Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

Επτανησιακή Σχολή- Λογοτεχνία

Το κριτικό κύρος του όρου «Επτανησιακή Σχολή» οφείλεται αναμφισβήτητα στον Κωστή Παλαμά. […] Συγκεκριμένα, όπως έδειξε η Αποστολίδου, ο Παλαμάς, σε σειρά κειμένων του που χρονολογούνται ήδη από το 1883, «είναι ο πρώτος ο οποίος αντιμετώπισε τους επτανήσιους ποιητές ως ένα σύνολο με εσωτερική ενότητα, καθορισμένες σχέσεις μεταξύ τους και ορισμένο ρόλο στην εξέλιξη της νεοελληνικής ποίησης. Μ’ άλλα λόγια είναι ο πρώτος που εισάγει στη γραμματολογική συνείδηση την έννοια της “επτανησιακής σχολής” όχι μόνον ως όρο, αλλά επεξεργασμένη και με διατυπωμένα σαφώς τα χαρακτηριστικά της, τη σχέση της με τον Σολωμό και τον ρόλο της» [Βενετία Αποστολίδου, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1992, σ. 201]. Τα ένα συν έξι μέλη της Σχολής: Σολωμός, Βαλαωρίτης, Λασκαράτος, Μαρκοράς, Πολυλάς, Τερτσέτης και Τυπάλδος (μη συμπεριλαμβανομένου του Κάλβου). Τα χαρακτηριστικά της: κοινό ελληνικό εθνικό φρόνημα· κοινό αίσθημα της δημοτικής ποιητικής γλώσσας· κοινό αίσθημα του ποικίλου ρυθμού· κοινό αίσθημα της ποιητικής τέχνης ως αυτόνομης δημιουργίας, ανεξάρτητης από άλλα είδη του λόγου· κοινό αίσθημα της ποιητικής ουσίας που ανάγει το ατομικό στο καθολικό και το αιώνιο. Η σχέση του Σολωμού με τα υπόλοιπα μέλη: ο πρώτος είναι ο γενάρχης και αρχηγός, οι υπόλοιποι οι άμεσοι κληρονόμοι του, που δεν έχουν ωστόσο μαζί του σχέση δουλικής μίμησης, αλλά πνευματικής συγγένειας. Ο ιστορικός ρόλος της Σχολής: σε πλήρη αξιολογική αντιδιαστολή με την καταδικαστέα «παλαιά αθηναϊκή σχολή» των ρομαντικών. Το τελευταίο χαρακτηριστικό, συνδυασμένο με την πρόθεση του Παλαμά να χαράξει έναν κανόνα αξιών της ποιητικής παράδοσης ο οποίος να ευνοεί τους στόχους των ποιητών της γενιάς του, αιτιολογούν την απόφανσή του ότι «η Σχολή αύτη [η Επτανησιακή] είναι κάτι περισσότερον Σχολής· είναι αυτή η νεωτέρα ελληνική ποίησις υπό την αγνοτέραν και την φωτεινοτέραν της όψιν» […]. Αξίζει να σημειωθεί ότι η χρήση του όρου «Σχολή» από τον Παλαμά διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι, στο χώρο της αθηναϊκής κυρίως λογοτεχνικής κριτικής της περιόδου 1830-1880, ο όρος «Σχολή» απαντά συχνότατα, είτε με την έννοια της λογοτεχνικής γενιάς είτε με την έννοια της νέας, διαφορετικής από το παρελθόν, τεχνοτροπίας.(1)

[…] Αν θέλουμε […] να ρίξουμε ένα βλέμμα στα γνωρίσματα της Επτανησιακής Σχολής, θα σταθούμε, πριν απ’ όλα, στη γενικευμένη χρήση της λαϊκής γλώσσας. Η γενίκευση νοείται σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο ως πρακτική εφαρμογή στην ποίηση και στον πεζό λόγο, αλλά και ως θεωρητική συνηγορία. Πραγματικά, από τον «Διάλογο» του Σολωμού ως τη Φιλολογική μας γλώσσα (1892) του Πολυλά, η επτανησιακή πίστη στον δημοτικισμό παραμένει ακλόνητη και μαχητική. […]

Σ’ ένα άλλο επίπεδο, η Επτανησιακή Σχολή θα μας οδηγούσε στην πιστοποίηση ενός ορισμένου λυρισμού, διαμορφωμένου από τα λαϊκά και λόγια στοιχεία που […] παρουσιάζονται συγχωνευμένα στην πρώτη κιόλας σολωμική περίοδο: κρητική παράδοση, δημοτικό τραγούδι, ρομαντισμός, φιλελευθερισμός, ιδανισμός. Η επτανησιακή ποιητική θεματογραφία είναι χαρακτηριστική: όταν δεν κυριαρχείται από την πατριωτική έξαρση, δίνει το προβάδισμα σε περιστατικά της ιδιωτικής ζωής, σε θρηνολογήματα συγγενών και φίλων ή σε αισθηματικά μελωδήματα που φιλοδοξούν να γίνουν τραγούδια. Η απλότητα της γλώσσας συμβαδίζει με την απλότητα του θέματος, του αισθήματος και της γραφής […].

Αλλά η λυρική έκφραση δεν αποτελεί βέβαια τη μόνη εκδήλωση της Επτανησιακής Σχολής. Η αφηγηματική στιχουργία, στενότερα δεμένη με την ιστορική πραγματικότητα, παρουσιάζεται και αυτή πληθωρική. Ο Τερτσέτης την καλλιεργεί επίμονα. Ο Γεράσιμος Μαρκοράς (1826-1911) επιβάλλει την παρουσία του με τον Όρκο (1875). Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) είναι το σημαντικότερο παράδειγμα επικού δημιουργού. Πρόκειται, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, για ποιητές που διατηρούν αρκετούς δεσμούς με την Αθήνα και που συντελούν σημαντικά στη σύνθεση την οποία θα επιχειρήσει η γενιά του 1880.

[…] Ένα άλλο επτανησιακό γνώρισμα είναι η ευθυμογραφική και σατιρική διάθεση. Ευθυμογραφική, στο μέτρο όπου περιορίζεται σε αθώα πειράγματα (παράδειγμα οι περιπαικτικοί στίχοι του Σολωμού ή του Μάτεση για τον γιατρό Δ. Ροΐδη)· σατιρική, στο ποσοστό όπου χαρακτηρίζεται από δυνατή επιθετικότητα και μεταβάλλεται σε βίαιο πολιτικό ή κοινωνικό έλεγχο. Τυπικός εκπρόσωπος της επτανησιακής σάτιρας, ο Ανδρέας Λασκαράτος (1811-1901) […]. (2)

Πηγές:
  1. Ευριπίδης Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός. Όψεις μιας σύνθετης σχέσης (1820-1950), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2001, 34-37.
  2. Παν. Μουλλάς, «Λογοτεχνία 1830-1880». Ρήξεις και συνέχειες. Μελέτες για τον 19ο αιώνα, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1993, 40-44.