τις επιχειρήσεις και τον ανεφοδιασμό των αγωνιστών, ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας, ο Αναγνωσταράς και ο Κεφάλας να κινηθούν προς το το εσωτερικό της Πελοποννήσου και οι υπόλοιποι επαναστάτες να πολιορκήσουν τα μεσσηνιακά κάστρα.

Η δεκαμελής επιτροπή, η οποία σε κάποια έγγραφα ονομάζεται «Μεσσηνιακή Γερουσία» και σε άλλα «Σύγκλητος η εν Καλαμάτα», θεωρείται η πρώτη πολιτική εξουσία της ελεύθερης Ελλάδας. Δεν είναι απολύτως γνωστά τα πρόσωπα που μετείχαν σ’ αυτή την επιτροπή. Τις προκηρύξεις της υπογράφει μόνον ο Πετρόμπεης. Με ημερομηνία 23 Μαρτίου ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και η Μεσσηνιακή Γερουσία ανακοίνωσαν διεθνώς, με το έγγραφο «Προειδοποίησις εις τας ευρωπαϊκάς αυλάς», την κήρυξη της Επανάστασης. Η επαναστατική αυτή προκήρυξη, αφού εξέθετε στην Ευρώπη τα δίκαια αίτια τα οποία παρακίνησαν το έθνος των Ελλήνων να αρπάξει τα όπλα και να απελευθερωθεί από τον τυραννικό ζυγό, ζητούσε τη βοήθειά της.


Τη δοξολογία στην Καλαμάτα αναφέρουν σε απομνημονεύματά τους αγωνιστές του 1821 όπως ο Κολοκοτρώνης , ο Παναγιώτης Παπατσώνης, ο Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος), ο Σπηλιάδης κ.ά. Περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρει ο Φιλήμων. Ο Τζόρτζ Φίνλεϋ την τοποθετεί στις 5 Απριλίου / 24 Μαρτίου και την αναφέρει ως το πρώτο «Te Deum» για την επιτυχία της Επανάστασης. Περιγράφει τη συγκίνηση λέγοντας ότι "Πατριωτικά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα των άγριων πολεμιστών, και άγριοι οπλοφόροι έκλαιγαν σαν παιδιά. Όλοι οι παρόντες αισθάνονταν ότι το γεγονός άνοιγε μια νέα εποχή για την Ελληνική ιστορία, και όταν η σύγχρονη Ελλάδα παράγει ιστορικούς, καλλιτέχνες και ποιητές, αυτή η σκηνή αναμφίβολα θα βρει τη θέση της στο Πάνθεο της Δόξας".

Οι γραπτές μαρτυρίες της εποχής δεν αναφέρουν σε ποιόν ναό έγινε η δοξολογία του 1821. Σε δευτερογενείς πηγές επικράτησε η άποψη ότι έγινε στον Ναό των Αγίων Αποστόλων, λανθασμένα επειδή στην εποχή τους ήταν ο μόνος σωζόμενος ναός στην περιοχή αλλά και με βάση κάποιο πρόχειρο σημείωμα το οποίο θεωρείται πλαστό, κατά την άποψη του ιστοριοδίφη Ν. Ζέρβη. Κατ’ αυτόν η δοξολογία έγινε στον Ναό του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου (σήμερα «Αγιάννη»), όπως αναφέρεται σε ομιλία του 1865 από τον τότε δάσκαλο Αδαμάντιο Ιωαννίδη. Ο εν λόγω ναός ήταν αρχικά βυζαντινός, καταστράφηκε στα Ορλωφικά το 1770, ανοικοδομήθηκε πριν από την Επανάσταση του ’21, καταστράφηκε από τον Ιμπραήμ το 1825 και ανοικοδομήθηκε εκ νέου το 1865.