Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 8 Αυγούστου 2021

Τα αγωνίσματα των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αρχαιότητα





Δρόμος: Το στάδιο ήταν ο βασικός αγώνας ταχύτητας και το παλαιότερο αγώνισμα. Στην Ολυμπία ήταν το μόνο αγώνισμα από την 1η (776 π.Χ.) έως τη 13η Ολυμπιάδα (728 π.Χ.). Εξαιτίας μάλιστα της σπουδαιότητάς του, συνηθιζόταν ο νικητής του σταδίου να δίνει το όνομά του σε κάθε Ολυμπιάδα. 


Ο δίαυλος ήταν επίσης αγώνας ταχύτητας, κατά τον οποίο οι δρομείς τρέχοντας σε τετράδες έπρεπε να καλύψουν την απόσταση δύο σταδίων (περίπου 400 μ.). Εισήχθη στο πρόγραμμα των ολυμπιακών αγωνισμάτων στη 14η Ολυμπιάδα (724 π.Χ.) και, όπως και στο στάδιο, γίνονταν προκριματικοί και τελικοί αγώνες.

Ο δόλιχος ήταν δρόμος αντοχής, όπου οι αθλητές έπρεπε να καλύψουν απόσταση 7-24 στάδια (1.400-4.800 μ.). Το αγώνισμα αυτό εισήχθη στο πρόγραμμα στη 15η Ολυμπιάδα (720 π.Χ.) και ως πρώτος νικητής αναφέρεται ο Άκανθος από τη Λακωνία. Ο δόλιχος θεωρείται ότι προήλθε από τις αποστάσεις που διένυαν οι κήρυκες της ιερής εκεχειρίας και οι ημεροδρόμοι ή δρομοκήρυκες, οι αγγελιαφόροι δηλαδή που μετέφεραν ειδήσεις και μηνύματα σ' όλη τη χώρα.

Ο οπλίτης δρόμος ήταν δρόμος ταχύτητας και ένα από τα πλέον θεαματικά αγωνίσματα. Οι δρομείς κάλυπταν την απόσταση δύο σταδίων -σπανιότερα τεσσάρων- φέροντας κράνος, κνημίδες και ασπίδα. Ο Παυσανίας (V.12.8) αναφέρει ότι στο ναό του Δία στην Ολυμπία φυλάσσονταν 25 τέτοιες ασπίδες, που μοιράζονταν στους οπλιτοδρόμους, έτσι ώστε όλοι οι αθλητές να φέρουν ασπίδες ίδιου βάρους. Το αγώνισμα αυτό εισήχθη στο πρόγραμμα στην 65η Ολυμπιάδα (520 π.Χ.) και, σύμφωνα με την παράδοση, γινόταν προς τιμήν κάποιου ήρωα που έπεσε μαχόμενος.

Υπήρχε και αγώνισμα δρόμου ημιαντοχής, ο ίππιος, που, ενώ συμπεριλαμβανόταν στα Νέμεα, στα Ίσθμια, στα Παναθήναια και σε άλλους τοπικούς αγώνες, δεν ανήκε στο πρόγραμμα των ολυμπιακών αγωνισμάτων. Οι δρομείς καλούνταν να διανύσουν τέσσερις φορές την απόσταση ενός σταδίου (περίπου 800 μ.), η οποία πιθανότατα ήταν ίδια με εκείνη του ιπποδρόμου, εξ ου και η ονομασία του αγωνίσματος.

Η εκκίνηση όλων των δρομέων ήταν ταυτόχρονη, μ' ένα συγκεκριμένο σύνθημα, και όσοι ξεκινούσαν νωρίτερα μαστιγώνονταν ή και αποβάλλονταν. Υπήρχε ένας κώδικας τιμής που ακολουθούσαν όλοι οι αθλητές, σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρεπόταν να εμποδίζουν τους αντιπάλους τους σπρώχνοντάς τους, χτυπώντας τους ή συγκρατώντας τους, και κυρίως απαγορευόταν οποιαδήποτε σχέση των αθλητών με τη δωροδοκία και τη μαγεία.

Πυγμαχία:
Οι ακριβείς κανόνες της πυγμής είναι άγνωστοι. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι δεν επιτρέπονταν οι λαβές, τα χτυπήματα στα γεννητικά όργανα, η ενίσχυση των ιμάντων με πρόσθετα στρώματα λωρίδων και η χρήση λωρίδων από χοιρόδερμα. Οι διαιτητές εξέταζαν τις λωρίδες πριν από κάθε αγώνα. Κατά τη διάρκεια της προπόνησης οι πυγμάχοι προστάτευαν τα αυτιά τους φορώντας ένα δερμάτινο κάλυμμα, τις αμφωτίδες ή επωτίδες.

Η πυγμή στην αρχαιότητα διέφερε κατά πολύ από τη σύγχρονη. Η κατηγοριοποίηση των πυγμάχων ανάλογα με το βάρος τους ήταν άγνωστη. Αντίθετα, αγωνίζονταν με οποιονδήποτε εκλεγόταν με κλήρο. Επιπλέον, δεν είναι γνωστός ο χώρος διεξαγωγής του αγώνα. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι δεν υπήρχε χρονικό όριο στη διάρκεια του αγώνα. Οι αντίπαλοι μάχονταν μέχρι να εγκαταλείψει ο ένας από τους δύο, σηκώνοντας το χέρι με το δείκτη τεντωμένο, για να δείξει ότι παραδεχόταν την ήττα, ή πέφτοντας στο έδαφος. Μερικές φορές, και με τη συναίνεση των δύο αντιπάλων, ο διαιτητής τούς άφηνε λίγο χρόνο για ν' ανακτήσουν τις δυνάμεις τους.

Φαίνεται ότι εκτιμούσαν αρκετά τα καλά χτυπήματα στο κεφάλι, ενώ η θέση του πυγμάχου σε σχέση με τον ήλιο ήταν ιδιαίτερης σημασίας. Αν ο ένας από τους δύο κατάφερνε να υποχρεώσει τον αντίπαλό του να στραφεί προς τον ήλιο, κέρδιζε ένα πλεονέκτημα, καθώς εκείνος τυφλωνόταν από τη λάμψη. Όταν ένας αγώνας διαρκούσε πολύ και δεν αναδεικνυόταν νικητής, οι δύο αντίπαλοι είχαν τη δυνατότητα να μπουν στη διαδικασία της κλίμακος. Σ' αυτήν κάθε πυγμάχος στεκόταν ακίνητος και δεχόταν ένα χτύπημα από τον αντίπαλό του, χωρίς να κάνει προσπάθεια να το αποφύγει. Νικητής ανακηρυσσόταν όποιος έβγαζε τον αντίπαλό του εκτός αγώνα ή τον οδηγούσε σε παραδοχή της ήττας του.

Ακόντιο: Οι αθλητές του αγωνίσματος συναγωνίζονταν στον εκηβόλο (βολή σε μήκος) και στο στοχαστικό ακοντισμό (βολή σε προκαθορισμένο στόχο).


Εκηβόλος ακοντισμός

Η ρίψη ακοντίου γινόταν στο Στάδιο και στις απεικονίσεις αγγείων φαίνεται ότι ο αθλητής ξεκινούσε από κάποιο σταθερό σημείο, πιθανόν από τη βαλβίδα του στίβου, κάνοντας μερικά βήματα πριν το πετάξει. Το ακόντιο έπρεπε να πέσει μέσα σε μια περιοχή που ήταν καθορισμένη από τις τρεις πλευρές και η προσπάθεια του αθλητή ήταν άκυρη εάν κατέληγε έξω από αυτήν. Οι ρίψεις σημειώνονταν με ένα μικρό πάσσαλο.

Η τεχνική ρίψης του ακοντίου είναι όμοια με αυτή που χρησιμοποιούν οι αθλητές σήμερα, με μόνη διαφορά την αξιοποίηση της αγκύλης. Ο αθλητής έδενε την αγκύλη στο ακόντιο, όσο πιο σφιχτά μπορούσε, τη δοκίμαζε αρκετές φορές και περνούσε από τη θηλιά το δείκτη και το μεσαίο του δάχτυλο. Πριν ξεκινήσει την προσπάθειά του, έσπρωχνε το ακόντιο πίσω με το αριστερό του χέρι, για να τεντώσει η αγκύλη, την οποία ο ακοντιστής έσφιγγε με τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Μετά, κρατώντας το ακόντιο, ο αθλητής έστρεφε το σώμα στην κατεύθυνση της ρίψης και έπαιρνε φόρα. Μερικά βήματα πριν τη ρίψη, τραβούσε το δεξί του χέρι πίσω, έστρεφε το σώμα και το κεφάλι προς τα δεξιά, έβαζε το δεξί πόδι μπροστά από το αριστερό και τραβούσε το αριστερό του χέρι πίσω για να βοηθήσει τη στροφή. Μετά, λυγίζοντας ελαφρά τα γόνατα, τέντωνε το αριστερό του πόδι μπροστά, για να σταματήσει τη φορά του, ώστε να μείνει πίσω από την καθορισμένη γραμμή ρίψης, και το ακόντιο εκσφενδονιζόταν.


Στοχαστικός ακοντισμός

Η ρίψη ακοντίου σε στόχο γινόταν συνήθως από άλογο. Σε αυτό το αγώνισμα, ενώ το άλογο κάλπαζε, ο αναβάτης έπρεπε να ρίξει το ακόντιο σε ένα στρογγυλό στόχο, πιθανότατα ασπίδα. Η κίνηση του αλόγου επηρέαζε τη σταθερότητα του αναβάτη και περιόριζε τον έλεγχο που είχε στις κινήσεις του. Ο αναβάτης έπρεπε να μπορεί να πετύχει απόλυτο συντονισμό, ανάμεσα στο ρυθμό καλπασμού του αλόγου και την κίνηση του χεριού του, ενώ πάντα κρατούσε τα μάτια καρφωμένα στο στόχο. Ο στοχαστικός ακοντισμός ή έφιππος ήταν ένα από τα κύρια αγωνίσματα των Παναθηναίων και των Ηραίων.

Πένταθλο:
Το πένταθλο συνδύαζε τα δύο είδη αγωνισμάτων που υπήρχαν στον αρχαίο κόσμο: τα ελαφρά αγωνίσματα (άλμα, δρόμος και ακόντιο) και τα βαρέα (δίσκος και πάλη).

Οι πηγές δε διασαφηνίζουν τον τρόπο ανάδειξης νικητή. Δεν είναι, λοιπόν, γνωστό αν το στεφάνι της νίκης κέρδιζε ο αθλητής που είχε έρθει πρώτος και στα πέντε αγωνίσματα ή μόνο στα τρία, εκ των οποίων το ένα υποχρεωτικά ήταν η πάλη.

Δίσκος: Η ρίψη του δίσκου γινόταν ως εξής: αφού πρώτα ο δισκοβόλος είχε τρίψει τα χέρια και το δίσκο του με άμμο, ώστε να μη γλιστρούν, στεκόταν στη βαλβίδα με το αριστερό του πόδι μπροστά και έριχνε το βάρος του σώματος στο δεξί, εφόσον επρόκειτο για δεξιόχειρα αθλητή. Ο δίσκος, τον οποίο ο αθλητής κρατούσε με το δεξί του χέρι, αιωρούνταν πάνω κάτω μερικές φορές. Όταν ο δίσκος ήταν πάνω από το ύψος του ώμου, χρησιμοποιούσε και το αριστερό του χέρι για να τον στηρίξει. Κάθε φορά που ο δίσκος αιωρούνταν προς τα κάτω και πίσω, ο δισκοβόλος έστρεφε το σώμα του ελαφρά προς τα δεξιά. Στη συνέχεια, λυγίζοντας ελαφρά τα πόδια, μετέφερε το βάρος του από το δεξί στο αριστερό και σκύβοντας προς τα εμπρός εκσφενδόνιζε με δύναμη το δίσκο. Δεν είναι γνωστό εάν οι δισκοβόλοι εκτελούσαν βήματα φοράς ή περιστροφή, όπως συμβαίνει σήμερα. Μικροί ξύλινοι πάσσαλοι ή καρφιά σημάδευαν το σημείο πτώσης του δίσκου, ενώ το μήκος της ρίψης μετριόταν με κοντάρια.

Άλμα: Το αγώνισμα διεξαγόταν σε σκάμμα μήκους περίπου 50 ποδών, γεμάτο μαλακό χώμα ώστε να φαίνονται τα αποτυπώματα των ποδιών των αθλητών. Ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι εάν δεν υπήρχε το αποτύπωμα και των δύο ποδιών το άλμα θεωρούνταν άκυρο. Στη μία πλευρά του σκάμματος υπήρχε ένα σταθερό σημείο, ο βατήρας, απ' όπου ξεκινούσαν οι αθλητές και μετριόνταν τα άλματα. Το μήκος του άλματος καταγραφόταν μ' ένα ξύλινο κοντάρι, τον κανόνα.

Ιππικοί Αγώνες: Τα ιππικά αγωνίσματα που τελούνταν στην Ολυμπία περιλάμβαναν: την ιπποδρομία κελήτων, αγώνισμα με αναβάτη και τέλειο ίππο (άλογα ενός έτους), που συμπεριλήφθηκε το 648 π.Χ., την κάλπη, δηλαδή ιπποδρομία φοράδων το 496 π.Χ., και την ιπποδρομία πώλων το 256 π.Χ.

Οι αρματοδρομίες είχαν τις ρίζες τους στις στρατιωτικές συνήθειες των Αχαιών. Τα αγωνίσματα αρματοδρομίας με τη σειρά που εμφανίστηκαν στην Ολυμπία ήταν: το τέθριππον, άρμα με τέσσερα άλογα το 680 π.Χ., η απήνη, άρμα που έσερναν δύο ημίονοι το 500 π.Χ., η συνωρίς, άρμα που έσερναν δύο άλογα το 408 π.Χ., το τέθριππο πώλων το 384 π.Χ. και η συνωρίς πώλων το 268 π.Χ.

Ο ιππόδρομος ήταν ένας πλατύς, επίπεδος, ανοιχτός χώρος όπου η αφετηρία και το τέρμα ορίζονταν με ένα στύλο. Ένας δεύτερος μικρός στύλος, η νύσσα, όριζε το σημείο καμπής, το οποίο ήταν και το πλέον επικίνδυνο για ατυχήματα. Ο ίδιος ο στίβος χωριζόταν κατά μήκος μ' ένα λίθινο ή ξύλινο χώρισμα, που ονομαζόταν έμβολο, δίπλα στο οποίο έτρεχαν τα άλογα και τα άρματα. Είναι γνωστό ότι το τέθριππο συμπλήρωνε δώδεκα γύρους του στίβου (ο ποιητής Πίνδαρος αποκαλεί τον αγώνα δωδεκάδρομον). Η συνωρίς και το τέθριππο πώλων έτρεχαν οχτώ γύρους, ενώ η συνωρίς πώλων τρεις. Πολύ λίγα είναι γνωστά για τους κανόνες των ιππικών αγώνων. Είναι γνωστό ότι δεν επιτρεπόταν η λοξοδρόμηση μπροστά από τους άλλους, εκτός κι αν ξέφευγε κανείς μπροστά, ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις.

Στην Ολυμπία απέναντι από τη νύσσα υπήρχε ένας στρογγυλός βωμός, ο Ταράξιππος, που προκαλούσε πανικό στα άλογα. Πιθανότατα, αυτό να σχετίζεται με τη θέση του ήλιου, ο οποίος, αφού οι αγώνες ξεκινούσαν το απόγευμα, βρισκόταν στη φάση της δύσης και στη στροφή τύφλωνε τα ζώα, με αποτέλεσμα να γίνονται ατυχήματα.

Ο Παυσανίας περιγράφει με λεπτομέρειες το περίπλοκο σύστημα της εκκίνησης, της ιππαφέσεως, επινόηση του ανδριαντοποιού Κλεοίτα. Στη δυτική, στενή πλευρά του ιπποδρομίου, οι θέσεις εκκίνησης σχημάτιζαν ένα τρίγωνο στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα χάλκινο δελφίνι πάνω σε έναν υπερυψωμένο στύλο. Στη μέση της βάσης του τριγώνου υπήρχε ένας πλίνθινος βωμός με το μηχανισμό άφεσης. Το βωμό στόλιζε στο πάνω μέρος του ένας χάλκινος αετός. Ακριβώς πριν τον αγώνα, τα άρματα έμπαιναν στα ειδικά χωρίσματα. Με το σάλπισμα, ο αετός στο βωμό υψωνόταν, ώστε να είναι ορατός από τους θεατές, το δελφίνι έπεφτε στο έδαφος και αποσυρόταν το σχοινί από τις θέσεις -ξεκινώντας από τις δύο ακραίες-έτσι ώστε όλα τα άρματα να βρίσκονται σε μία ευθεία.

Το άρμα ήταν ένα μικρό, ξύλινο όχημα, αρκετά φαρδύ για να χωρέσει δύο όρθιους άντρες και ανοιχτό από πίσω. Στηριζόταν σε έναν άξονα, τα άκρα του οποίου ήταν στερεωμένα σε δύο ισχυρούς ξύλινους τροχούς. Το δυνατότερο και πιο γρήγορο ζώο τοποθετούνταν δεξιά για να διευκολύνει το άρμα στις στροφές. Τα άλογα σημαδεύονταν στις οπλές ή τους μηρούς, είτε με το γράμμα κόππα, από όπου έπαιρναν το όνομα κοππατίες, είτε με το γράμμα σίγμα, που τους έδινε το όνομα σαμφόρες. Αν και το γνήσιο πολεμικό άρμα χωρούσε δύο άντρες -τον ηνίοχο και τον πολεμιστή-, στο τέθριππο και στη συνωρίδα επέβαινε μόνο ο ηνίοχος.

Παγκράτιον: Στους αγώνες παγκρατίου, ενώ επιτρέπονταν όλες οι λαβές που χρησιμοποιούσαν οι παλαιστές και όλα τα χτυπήματα της πυγμαχίας, απαγορεύονταν -εκτός μόνο από τη Σπάρτη- το δάγκωμα (δάκνειν) και το χτύπημα στα μάτια (ορύσσειν). Έτσι, το παγκράτιο ήταν το πιο σκληρό απ' όλα τα αγωνίσματα, καθώς το ζητούμενο ήταν η νίκη χωρίς να δίνεται σημασία στις σωματικές βλάβες ή στη ζωή του αντιπάλου.

Υπήρχαν δύο είδη παγκρατίου:

Κάτω παγκράτιο, στο οποίο ο αγώνας συνεχιζόταν αφού οι αντίπαλοι είχαν πέσει στο έδαφος. Χρησιμοποιούνταν στους αγώνες.
Άνω ή ορθοστάνδην παγκράτιο, στο οποίο οι αντίπαλοι αγωνίζονταν όρθιοι. Χρησιμοποιούνταν για την προγύμναση ή σε προκαταρκτικούς αγώνες. Αυτή ήταν η ελαφρύτερη και ασφαλέστερη μορφή του αθλήματος.

Οι παγκρατιαστές δε φορούσαν ιμάντες ή γάντια, όπως οι πυγμάχοι, γι' αυτό τα χτυπήματα δεν ήταν τόσο οδυνηρά. Ωστόσο, ο παγκρατιαστής είχε το δικαίωμα να κρατάει τον αντίπαλό του με το ένα χέρι και να τον χτυπάει με το άλλο, πράγμα που δε συνέβαινε στην πυγμαχία.

Ο αθλητής που έπεφτε πρώτος στο έδαφος ήταν σε δύσκολη θέση, γιατί ο αντίπαλός του μπορούσε να πέσει από πάνω του και να τον ακινητοποιήσει με τα πόδια του, έχοντας τα χέρια του ελεύθερα να τον χτυπήσει ή να εφαρμόσει μια λαβή στραγγαλισμού. Ο παλαιστής που έπεφτε προσπαθούσε να γυρίσει με την πλάτη και να χρησιμοποιήσει τα χέρια και τα πόδια για να προστατευτεί. Οι πιο μικρόσωμοι παλαιστές συχνά έπεφταν επίτηδες με την πλάτη, μια τεχνική που λεγόταν υπτιασμός.

Το λάκτισμα έπαιζε σημαντικό ρόλο στο παγκράτιο. Η κλοτσιά στο στομάχι λεγόταν γαστρίζειν. Η λαβή με την οποία ο παγκρατιαστής κρατούσε το πόδι του αντιπάλου του όσο πιο σφιχτά μπορούσε, για να τον κάνει να χάσει την ισορροπία του, λεγόταν αποπτερνίζειν.

Αγώνες Κηρύκων και Σαλπιγκτών: Στην Ολυμπία διακρίνονταν, εκτός από τους αθλητές, οι κήρυκες και οι σαλπιγκτές. Αυτοί συμμετείχαν σε αγώνες που εισήχθησαν στην 96η Ολυμπιάδα, το 396 π.X., και οι νικητές είχαν προνομιακό ρόλο κατά την τέλεσή τους. Πιο συγκεκριμένα, επειδή πολλοί ικανοί κήρυκες και σαλπιγκτές διεκδικούσαν την τιμή να αναγγέλλουν τα αγωνίσματα και τους νικητές ή να σαλπίζουν στον ιππόδρομο, καθιερώθηκαν και γι' αυτούς αγώνες. Έτσι, όσοι νικούσαν αποκτούσαν το προνόμιο να σαλπίζουν και να ανακοινώνουν τους αθλητές κατά την Ολυμπιάδα. 

Πηγή:  http://www.fhw.gr/olympics/ancient/gr/205j.html