Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Η Μεταφυσική του Αριστοτέλη



 Τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στη μεταφυσική του Αριστοτέλη.

Η μεταφυσική του Αριστοτέλη είναι η οντολογία δηλαδή η θεωρία περί του «είναι» ως της μοναδικής δυνατής μορφής υπαρκτού. Ο λόγος περί του όντος. Η έρευνα που επιδιώκει τη θεωρητική περιγραφή του όντος ως όν, δηλαδή τον ορισμό του όντος. 


 

Ποιο βασικό πρόβλημα προκύπτει από την ίδια την έννοια της μεταφυσικής του Αριστοτέλη.

Το πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι για να ορίσουμε κάτι ή επιχειρούμε να προσδιορίσουμε τη σχέση του με άλλα πράγματα ή επιχειρούμε να προσδιορίσουμε την εσώτερη φύση και σύστασή του. Με τί όμως να συσχετίσουμε το όν εφόσον δεν υπάρχει τίποτα πέρα από αυτό, επιπλέον ο προσδιορισμός της φύσης/σύστασής του δεν είναι τίποτε άλλο από την περιγραφή των κάθε λογής πραγμάτων που υπάρχουν, άρα δεν είναι δυνατόν να ερευνηθεί το όν εν γένει παρά μόνο κατά περίσταση.

Όμως κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη υπάρχει (ως λύση) μια θεμελιώδης έρευνα του όντος ως όν (γενικά), σε αντίθεση με τα πολλά όντα. Αυτή η λύση του προβλήματος έγκειται στη συνάφεια που παρουσιάζει η θεωρητική περιγραφή του όντος με την αντίστοιχη περιγραφή της έλλογης γνώσης. Δηλαδή η θεωρία (περιγραφή) του όντος πρέπει να αποτελεί και περιγραφή του τι είναι αυτό που καθιστά οποιοδήποτε όν αντικείμενο έλλογης σκέψης και γνώση. Κατά τον Πλάτωνα (στο Σοφιστή) δεν θα υπήρχε έλλογη ομιλία και γνώση χωρίς ορισμένα στοιχεία του όντος και χωρίς τη συμπλοκή μεταξύ τους (το όν, το μη όν, το αμετάβλητο όν, η μεταβολή, η ταυτότητα και η ετερότητα).
 

Κατά τον Αριστοτέλη, πως σχετίζεται η μεταφυσική με την έλλογη ομιλία και σκέψη.

Κατά τον Αριστοτέλη η αφετηρία της μεταφυσικής είναι η έλλογη ομιλία και ιδιαίτερα η επιστημονική σκέψη, που επιδιώκει να καταλήξει σε ορισμούς και η οποία ενδιαφέρεται για εξηγήσεις. Οι ορισμοί (τα κατηγορούμενα) είναι που μας αποκαλύπτουν αυτό του οποίου κατηγορούνται (δηλαδή αυτό για το οποίο μας πληροφορούν για τα χαρακτηριστικά του ή τις ιδιότητές του) και οι ορισμοί είναι για τον Αριστοτέλη στενά συνδεδεμένοι με τις εξηγήσεις. Αριστοτέλης και Πλάτωνας συμμερίζονται αυτή την πίστη δηλ. ότι η μεταφυσική θεμελιώνεται στη σκέψη και στη γνώση (εξηγήσεων και ορισμών). Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ορισμό επιδέχονται οι πρώτες ουσίες, τα καθ’ έκαστον (δηλ. τα επιμέρους/τα ατομικά, τα έσχατα υποκείμενα της κατηγόρησης), ενώ για τον Πλάτωνα αντικείμενο του ορισμού είναι πρωτίστως αυτό το οποίο κατηγορείται και όχι αυτό του οποίου αυτό κατηγορείται.


 Τι σημαίνουν στον Αριστοτέλη οι έννοιες υποκείμενον, κατηγορούμενον.

Υποκείμενο : αυτό για το οποίο λέμε κάτι, ή στο οποίο αποδίδουμε κάτι π.χ. Ο Σωκράτης είναι φαλακρός. Κατηγορούμενο : αυτό που λέμε για το υποκείμενο (χαρακτηριστικό ή ιδιότητα) ή που αποδίδουμε στο υποκείμενο π.χ. Ο Σωκράτης είναι φαλακρός. Ο προτασιακός αυτός συνδυασμός (υποκείμενο-κατηγορούμενο) είναι η κατάφασις, την οποία ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει ως φορέα αλήθειας ή ψεύδους. Επιπλέον ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι και στα δύο αυτά γλωσσικά στοιχεία αντιστοιχούν στοιχεία της πραγματικότητας. Δηλαδή η πραγματικότητα περιλαμβάνει όχι μόνο τις πρώτες ουσίες (τα καθ’ έκαστον, τα ατομικά, τα επιμέρους) π.χ. Ο Σωκράτης, αλλά και τις ιδιότητες των καθ’ έκαστον, τα καθόλου, τα γενικά, (δηλ. όντα τέτοια ώστε μία και η αυτή ιδιότητα να μπορεί να ανήκει σε διαφορετικά καθ’ έκαστον) π.χ. φαλακρός.



Προτείνω για καλύτερη κατανόηση να διαβαστεί από Vegetti σελ.218 και το παρακάτω :

Η Λογική αποτελεί προσωπική ανακάλυψη του Αριστοτέλη. Δεν είναι επιστήμη, αφού δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο μελέτης, αλλά καθορίζει ένα σύνολο κανόνων, καθολικής ισχύος, με το οποίο σκεφτόμαστε, συνεννοούμαστε και επιχειρηματολογούμε, όταν εξετάζουμε οποιοδήποτε γνωστικό πεδίο. Πρωτίστως η Λογική αποτελεί συστηματοποίηση της σωστής χρήσης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Για τον Αριστοτέλη υπάρχει στενή σχέση γλώσσας και πραγματικότητας: η σωστή χρήση της γλώσσας αντανακλά τη σωστή λειτουργία της σκέψης, και η σωστή λειτουργία της σκέψης αποκαλύπτει στοιχεία για την αντικειμενική δομή του κόσμου.

Η αριστοτελική λογική ξεκινά από την ανάλυση των απλών προτάσεων της γλώσσας. Μια απλή πρόταση της μορφής «ο Σωκράτης είναι φιλόσοφος», δηλαδή μια πρόταση που συνδέει ένα υποκείμενο με ένα κατηγορούμενο δίνοντάς μας μια πληροφορία, είναι το ελάχιστο στοιχείο της γλώσσας που παρουσιάζει λογικό και φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Τι μπορεί όμως να βγάλει κανείς από την ανάλυση τέτοιων στοιχειωδών προτάσεων; Ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι μπορεί να βγάλει πολλά. Πρώτα απ᾽ όλα μπορεί να παρατηρήσει ότι λέξεις όπως «Σωκράτης», «Γιάννης» ή «Αθήνα» μπορούν να έχουν μόνο τη θέση του υποκειμένου σε μια πρόταση. Αντιθέτως, λέξεις όπως «φιλόσοφος», «ψηλός», «δημοκράτης» κτλ. είναι συνήθως κατηγορήματα. Μπορεί λοιπόν κανείς να αρχίσει να σκέφτεται σε τι διαφέρουν αυτές οι δύο ομάδες λέξεων. Και να αντιληφθεί ότι η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι ενώ η λέξη «Σωκράτης» δηλώνει κάτι ατομικό (ο συγκεκριμένος Σωκράτης είναι ένας), η λέξη «φιλόσοφος» δηλώνει κάτι το γενικό - πολλοί είναι αυτοί που είναι ή νομίζουν ότι είναι φιλόσοφοι.

Οι προτάσεις λοιπόν συνδέουν συνήθως ένα ατομικό υποκείμενο με ένα γενικό κατηγορούμενο. Ο Αριστοτέλης, πεπεισμένος για τη στενή σχέση γλώσσας και πραγματικότητας, θα προχωρήσει περισσότερο. Αφού οι προτάσεις μας αποτελούνται από ένα ατομικό υποκείμενο και ένα γενικό κατηγορούμενο, αυτό σημαίνει ότι και η σκέψη μας, που λειτουργεί με έννοιες, λειτουργεί με δύο κατηγορίες εννοιών: τις ατομικές έννοιες και τις γενικές έννοιες. Η στοιχειώδης λειτουργία της σκέψης συνίσταται στη σύνδεση μιας γενικής και μιας ατομικής έννοιας, στην απόδοση μιας ιδιότητας (μιας γενικής έννοιας) σε ένα άτομο. Αντιστοίχως, και η ίδια η πραγματικότητα αποτελείται από δύο κατηγορίες όντων: τα συγκεκριμένα πρόσωπα, ζώα και πράγματα που μας περιτριγυρίζουν, όπως ο Σωκράτης (ο Αριστοτέλης τα ονομάζει όλα αυτά «καθ᾽ έκαστον»)· και το σύνολο των χαρακτηριστικών και των ιδιοτήτων που αποδίδουμε σε αυτές τις ατομικές οντότητες, λέγοντας λ.χ. ότι ο Σωκράτης είναι άνθρωπος, φιλόσοφος, αθηναίος κ.ο.κ. (αυτά ο Αριστοτέλης τα ονομάζει «καθόλου»).

Επομένως η γλώσσα χρησιμοποιεί υποκείμενα και κατηγορούμενα, η σκέψη λειτουργεί με ατομικές και με γενικές έννοιες, και η πραγματικότητα αποτελείται από «καθ᾽ έκαστον» και από «καθόλου». Η κύρια διαφορά ενός «καθ᾽ έκαστον» και ενός «καθόλου» είναι ότι το «καθ᾽ έκαστον» είναι ένα συγκεκριμένο και ατομικό ον, ενώ το «καθόλου» είναι κάτι το γενικό που χαρακτηρίζει πολλά ατομικά όντα. Υπάρχει όμως και μια βαθύτερη διαφορά. Για να υπάρξουν φιλόσοφοι, πρέπει πρώτα να έχουν υπάρξει άνθρωποι σαν τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Χαρακτηρίζουμε «φιλοσόφους» μια ομάδα συγκεκριμένων ανθρώπων που συμπεριφέρονται και σκέφτονται με έναν τρόπο που μας φαίνεται ενιαίος. Ενώ δηλαδή ο Σωκράτης και ο Πλάτων είναι αυθύπαρκτες ατομικές οντότητες, πρόσωπα που κάποιος μπορούσε να συναντήσει στην αγορά της Αθήνας, τον «φιλόσοφο» δεν θα τον συναντήσει κανείς πουθενά. Ο «φιλόσοφος» είναι μια έννοια που συλλαμβάνουμε με τη σκέψη μας και την αποδίδουμε σε κάποια πρόσωπα. Ο Αριστοτέλης θα εκφράσει αυτή τη διαφορά λέγοντας ότι μόνο τα «καθ᾽ έκαστον», τα συγκεκριμένα ατομικά όντα, τα αισθητά πράγματα και πρόσωπα που συναντούμε στην καθημερινή μας ζωή, είναι «ουσίες». Οι γενικές έννοιες, τα «καθόλου», χρειάζονται τα «καθ᾽ έκαστον» για να υπάρξουν, όπως στη γλώσσα τα κατηγορήματα χρειάζονται τα υποκείμενα για να σταθούν.

Η «ουσία» είναι η κυριότερη από τις «κατηγορίες» της αριστοτελικής λογικής. Δείχνει την ιδιαίτερη θέση του υποκειμένου σε μια στοιχειώδη πρόταση της γλώσσας. Η αριστοτελική ουσία εκφράζει όμως και μια οντολογική τοποθέτηση: οι μόνες αυθύπαρκτες οντότητες, οι μόνες ουσίες, είναι τα ατομικά, αισθητά πρόσωπα και πράγματα. Οι πλατωνικές Ιδέες δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό βασίλειο του Όντος για τον Αριστοτέλη· είναι απλώς ιδιότητες των πραγμάτων, γενικές έννοιες που αποδίδονται σε ατομικές ουσίες, κατηγορήματα που αποδίδονται σε υποκείμενα.

Η πλατωνική Ιδέα μετασχηματίζεται στον Αριστοτέλη σε «μορφή» (ή «είδος»). Η αριστοτελική όμως μορφή δεν είναι αυθύπαρκτη οντότητα που εδρεύει σε κάποιο υπερουράνιο τόπο, αλλά το σύνολο των ιδιοτήτων που ορίζουν ένα συγκεκριμένο ον - χωρίς τις οποίες θα έπαυε να είναι αυτό που είναι. Κάθε ατομική ουσία είναι σύνθεση «μορφής» και «ύλης». Η μορφή του Σωκράτη είναι οι γενικές του ιδιότητες, αυτές οι ιδιότητες που τον καθορίζουν: το ότι είναι άνθρωπος, το ότι είναι φιλόσοφος. Η ύλη του είναι ό,τι τον εξατομικεύει: το ότι έχει αυτή τη σάρκα και αυτά τα οστά, το ότι γεννήθηκε στον συγκεκριμένο τόπο τη συγκεκριμένη στιγμή από τους συγκεκριμένους γονείς, το ότι είναι δάσκαλος του Πλάτωνα, κτλ.

Μια πρόταση μας δίνει πάντοτε μια πληροφορία, σωστή ή λανθασμένη. Το είδος της παρεχόμενης πληροφορίας προσδιορίζεται από τις υπόλοιπες αριστοτελικές κατηγορίες, κυριότερες από τις οποίες είναι το «ποσόν», το «ποιόν», ο «τόπος», ο «χρόνος», η «σχέση», το «ποιείν», το «πάσχειν». Σε μια πρόταση όπως ο Σωκράτης έζησε στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., αποδίδονται στον Σωκράτη προσδιορισμοί (κατηγορήματα) που ανήκουν στις κατηγορίες του πάσχειν (έζησε), του τόπου (στην Αθήνα) και του χρόνου (του 5ου αιώνα π.Χ.). Κάποιοι υποστήριξαν ότι οι αριστοτελικές κατηγορίες αντιστοιχούν στα γραμματικά γένη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας - και μάλλον έχουν δίκιο. Το σημαντικό είναι να αντιληφθούμε ότι, ενώ η αλήθεια ή το λάθος μιας πρότασης είναι θέμα περιεχομένου και θα κριθεί από την εμπειρία, η σωστή δομή της πρότασης δεν εξαρτάται από την εμπειρία, είναι θέμα λογικής.


Με ποια έννοια είναι μια ουσία πρώτη.

Η «ουσία» είναι η κυριότερη από τις «κατηγορίες» της αριστοτελικής λογικής. Δείχνει την ιδιαίτερη θέση του υποκειμένου σε μια στοιχειώδη πρόταση της γλώσσας. Η αριστοτελική ουσία εκφράζει όμως και μια οντολογική τοποθέτηση: οι μόνες αυθύπαρκτες οντότητες, οι μόνες ουσίες, είναι τα ατομικά, αισθητά πρόσωπα και πράγματα. Οι πλατωνικές Ιδέες δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό βασίλειο του Όντος για τον Αριστοτέλη· είναι απλώς ιδιότητες των πραγμάτων, γενικές έννοιες που αποδίδονται σε ατομικές ουσίες, κατηγορήματα που αποδίδονται σε υποκείμενα.

Ο Αριστοτέλης διακρίνει δύο ριζικώς διαφορετικά είδη κατηγόρησης : την ουσιώδη από την κατά συμβεβηκός (συμπτωματική). Για τον Αριστοτέλη οι πρώτες ουσίες είναι τα έσχατα υποκείμενα της κατηγόρησης :

α) δεν προσδιορίζουν κάποιο υποκείμενο (δηλ. δεν κατηγορούνται ουσιωδώς)

β) δεν ενυπάρχουν σε κάποιο υποκείμενο (δηλ. δεν κατηγορούνται κατά συμβεβηκός, δηλ. αυτό που γίνεται όχι κατ’ ανάγκη αλλά τυχαία, συμπτωματικά)

Με άλλα λόγια, πρώτες ουσίες είναι τα όντα που ούτε αποτελούν ούτε είναι δυνατόν να αποτελέσουν κατηγορούμενα άλλων πραγμάτων. Είναι δε πρώτες επειδή δεν γίνεται να είναι κατηγορούμενα άλλων πραγμάτων, είναι δε καθ’ έκαστον όντα ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Η αριστοτελική διάκριση της ουσιώδους από την κατά συμβεβηκός κατηγόρηση έχει τόσο μεταφυσική (οντολογική) όσο και γνωσιοθεωρητική και επιστημονική όψη: - Από μεταφυσικής πλευράς, ουσιώδεις ιδιότητες ενός υποκειμένου είναι αυτές που καθορίζουν την ταυτότητά του, άρα οι ιδιότητες που πρέπει να έχει για να υπάρχει. Αντίθετα κατά συμβεβηκός ιδιότητες είναι αυτές που δεν καθορίζουν την ταυτότητά του άρα οι ιδιότητες που δεν τις χρειάζεται για να υπάρχει. - Από γνωσιοθεωρητικής πλευράς, ουσιώδεις είναι οι ιδιότητες που το αποκαλύπτουν δεόντος και τις οποίες πρέπει να δηλώνει ο ορισμός του. Αυτές οι ουσιώδεις ιδιότητες αποτελούν το αντικείμενο της επιστημονικής γνώσης και ο ορισμός είναι ο σκοπός και το θεμέλιο αυτής της γνώσης.

 Ποια είναι η αριστοτελική έννοια του καθ’ έκαστον όντος.

Όπως προαναφέραμε καθ’ έκαστον όν/όντα είναι η/οι πρώτες ουσίες, τα όντα δηλαδή που δεν μπορούν να αποτελέσουν κατηγορήματα άλλων πραγμάτων (δεν μπορούν λοιπόν να προσδώσουν χαρακτηριστικά ή ιδιότητες σε άλλα όντα, π.χ. ο Σωκράτης ή αλλιώς ο καθ’ έκαστον Σωκράτης, το καθ’ έκαστον άλογο.) Εξηγώντας τώρα τι είναι ένα καθ’ έκαστον (ως προς τον ορισμό του, την ταυτότητά του) πρέπει να λεχθεί ότι πρόκειται για φορέα ιδιοτήτων, αφού μόνο έτσι μπορούμε να καθορίσουμε την ταυτότητά του. Και συμπληρώνοντας στο ποια είναι η σχέση του καθ’ έκαστον με τις ιδιότητές του λέμε ότι οι ιδιότητες που καθορίζουν την ταυτότητά του λέγονται ουσιώδεις ενώ αυτές που δεν την καθορίζουν λέγονται κατά συμβεβηκός ιδιότητες (π.χ ο Σωκράτης είναι άνθρωπος και είναι φτωχός.) άνθρωπος = ουσιώδης ιδιότητα, φτωχός = κατά συμβεβηκός ιδιότητα. Ο Σωκράτης ως πρώτη ουσία δεν θα έχανε την ταυτότητά του αν δεν ήταν φτωχός (κατά συμβεβηκός ιδιότητα) αλλά θα έχανε την ταυτότητά του αν δεν ήταν άνθρωπος (ουσιώδης ιδιότητα). Επιπλέον οι πρώτες ουσίες (εν προκειμένω ο καθ’ έκαστον Σωκράτης) μπορούν να ανταλλάσσουν μια (κατά συμβεβηκός) ιδιότητά τους με μια άλλη διατηρώντας την αριθμητική τους ταυτότητα, και αυτή τη δυνατότητα δεν την έχει κανένα άλλο πράγμα. Συνεπάγεται από τα παραπάνω ότι οι ουσιώδεις ιδιότητες του καθ’ έκαστον είναι το σταθερό και διαρκές χαρακτηριστικό του μέσα στην αέναη μεταβολή.


Ανακεφαλαιώνοντας κατά τον Αριστοτέλη τα καθ’ έκαστον με την έννοια των έσχατων υποκειμένων της κατηγόρησης είναι οι πρώτες ουσίες. Μια ιδιότητα είναι κατά συμβεβηκός όταν είναι ορισμένου τύπου ιδιότητα ενός καθ’ έκαστον και με αυτήν την έννοια, οι κατά συμβεβηκος ιδιότητες εξαρτώνται από τα καθ’ έκαστον, επιπλέον δε τα καθ’ έκαστον είναι αναμφίβολα φορείς κατά συμβεβηκός ιδιοτήτων, και μάλιστα είναι απαραίτητο να είναι, ώστε να μπορούν να υπόκεινται σε μεταβολή διατηρώντας την αριθμητική τους ταυτότητα. Επίσης τα καθ’ έκαστον ταυτίζονται με την ουσία τους, διάφορα δε καθ’ έκαστον όντα μπορούν να έχουν την αυτή ουσία.
  

Με ποια έννοια είναι οι ιδιότητες ενός καθ’ έκαστον καθόλου ιδιότητες (γενικές, καθολικές ιδιότητες).

Με την έννοια ότι καθόλου (καθολικές ιδιότητες ενός καθ’ έκαστον) νοούνται οι ιδιότητες (όντα) ώστε μία και η αυτή (δηλαδή η κάθε μία, ή αυτή/ίδια) να μπορεί να ανήκει σε διαφορετικά καθ’ έκαστον. (π.χ. άνθρωπος, ζώον)


 Ποια είδη μεταβολής διακρίνει ο Αριστοτέλης και πώς;

Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι οι πρώτες ουσίες είναι τα όντα που υπόκεινται σε μεταβολή (γένεση/φθορά). Διακρίνει δε δύο είδη μεταβολής : α) την κατά συμβεβηκός μεταβολή κατά την οποία ένα καθ’ έκαστον μπορεί να μεταβάλλεται ως προς τις κατά συμβεβηκός ιδιότητές του, οπότε παραμένει το αυτό κατά τον αριθμό και β) την ουσιώδη μεταβολή κατά την οποία το ίδιο το καθ’ έκαστον μπορεί να γεννηθεί ή να φθαρεί.


 Πώς συνεισφέρει η έννοια του μη όντος στην αριστοτελική ανάλυση και των δύο αυτών ειδών μεταβολής;

Για την εξυπηρέτηση της θεωρίας της μεταβολής ο Αριστοτέλης αποδέχεται την πραγματικότητα του μη όντος και καθίσταται αυτή προφανής κατά την εξήγηση της γένεσης και της φθοράς των καθ’ έκαστον (δηλ. της ουσιώδους μεταβολής). Τα καθ’ έκαστον και οι ουσίες που αυτά έχουν ή με τις οποίες ταυτίζονται δεν έχουν αντίθετα, π.χ ο άνθρωπος δεν είναι πουλί ή ψάρι, κ.λ.π.. Σε αυτήν την περίπτωση το μη όν έχει την έννοια της μη ταυτότητας (και όχι του αντθέτου). Η κατά συμβεβηκός όμως μεταβολή είναι δυνατή επειδή οι κατά συμβεβηκός ιδιότητες είναι ουσιωδώς τέτοιες ώστε να έχουν αντίθετα π.χ. το φύλλο μπορεί να αλλάξει και από πράσινο να γίνει κίτρινο, επειδή οι ιδιότητες πράσινο και κίτρινο είναι αντίθετα. Σε αυτή την περίπτωση το μη όν έχει την έννοια του αντίθετου.

Άρα ο Αριστοτέλης για να εξηγήσει τη γένεση και τη φθορά των καθ’ έκαστον εισάγει ένα νέο είδος του μη όντος (διαφορετικό από την ανυπαρξία του Παρμενίδη), διαφορετικό από τη μη ταυτότητα και το αντίθετο, δηλαδή τη στέρησιν και την έννοια του δυνάμει όντος. Π.χ. βάση της αρχής της γενέσεως αυτό από το οποίο γεννάται ένα καθ’ έκαστον, μέχρι να γεννηθεί είναι κάτι το οποίο δεν είναι (ακόμη) καθ’ έκαστον αυτού του είδους (στέρηση) αλλά είναι και κάτι εν δυνάμει καθ’ έκαστον αυτού του είδους άρα η αρχή από την οποία γεννάται ένας άνθρωπος πρέπει να προσδιοριστεί ως εξής: η φύση της πρέπει να είναι δυνάμει άνθρωπος.

Τα δύο αυτά στοιχεία επιβεβαιώνουν την πεποίθηση του Αριστοτέλη ότι για την κατανόηση της μεταβολής απαιτείται η αναγνώριση της πραγματικότητας του μη όντος (αρκεί βέβαια να πρόκειται για τον κατάλληλο τύπο του μη όντος και όχι για την παρμενίδεια εκδοχή της ανυπαρξίας). Για τον Αριστοτέλη η πραγματικότητα του μη όντος είναι άλλου τύπου: όχι η ανυπραξία, όχι η μη ταυτότητα αλλά είτε το αντίθετο, (που το προϋποθέτει η κατά συμβεβηκός μεταβολή), είτε η στέρηση και το δυνάμει όν, (που το προϋποθέτουν η γένεση και η φθορά). 

 

 Πώς σχετίζονται η ύλη και η μορφή ενός καθ’ έκαστον όντος;

Η αρχή από την οποία γεννάται ένα καθ’ έκαστον είναι η ύλη του καθ’ έκαστον και του είδους στο οποίο αυτό ανήκει. Αυτό που γεννάται από μια συγκεκριμένη ύλη είναι ένα καθ’ έκαστον ενός ορισμένου είδους (π.χ. άνθρωπος), δηλ. ένα καθ’ έκαστον με συγκεκριμένη ουσία. Αν εξετάσουμε το καθ’ έκαστον από την άποψη εκείνη που αφορά το τι είναι αυτό όταν έχει γεννηθεί και πλήρως αναπτυχθεί τότε εξετάζουμε τη μορφή του. Ύλη και μορφή είναι όροι σύστοιχοι διότι πρόκειται για δύο πλευρές μίας και της αυτής θεώρησης. Αυτή είναι η λεγόμενη «υλομορφική» θεωρία του Αριστοτέλη για τα καθ’ έκαστον. Πρέπει να τονιστεί ότι η ύλη και η μορφή δεν αποτελούν δύο διακεκριμένα μέρη του καθ’ έκαστον
 

 Πώς διαφέρει η αριστοτελική έννοια της ύλης από την κοινή έννοια του φυσικού υλικού;

Η ύλη δεν μπορεί να υπάρχει ξέχωρα από τα καθ’ έκαστον των οποίων εξηγεί τη γένεση. Το φυσικό υλικό μπορεί να υπάρχει ξέχωρα από τη γένεση ενός καθ’ έκαστον ορισμένου είδους. Π.χ. ο χαλκός είναι φυσικό υλικό, μια χάλκινη σφαίρα κατασκευάζεται/γεννάται από τον χαλκό αλλά δεν είναι χαλκός, είναι χάλκινη σφαίρα. Πολλά φυσικά υλικά μπορούν να υπάρχουν ως φυσικά υλικά χωρίς να έχουμε γένεση από αυτά κάποια καθ’ έκαστον με μορφή διακεκριμένη από την ύλη τους, π.χ. χρυσός, νερό κ.α. Καθ’ έκαστον των οποίων η μορφή ταυτίζεται με την ύλη τους θα ήταν π.χ. κόκκοι χρυσού ή λακκούβες νερού.

Το παραπάνω παράδειγμα πρέπει να κατανοηθεί αναλογικά ως προς τη σχέση της ύλης με τη μορφή ως εξής: η σχέση ύλης και μορφής είναι τέτοια όπως π.χ. η σχέση του χαλκού με τη χάλκινη σφαίρα. Όμως για να κατανοήσουμε πλήρως τη διαφορά της καθημερινής έννοιας που έχουμε για το φυσικό υλικό από την αριστοτελική και φιλοσοφική έννοια της ύλης πρέπει να πούμε ότι η φύση της ύλης είναι ουσιωδώς στερητική και δυνάμει : το να είναι κάτι ύλη σημαίνει ότι είναι δυνάμει, αλλά όχι ακόμη πράγματι, φθαρτό καθ’ έκαστον ορισμένου είδους, του οποίου η μορφή ή η ουσία είναι διαφορετική από την ύλη του. (Εδώ ίσως σε βοηθήσει το παράδειγμα της γένεσης του καθ’ έκαστον άνθρωπος, όπου ύλη του είναι η αρχή από όπου γεννάται, μέχρι να γεννηθεί είναι στερητική αλλά και δυνάμει (να γεννηθεί άνθρωπος) και τη μορφή του θα την αποκτήσει όταν γεννηθεί και αναπτυχθεί και η οποία θα είναι διαφορετική από την ύλη του (την προέλευση της γέννησής του).

Επιπλέον ορισμός της ύλης απαντάται στο ΕΜ σελ.180 κατά τον οποίο : η ύλη του καθ’ έκαστον, η εκάστοτε αρχή της γένεσης του καθ’ έκαστον, στερείται μεν στην πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα, αναπτύσσεται προς την κατεύθυνση μιας ορισμένης μορφής, δηλαδή της μορφής του καθ’ έκαστον που τελικά γεννάται.
 

 Πώς σχετίζονται η μορφή ενός καθ’ έκαστον και το καθολικό είδος στο οποίο ανήκει;

Απάντηση από Vegetti σελ.219)

Είδος στα αρχαία ελληνικά σημαίνει και μορφή. Το είδος καθορίζει το «τι» της ουσίας δηλαδή αυτό χωρίς το οποίο η «ουσία» θα έπαυε να είναι αυτό που είναι, π.χ. ο Σωκράτης μπορεί να είναι ψηλός ή κοντός, όμορφος ή άσχημος, αλλά δεν μπορεί παρά να είναι «άνθρωπος» (είδος). Τα είδη δεν υπάρχουν χωριστά από τις ουσίες στις οποίες αποδίδονται, παράλληλα οι ουσίες δεν μπορούν να υπάρξουν με τρόπο συγκεκριμένο παρά μόνο ανήκοντας σε ένα είδος. Άρα η μορφή ενός καθ’ έκαστον και το καθολικό είδος στο οποίο ανήκει ταυτίζονται.
 

 Πώς εξηγείται η αριστοτελική άποψη ότι το δυνάμει όν είναι βασικό στοιχείο της πραγματικότητας;

Την παρακάτω απάντηση θεώρησέ την ως λογική ακολουθία δικής μου σκέψης.

Το δυνάμει όν είναι το ον που σύμφωνα με την αρχή της γένεσης γεννάται από την ίδια ύλη με του είδους στο οποίο ανήκει. Δηλαδή τίποτα δεν γεννάται από το τίποτα. Δηλ. ό,τι γεννάται (πρόκειται δυνάμει να γεννηθεί), θα γεννηθεί από κάτι πραγματικό, που υφίσταται.
 

 Τι σημαίνει ο ισχυρισμός του Αριστοτέλη ότι μερικά πράγματα είναι φυσικά ή από τη φύση; Πώς αντιλαμβάνεται ο Αριστοτέλης εδώ τη φύση;

Τα πράγματα που θεωρεί ο Αριστοτέλης ότι είναι από τη φύση (τα ζώα, τα φυτά, τα απλά υλικά στοιχεία) διαφέρουν σε σχέση με τα πράγματα που δεν αποτελούνται από τη φύση. Διότι αυτά που είναι από τη φύση έχουν μέσα τους την αρχή της μεταβολής και της στάσης, όσον αφορά ή την τοπική κίνηση, ή την αύξηση και φθίση ή την αλλοίωση. Τα φυσικά όμως υλικά δεν επαρκούν για τον Αριστοτέλη να εξηγήσουν τις φυσικές μεταβολές.

Ο όρος «φύση» αναφέρεται σε ό,τι επιδέχεται μεταβολή και ακριβέστερα στον βαθμό που επιδέχεται μεταβολή. Για τον Αριστοτέλη τη φύση την απαρτίζουν τα καθ’ έκαστον, τα οποία, αφενός διατηρούν την αριθμητική τους ταυτότητα ενώ μεταβάλλονται και αφετέρου υπόκεινται τα ίδια σε γένεση και φθορά.
 

 Ποια στοιχεία ενός καθ’ έκαστον εξηγούν το πώς μεταβάλλεται; Ποιο από αυτά είναι το πιο εξηγητικό στοιχείο και γιατί;

Η ύλη και η μορφή του καθ’ έκαστον είναι τα στοιχεία που το συγκροτούν και είναι απαραίτητα για την εξήγηση του γιατί τα πράγματα μεταβάλλονται κατά τον τρόπο που μεταβάλλονται (υλομορφική θεωρία). Κατά τον Αριστοτέλη η ουσία του καθ’ έκαστον είναι η μορφή του και αυτή είναι ακριβώς που το καθορίζει ως προς το είδος του άρα το καθ’ έκαστον ταυτίζεται με την ουσία ή μορφή του (εφόσον αγνοήσουμε την ύλη του).

Η ύλη είναι απαραίτητη για την εξήγηση της αριθμητικής διαφοράς των καθ’ έκαστον, τα οποία είναι ουσιωδώς όμοια μεταξύ τους. Η μορφή όμως είναι αυτή που συνεισφέρει περισσότερο για την εξήγηση ενός καθ’ έκαστον (διότι αυτό γεννάται και αναπτύσσεται με τον τρόπο που του ταιριάζει/δηλαδή μοναδικά) ως εκ τούτου η μορφή είναι το πιο εξηγητικό στοιχείο διότι κάθε πράγμα ιδιαιτέρως αποκαλείται αυτό που είναι όταν βρίσκεται σε κατάσταση τελειότητας και όχι όταν βρίσκεται σε κατάσταση δύναμης. Επιπλέον η ύλη όντας ουσιωδώς στερητική και δυνάμει, μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσω της μορφής. Η μορφή επομένως, ενός καθ’ έκαστον ταυτίζεται με το καθ’ έκαστον στην πρέπουσα εν ενεργεία κατάστασή του.

 Για ποιο λόγο απορρίπτει ο Αριστοτέλης τον επιστημονικό υλισμό;

Ο Αριστοτέλης, αλλά και ο Πλάτωνας, τάσσεται κατά του επιστημονικού υλισμού διότι θεωρεί ότι για τις εξηγήσεις των φυσικών μεταβολών δεν είναι αρκετό να γνωρίζουμε τα υλικά συστατικά των μεταβαλλόμενων καθ’ έκαστον αλλά και τη μορφή τους (τελεολογικώς νοούμενης) στην τελική και πλήρως ανεπτυγμένη κατάστασή τους. «Η φύση είναι τέλος και σκοπός».

Η αντίρρηση στον υλισμό δεν στηρίζεται στις απαιτήσεις της λογικής ούτε της αντίφασης αλλά σε κάτι που και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεωρούν ότι απαιτεί η επιστήμη : οι εξηγήσεις είναι γνήσια εξηγητικές μόνο αν επιδέχονται ολοκλήρωση.

 Σε τι βασίζει ο Αριστοτέλης τις τελεολογικές εξηγήσεις;

Η αριστοτελική τελεολογία κάνει λόγο για τις μορφές των ίδιων των καθ’ έκαστον του φυσικού κόσμου (και όχι για έλλογο και υπερβατικό δημιουργό που κάνει λόγο ο Πλάτων). Ο Αριστοτέλης βασίζει τη θεωρία του προσφεύγοντας στη μορφή των καθ’ έκαστον που ήδη υπήρχαν, πριν από το καθ’ έκαστον του οποίου τη γένεση εξετάζουμε, και στην επισήμανση ότι η μορφή αυτή ταυτίζεται με τη μορφή, μόλις και η τελευταία έχει γεννηθεί, του υπό εξέταση καθ’ έκαστον. Τονίζει δε ότι τα καθ’ έκαστον γεννώνται από καθ’ έκαστον παρόμοια ως προς τη μορφή από τους «γονείς» του.

Η απάντηση στο ερώτημα πώς υποτίθεται καθορίζει η μορφή τη συμπεριφορά της ύλης στηρίζεται στην αντίληψη για την ύλη ως στέρηση και δυνάμει : η τάδε ύλη αναπτύσσεται σε τάδε και όχι σε δείνα είδος καθ’ έκαστον επειδή είναι μέρος της φύσης της να στερείται μεν ενεργεία, αλλά να έχει δυνάμει την τάδε μορφή. Επιπλέον αυτός ο ισχυρισμός πρέπει να αναφέρεται σε τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά των καθ’ έκαστον : 1) στη μορφή του γενόμενου καθ’ έκαστον, 2) στη μορφή του καθ’ έκαστον που αποτελεί την αρχή της γενέσεως, δηλαδή στη μορφή του ποιητικού πατρός, 3) στην ύλη του γενόμενου καθ’ έκαστον και 4) στην τελική κατάσταση του γενόμενου καθ’ έκαστον. Όλα αυτά τα εξηγητικά στοιχεία όπως διαπιστώνουμε στην πραγματικότητα ανάγονται σε ένα μόνο υπέρτατο στοιχείο – και αυτό είναι η μορφή.

 Βιβλιογραφία: 


ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ Δ.Ζ. (ΕΚΔ.).ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ (ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ-ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΙΑΗΘΙΚΗ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ), ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ J.P.ANTON, ΑΘΗΝΑ, 1996.

ΚΟΝΤΟΣ Π., Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ. ΑΘΗΝΑ: ΚΡΙΤΙΚΗ, 2000