Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Το ελεύθερο πνεύμα του Γ. Θεοτοκά

Ο ρόλος που ο Γιώργος Θεοτοκάς (1906-1966) θα αναλάμβανε ανάμεσα στους συνομηλίκους του προαναγγέλλεται το 1929, με τη δημοσίευση ενός φυλλαδίου που είχε γράψει στο Παρίσι, με τίτλο Ελεύθερο πνεύμα. Το αγέρωχο ύφος, η αυτοπεποίθηση, η βεβαιότητα με την οποία διατυπώνει τους στίχους του συνέτειναν ώστε το δοκίμιο αυτό να φαντάζει αργότερα σαν ένα μανιφέστο. Ο νεαρός που πέρασε δύο χρόνια στη Γαλλία μετά τις σπουδές νομικών στην Αθήνα, επισκοπεί την τρέχουσα κατάσταση και την αποτιμά. Απορρίπτει τον δογματισμό του Βάρναλη και του Φώτου Πολίτη («μαρξιστές και εθνικιστές μικραίνουν τα ζητήματα»), καταδικάζει την ηθογραφία, τη φτηνή ψυχολογία, δυσπιστεί απέναντι στον Καβάφη («Ο κύριος Καβάφης είναι ένα τέλος κ’ η πρωτοπορία είναι αρχή»), καταδικάζει την εύκολη τέχνη και όχι μόνο· υποστηρίζει ότι επείγει να είσαι αληθινά νέος, ρωμαλέος, τολμηρός, ν’ αγαπάς την ταχύτητα (με αυτοκίνητο, με αεροπλάνο)· και πάνω απ’ όλα να είσαι διαθέσιμος: το πνεύμα πρέπει να είναι ελεύθερο κάθε στιγμή, αδέσμευτο, αντιδογματικό, αποφασισμένο οποτεδήποτε να προβεί στις σωστές επιλογές.(1)



[…] Πραγματικά, χρονολογημένο τον Ιούλιο του 1929, λίγα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή, το Ελεύθερο Πνεύμα έχει κάθε λόγο να εκλαμβάνεται ως μαχητική διακήρυξη που έχει στόχο α) να καταγγείλει την πνευματική και ιδεολογική καχεξία της δεκαετίας του 1920 και β) να υποδείξει την ανάγκη μιας αφύπνισης ή ανόρθωσης ως πρώτιστο έργο της νέας ελληνικής γενιάς. Μανιφέστο, λοιπόν, και αγωνιστικό προσκλητήριο, που αναφέρεται σε δύο κατηγορίες προσώπων: αφενός στους ενόχους της παρακμής και αφετέρου στους εγγυητές της προόδου.

Αλλά αναρωτιέμαι: γιατί άραγε, ενώ καταγγέλλεται λ.χ. ο Καβάφης ως «επίδραση αρνητική», αποσιωπάται εντελώς ο Καρυωτάκης και ο αρχόμενος τότε «καρυωτακισμός»; Τυχαία παράλειψη; Δεν το πιστεύω. Απεναντίας φρονώ ότι, άτομο καλής αγωγής, ο Θεοτοκάς αποφεύγει συνειδητά να αναφέρει τον αυτόχειρα ποιητή, έναν χρόνο μετά το θάνατό του. Πράγμα που δεν σημαίνει διόλου ότι αγνοεί ή παραβλέπει την αρνητική του επίδραση. Γι’ αυτό νομίζω ότι, έστω και αόρατο, το φάντασμα του Καρυωτάκη πλανιέται επίμονα πάνω από τις σελίδες του Ελεύθερου πνεύματος (οι αναγνώστες του 1929 το αντιλαμβάνονταν ίσως καλύτερα), υποβάλλοντας κατά κάποιον τρόπο την παρουσία του με τη σιωπή του.

Δεύτερη περίπτωση. […] Αν το Ελεύθερο Πνεύμα αναφέρεται επαινετικά σε ορισμένους παλαιότερους πεζογράφους (τους «κριτικούς συγγραφείς» Ροΐδη και Ψυχάρη, τον Κ. Θεοτόκη ή τον Ίωνα Δραγούμη), παραλείπει εντελώς τους κατεξοχήν διηγηματογράφους: ούτε ο Βιζυηνός ούτε ο Παπαδιαμάντης ούτε ο Καρκαβίτσας έχουν θέση στις σελίδες του. Άλλωστε και ο απορριπτικός υπαινιγμός στα «ήθη της ταβέρνας και του πορνείου» υπονοεί διηγηματογράφους: τον Δημοσθένη Βουτυρά και τον Πέτρο Πικρό. Έτσι θεωρώ ότι, χαρακτηρίζοντας την ελληνική πεζογραφία στο σύνολό της ως «μυωπική» και αναιμική ηθογραφία, ο Θεοτοκάς εκφράζει πριν από όλα την αντίθεσή του προς το ελληνικό διήγημα. Αλλού στρέφονται οι συμπάθειες (και οι προσδοκίες του). Λίγα χρόνια αργότερα, με το άρθρο του «Η νέα λογοτεχνία» (περιοδικό Ιδέα, 1934), θα είναι σαφέστερος: το μυθιστόρημα, το «κατ’ εξοχήν λογοτεχνικό είδος του αιώνα μας», και το δοκίμιο, επίσης «είδος που μπορεί να χωρέσει τα πάντα», κατέχουν την πρώτη θέση στις προτιμήσεις του, ενώ, καθώς προβλέπει, το διήγημα «θα χάσει τα πρωτεία», θα γίνει «ένας πλανήτης του μυθιστορήματος και θα γυρίζει γύρω απ’ αυτό το κεντρικό πεζογραφικό είδος».

Επιστρέφοντας ωστόσο στο Ελεύθερο Πνεύμα σημειώνω ακόμη ένα ενδεχόμενο «κενό»: ο Θεοτοκάς δεν επικαλείται διόλου ως «σύμμαχό» του, όπως θα περίμενε κανείς, το πρόσωπο, το ποιητικό έργο ή την επίκαιρη δελφική προσπάθεια του Σικελιανού. Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ; […] Ρεαλιστής και λογοκρατούμενος, χωρίς ιδεοληψίες, εξάρσεις και μεγάλες ή εντυπωσιακές χειρονομίες, [ο Θεοτοκάς] εμπνέεται λιγότερο από την αρχαιότητα και περισσότερο από τις πολιτισμικές και πολιτικοκοινωνικές συνθήκες του παρόντος. […] (2).



[…] Ως συγκροτημένος πνευματικός άνθρωπος ο Θεοτοκάς προσδιοριζόταν, σε εξαιρετικό βαθμό, από δυο γενικά πλέγματα ιδεών τα οποία αφορούσαν την παράδοση και το παρόν. Στην περίπτωσή του παράδοση σήμαινε Ελληνισμός (ιδεώδη της κλασικής Αρχαίας Ελλάδας), Χριστιανισμός (Ορθοδοξία, βυζαντινή κληρονομιά) και λαϊκές μορφές πολιτισμού (δημοτικά τραγούδια, λαϊκές παραδόσεις, Μακρυγιάννης). Ενώ το παρόν είχε κατεξοχήν την έννοια της ευρωπαϊκής εξέλιξης από την περίοδο του Διαφωτισμού κι εδώθε. Μια εξέλιξη στην οποία προείχαν το ορθολογιστικό πνεύμα του Διαφωτισμού, οι ιδέες του Διαφωτισμού, οι ιδέες της γαλλικής επανάστασης και οι πνευματικές κατακτήσεις της Ευρώπης κατά τον 19ο αιώνα. Μια τέτοια εκδοχή της παράδοσης και του παρόντος, σε γόνιμο διάλογο μεταξύ τους, θα έπρεπε να είναι κατά το Θεοτοκά το απαραίτητο βάθρο για τον εκσυγχρονισμό της ελλαδικής κοινωνίας. […] Σχετικά εξάλλου με τις πνευματικές και ειδικότερα τις λογοτεχνικές αναζητήσεις της Ευρώπης ήταν ουσιαστικά προσηλωμένος στο 19ο αιώνα. Τις αντίστοιχες κατακτήσεις της πρώτης 30-ετίας του εικοστού αιώνα φαίνεται πως δεν τις αφομοίωσε, μολονότι είχε πάρει από νωρίς ευρωπαϊκή παιδεία και ταξίδεψε νέος στο Παρίσι και στο Λονδίνο. […]

Από τα είδη του λόγου που καλλιέργησε ευνοήθηκε ιδιαίτερα, λόγω ιδιοσυγκρασίας, η δοκιμιογραφία του. Εκεί ο συγγραφέας κατάφερε να διαμορφώσει ένα ευλύγιστο, εναργές και απλό γράψιμο, με όργανο μια εκπληκτικά στρωτή δημοτική, που είναι, καθώς πιστεύω, από τα κορυφαία επιτεύγματα της νεοελληνικής δοκιμιογραφίας. Μολαταύτα φαίνεται πως ο Θεοτοκάς έβλεπε τον εαυτό του πάνω απ’ όλα πεζογράφο με σαφή προτίμηση στο μυθιστόρημα. […] Πρόκειται για το αστικό μυθιστόρημα εποχής, που βασίζεται στη θεματική διάρθρωση του υλικού, στη δημιουργία χαρακτήρων και στην αιτιατή πλοκή. Από την άποψη αυτή η πεζογραφία του Θεοτοκά προϋποθέτει το έργο του Σταντάλ, του Μπαλζάκ, του Φλομπέρ, του Τολστόι κλπ. Δεν προϋποθέτει όμως τις κατακτήσεις του είδους κατά τα πρώτα 30 χρόνια του 20ού αιώνα. Δεν προϋποθέτει λ.χ. τον Προυστ, τον Τζόις, τη Γουλφ, τον Κάφκα, τον Μούζιλ. […] (3).

Πηγές:
  1. Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 404-405.
  2. Παν. Μουλλάς, «Οι σιωπές του Ελεύθερου Πνεύματος», περ. Νέα Εστία, 158 (2005) 974-975.
  3. Γιώργος Αράγης, «Γιώργος Θεοτοκάς. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. Δ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, 11-12.