Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

Κώστας Καρυωτάκης "από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός"



Μια σύντομη ζωή σε συνεχή κίνηση ήταν αυτή του Καρυωτάκη. Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του (πολιτικός μηχανικός του υπουργείου Δημοσίων Έργων) η οικογένεια αναγκαζόταν να αλλάζει πόλεις ανά την Ελλάδα. Αντίστοιχα, όταν αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή, η έλλειψη πελατείας τον ώθησε αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου και σε συνεχείς μεταθέσεις σε διάφορες υπηρεσίες, με τελευταίο σταθμό την Πρέβεζα.

 

Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες

άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.

Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί, στην πόρτα μου τολύπες

τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.

(«Μίσθια Δουλειά», Ελεγείες και Σάτιρες, 1927)

Έφηβος ακόμα δημοσιεύει ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Διάπλασις των Παίδων. Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, μια σχέση που θα τον σημαδέψει.

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1919, χωρίς ιδιαίτερα θετική υποδοχή. Προμετωπίδα ήταν οι παρακάτω στίχοι:

Τ' αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς

το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει…

Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα, η κυκλοφορία του οποίου όμως απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921 και, πέρα από τρεις ποιητικές ενότητες (Πληγωμένοι Θεοί, Η σκιά των ωρών, Νοσταλγικά), περιλάμβανε και μια ενότητα με μεταφράσεις, όπως ένα ποίημα του Heinrich Heine, με τον οποίο θα καταπιαστεί και στην επόμενη συλλογή του, που επίσης θα συμπεριλαμβάνει μεταφράσεις. Χαρακτηριστικά στοιχεία της συλλογής, όπως έχουν κωδικοποιηθεί από τη μέχρι σήμερα κριτική παράδοση, είναι η μετρική ποικιλία και μια ορισμένη μποντλερική μελαγχολία καθώς και ένας υψηλός βαθμός ποιητικής αυτοσυνειδησίας.

Λίγο αργότερα θα συνδεθεί συναισθηματικά με την επίσης ποιήτρια και συνάδελφό του στη Νομαρχία Αθηνών, Μαρία Πολυδούρη, στην οποία θα αφιερώσει ένα ποίημα από την επόμενη συλλογή του:

[Ένα σπιτάκι απόμερο…]

Μ.Π.

Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα,

μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθειά πολυθρόνα,

μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει,

ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!

Η τελευταία αυτή συλλογή εκδίδεται το Δεκέμβριο του 1927 με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες.

Τα Ελεγεία και Σάτιρες κωδικοποιούν άψογα τον προγραμματικά ελάσσονα τόνο αυτής της ποίησης που αποδέχεται το τετριμμένο, το καθημερινό, εσωτερικεύει με ευγένεια την ήττα ή την αποτυχία, αντικρίζει ευθαρσώς τα αδιέξοδα και τις ανεπάρκειές της και, δίχως θρήνους και κοπετούς, κάνει τους ισολογισμούς μιας πεζής, καθηλωμένης, πιεσμένης ζωής, ενός άδοξου θανάτου. Η «χαμηλόφωνη», όπως καθιερώθηκε να τη λέμε, ποίηση αυτής της μεταπολεμικής εποχής (μετά τον Πρώτο, εννοείται, Παγκόσμιο Πόλεμο) αποφεύγει τον στόμφο, την υψηγορία, τις μεγάλες θεατρικές χειρονομίες, τις άμετρες φιλοδοξίες, τον οιστρήλατο ενθουσιασμό. [Τσιριμώκου 2012, 123].

Ο Καρυωτάκης, όπως θα θυμηθεί αργότερα ο φίλος και συνοδοιπόρος του Χ. Σακελλαρίου, σχεδίαζε να θέσει ως προμετωπίδα στη συλλογή, κάτω από μια νεκροκεφαλή, τη φράση Με το μηδέν και το Άπειρο / να συμφιλιωθούμε». Τελικά ωστόσο η συλλογή τυπώθηκε με προμετωπίδα επιγραφή από το De rerum natura του Λουκρήτιου.

Όπως μαρτυρούν τόσο οι μεταφραστικές όσο και οι υφολογικές επιλογές στη πρωτότυπη ποίησή του, ο Καρυωτάκης επεξεργάζεται διαρκώς μια ποιητική διττότητας, όπου το λυρικό υποκείμενο διχάζεται σε ένα εγώ που βιώνει την πτώση του και σε ένα άλλο που την παρακολουθεί και την περιγράφει ως αντικείμενο γέλωτος. Η ταλάντευση ανάμεσα στην αυτο- δημιουργία και στην αυτοκαταστροφή, που καθρεφτίζει την αδυναμία συμφιλίωσης του Μηδενός με το Άπειρο, αποτελεί ταυτόχρονη ταλάντευση ανάμεσα σε έναν εμπειρικό και έναν κειμενικό εαυτό, όπου είναι η γλώσσα αυτή που κάνει χιούμορ μέσα από τα υποκείμενα. Αυτή η δεσπόζουσα μη διαλεκτική διάσταση της ειρωνικής ποιητικής του Καρυωτάκη διασταυρώνεται με μία ακόμη έκφανση του κρίσης του λυρικού υποκειμένου, την «κρίση του στίχου», και εκβάλλει στη διερεύνηση των εκφραστικών δυνατοτήτων ενός οξύμωρου λογοτεχνικού είδους, του πεζού ποιήματος. [Ναούμ 2007: xvi].

Το αφιερωμένο στην Πολυδούρη ποίημα ανήκει στη σειρά με Ελεγείες της συλλογής. Στην ενότητα με τις Σάτιρες ο τόνος είναι διαφορετικός, με αιχμηρή, ακόμα και πολιτική, χροιά. Η ειρωνική και ανατρεπτική ποιητική στάση συστοιχεί με τη μορφική αναρχία των ποιημάτων, καθώς με ένταση εντοπίζονται εδώ στοιχεία της ποιητικής του Καρυωτάκη όπως οι μετρικοί παρατονισμοί και η πεζολογία (Παπάζογλου 1988) ― στοιχεία που, όπως έχει δείξει η Ναούμ (2007) μπορούν να γενεαλογηθούν στην ποιητική της ειρωνίας του ρομαντισμού, ενώ θα αξιοποιηθούν από τον μοντερνισμό. Ο κριτικός λόγος έχει δοκιμάσει άλλωστε ποικίλες κατατάξεις της καρυωτακικής ποιητικής.

Το 1922, [ο Καρυωτάκης] είναι ήδη καταξιωμένος στο μικρό πνευματικό κύκλο της πρωτεύουσας. Αν […] το 1919 είχε ήδη ξεχωρίσει, με τα Νηπενθή (1921) αναγνωρίζεται πλέον ως ένας γνήσιος λυρικός ποιητής με προσωπικό ύφος. Η ποίησή του ωστόσο δεν ξεπερνά ακόμα τα όρια του εγχώριου νεοσυμβολισμού. Βρισκόμαστε δηλαδή μακριά από τα Ελεγεία και Σάτιρες (1927). Τι μεσολάβησε και η ποίηση του Καρυωτάκη, από λυρική, ελεγειακή και χαμηλόφωνη, έγινε, χωρίς να αποβάλει τη μουσική της υπόσταση, τραγική, ρεαλιστική και εντέλει ανατρεπτική; Μέσα από ποιους δρόμους αναδείχθηκε όχι μόνον ως «ο αντιπροσωπευτικός μιας εποχής», αλλά ως ένας ποιητής που ξεπέρασε την εποχή του; [Ντουνιά 2000, 33-34.]

Πηγή: https://www.greek-language.gr/digitalResources/index.html