Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

Αθηναϊκή Δημοκρατία- Συμμετοχή των πολιτών- Πολιτειακά Όργανα

 


 Η πολιτική δραστηριότητα των Αθηναίων πολιτών μετά την εποχή του Κλεισθένη ήταν η σημαντικότερη. Οι βάσεις για μία ευρύτερη πολιτική συμμετοχή είχαν τεθεί με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα  οι οποίες περιελάμβαναν τη δημιουργία της Βουλής των 400 και των δικαστηρίων της Ηλιαίας, καθώς και τη συμμετοχή των θητών (η κατώτερη τάξη των πολιτών) στην Εκκλησία του Δήμου και στην Ηλιαία. 

 

Έτσι πλατιά τμήματα της κοινωνίας έπαιρναν μέρος στη λήψη των αποφάσεων. Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη άνοιξαν την πόρτα στην άμεση δημοκρατία, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της με τις αλλαγές του Εφιάλτη και του Περικλή. Συγκεκριμένα, ο Κλεισθένης, μεταξύ άλλων, αναδιάρθρωσε τις φυλές, διεύρυνε τη Βουλή των 400 στη Βουλή των 500, μετατόπισε το πολιτικό κέντρο βάρους στους δήμους και αύξησε τη συχνότητα των συνεδριάσεων της Εκκλησίας του Δήμου. Όλα αυτά βοήθησαν ώστε περισσότεροι πολίτες να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση της πόλης. Οι κυριότερες αλλαγές του Εφιάλτη και του Περικλή ήταν: η υποβάθμιση του ρόλου του Αρείου Πάγου (του αφαιρέθηκαν όλες οι πολιτικές αρμοδιότητες και δόθηκαν στη Βουλή των 500 και στην Ηλιαία), εκλόγιμοι για το αξίωμα των εννέα αρχόντων γίνονται οι ζευγίτες, ενώ αργότερα και οι θήτες), καθιέρωση αμοιβής των μελών της Ηλιαίας και της Βουλής των 500 (ηλιαστικός και βουλευτικός μισθός, αντίστοιχα). 


Με τις αλλαγές αυτές η συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική ζωή της Αθήνας έφτασε την μεγαλύτερη ευρύτητά της, καθώς όλοι οι ελεύθεροι πολίτες συμμετείχαν άμεσα σε όλα τα πολιτειακά όργανα και ήταν εκλόγιμοι για όλα τα δημόσια αξιώματα (πλην του Στρατηγού). Στην Αθήνα ο δήμος (το σύνολο των Αθηναίων πολιτών) ήταν παντοδύναμος. Στην Εκκλησία του Δήμου η συμμετοχή ήταν προσωπική, άμεση, ενεργητική και δημιουργική, ενώ η δημοκρατία άμεση, συμμετοχική και μοναδική. Οι ίδιοι οι πολίτες διαμόρφωναν την πολιτική βούληση, διότι αυτοί προετοίμαζαν τις προτάσεις στη Βουλή των 500 και οι ίδιοι λάμβαναν τις αποφάσεις στην Εκκλησία του Δήμου. Οι πολίτες πάλι, με τη συμμετοχή τους στα δικαστήρια της Ηλιαίας, απένειμαν δικαιοσύνη και καλούνταν να νομοθετήσουν σε περίπτωση που υπήρχε κενό νόμου. 

Όλοι μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην πόλη και δεν έπαιζε ρόλο η περιουσία και η κοινωνική θέση. Μάλιστα, κάθε Αθηναίος πολίτης ήταν προδιαγεγραμμένο ότι σε κάποια στιγμή της ζωής του θα προσέφερε τις υπηρεσίες του στην πολιτική ζωή της πόλης, καταλαμβάνοντας κάποιο ή κάποια από τα ανώτατα αξιώματα. Η κριτική της Αθηναϊκής Δημοκρατίας Ο Μαρξ , όπως κι άλλοι ερευνητές, υποστήριξαν ότι η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μία κοινωνία αργόσχολων που ζούσε από το μόχθο των δούλων. Οι ελεύθεροι πολίτες ασχολούνταν με την πολιτική, επειδή υπήρχαν οι δούλοι, και έτσι είχαν ελεύθερο χρόνο να το κάνουν αυτό.

Η αντίθετη άποψη λέει ότι η προσφορά της δουλείας ήταν για δύο λόγους υπερτιμημένη:

1) η εργασία των δούλων υπήρξε ενδημικός θεσμός και

2) δεν είχαν όλοι οι πολίτες δούλους. Πάνω σ’ αυτό ο Αριστοτέλης έλεγε ότι οι άποροι πολίτες που δεν έχουν δούλους χρησιμοποιούν τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Ο περιορισμός της παντοδυναμίας του πολίτη Η παντοδυναμία του πολίτη περιοριζόταν μόνο από τους νόμους. Οι νόμοι βρίσκονταν υπεράνω του ατόμου και της πόλης, διότι ήταν θεσπισμένοι να υπηρετούν το κοινό συμφέρον. Τα ψηφίσματα της Εκκλησίας του Δήμου δε συγκρούονταν ποτέ με τους νόμους. Έτσι, ο ρυθμιστής του πολιτεύματος και το μέσον απονομής της δικαιοσύνης, δηλαδή ο πραγματικός κύριος της πόλης ήταν το κοινό συμφέρον. Κυρίαρχη αρχή της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν η ισονομία. Σύμφωνα με αυτήν, όλοι οι πολίτες, ανεξάρτητα από την καταγωγή, την περιουσία και την κοινωνική τους θέση, ήταν ίσοι απέναντι στο νόμο (γραπτό και άγραφο) και είχαν ίδιες ευκαιρίες συμμετοχής στα πολιτειακά όργανα της πόλης.



 
Την κλασική περίοδο ήταν η Εκκλησία του Δήμου, η Βουλή των 500, η Ηλιαία και μία σειρά από δημόσια αξιώματα (γνωστά ως αξιώματα των αρχόντων). Η Εκκλησία του Δήμου Ήταν το κυρίαρχο πολιτειακό όργανο της κλασικής Αθήνας με εκτελεστικές αρμοδιότητες. Στις συνεδριάσεις της συμμετείχαν οι πολίτες που είχαν συμπληρώσει το 20 ο έτος της ηλικίας τους, ενώ η συμμετοχή τους σε αυτές δεν ήταν υποχρεωτική. Τον 4 ο αι. π.Χ. καθιερώθηκε ο εκκλησιαστικός μισθός που ανερχόταν αρχικά σε 1 και αργότερα σε 3 οβολούς ανά συνεδρίαση σε όλους τους μετέχοντες πολίτες. Η Εκκλησία του Δήμου συνερχόταν 4 φορές ανά πρυτανεία, δηλαδή 40 φορές το χρόνο. Η κάθε πρυτανεία διαρκούσε 36 ημέρες. Τόπος συνεδρίασης ήταν η Πνύκα (λόφος στα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης), η οποία χωρούσε περίπου 6.000 ανθρώπους. Οι συνεδριάσεις ξεκινούσαν με την ανατολή του ηλίου και τελείωναν το μεσημέρι. Οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονταν με πλειοψηφία, με ανάταση του χεριού (χειροτονία). Για σημαντικές αποφάσεις απαιτούνταν απαρτία που ισοδυναμούσε με 6.000 ψήφους. Οι αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου ονομάζονταν ψηφίσματα, τα οποία μετά το τέλος της ψηφοφορίας χαράσσονταν σε μία στήλη και εκτίθεντο σε κοινή θέα. Αρμόδιοι για τη σύγκλησή της ήταν οι 50 πρυτάνεις (μέλη από την ίδια φυλή), ενώ την ημερήσια διάταξή της καθόριζε η Βουλή των 500. Αρμοδιότητες: εξέλεγε τους άρχοντες, είχε πλήρη εξουσία σε όλα τα νομοθετικά, διοικητικά θέματα, καθώς και στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. 

Έτσι, στα πλαίσια αυτά αποφάσιζε για πόλεμο ή ειρήνη, σύναψη συμμαχιών και διπλωματικών σχέσεων, επιβολή έκτακτης φορολογίας σε περιόδους πολέμου, εκτέλεση δημόσιων έργων, απονομή ή στέρηση της ιδιότητας του πολίτη και για πολλά άλλα. Τα θέματα για τα οποία αποφάσιζε η Εκκλησία του Δήμου προετοιμάζονταν και προτείνονταν από τη Βουλή των 500 (προβουλεύματα). Κάθε πολίτης μπορούσε να προτείνει αλλαγές σε κάθε προβούλευμα ή να αρνηθεί την ψήφισή του. Το προβούλευμα είχε ως σκοπό τον έλεγχο της Εκκλησίας του Δήμου και την αποφυγή αυθαιρεσιών. Οι αποφάσεις της Εκκλησιάς του Δήμου δεν έπρεπε να συγκρούονται με τους γραπτούς και άγραφους νόμους. Εάν κάποιος πολίτης θεωρούσε ότι αυτό συνέβαινε ή ότι κάτι είχε ψηφισθεί με παράτυπη διαδικασία μπορούσε να καταθέσει αγωγή, την ονομαζόμενη γραφή παρανόμων, η οποία εκδικαζόταν από τα δικαστήρια της Ηλιαίας. Αν τελικά το ψήφισμα δεν ήταν παράνομο, ο πολίτης τιμωρούνταν. 


Η Εκκλησία του Δήμου ασκούσε την ουσιαστική διακυβέρνηση και έπαιρνε την τελική απόφαση για κάθε προβούλευμα που υποβαλλόταν από την Βουλή των 500. Η Βουλή των 500 Αποτελούνταν από 500 μέλη (50 από κάθε φυλή) τα οποία όριζαν οι δήμοι αναλογικά με τον πληθυσμό τους. Η επιλογή των βουλευτών γινόταν με κλήρωση μεταξύ αυτών που είχαν δηλώσει υποψηφιότητα. Βουλευτές μπορούσαν να γίνουν οι πολίτες που είχαν κλείσει τα 30 και επιτρεπόταν να καταλάβουν το αξίωμα μόνο 2 φορές στη διάρκεια της ζωής τους. Η θητεία των βουλευτών ήταν ετήσια, έδιναν όρκο πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους και απολάμβαναν μία σειρά προνομίων, όπως απαλλαγή από στρατιωτικές υποχρεώσεις και τιμητική θέση στο θέατρο και σε δημόσιες τελετές και εορτές. Επίσης εισέπρατταν μισθό (βουλευτικός μισθός) ο οποίος ανερχόταν σε 5 οβολούς τον 4 ο αι. , ενώ τον 5 ο ήταν σημαντικά χαμηλότερος. Οι 50 βουλευτές της κάθε φυλής είχαν την προεδρία στις συνεδριάσεις της Βουλής για 36 ημέρες. Η περίοδος αυτή ονομαζόταν πρυτανεία και οι βουλευτές που προέδρευαν πρυτάνεις. Κάθε μέρα ένας από τους 50 πρυτάνεις οριζόταν με κλήρωση πρόεδρος της Βουλής και ονομαζόταν επιστάτης. Κανένας δεν μπορούσε να εκλεγεί δύο φορές επιστάτης. Αυτός κρατούσε τη σφραγίδα της πόλης, τα κλειδιά των ιερών, του αρχείου και του θησαυροφυλακίου της πόλης. Οι συνεδριάσεις λάμβαναν χώρα στο Βουλευτήριο και ήταν, κατά κανόνα, δημόσιες. Οι πρυτάνεις και ο επιστάτης διανυκτέρευαν στη Θόλο (κτήριο δίπλα στο Βουλευτήριο). Όλοι οι πρυτάνεις ήταν υποχρεωμένοι να είναι παρόντες στις συνεδριάσεις της Βουλής και ήταν υπεύθυνοι για τη σύγκληση της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής, καθώς επίσης και για τον καταρτισμό των ημερήσιων διατάξεων των δύο αυτών οργάνων. Δικαίωμα ομιλίας στις συνεδριάσεις είχαν μόνο οι βουλευτές, ωστόσο κάθε πολίτης μπορούσε να ζητήσει ακρόαση από τους πρυτάνεις για κάποιο θέμα. Η Βουλή των 500 συνερχόταν σχεδόν κάθε μέρα, με εξαίρεση τις γιορτές και τις αργίες (270-280 φορές το χρόνο).

Αρμοδιότητες:

1. Προβουλευτική, δηλαδή η επεξεργασία κάθε πρότασης που θα έρχονταν για συζήτηση στην Εκκλησία του Δήμου.

2. Η επίβλεψη και ο συντονισμός της εφαρμογής των ψηφισμάτων της Εκκλησίας του Δήμου.

3. Η εποπτεία της οργάνωσης του στρατού (κυρίως του ιππικού και του στόλου).

4. Η διαχείριση και ο έλεγχος των δημόσιων οικονομικών.

5. Η υποδοχή των ξένων διπλωματικών αποστολών, καθώς και η σύνταξη των συμφωνιών και συνθηκών με άλλες πόλεις.

6. Ο έλεγχος του απολογισμού των αρχόντων στο τέλος της θητείας τους, καθώς και η εποπτεία και καθοδήγηση των υπαλλήλων της πόλης.

7. Ο προγραμματισμός και η εκτέλεση των δημόσιων έργων.

8. Η επιβολή προστίμων μέχρι 500 δραχμών. 

Η Βουλή δεν είχε εκτελεστικές αρμοδιότητες, αλλά ήταν ένα όργανο με συμβουλευτικό, συντονιστικό και εποπτικό ρόλο. 


Η Ηλιαία Το πολιτειακό όργανο με δικαστικό ρόλο που εισήγαγε ο Σόλων. Την Ηλιαία απάρτιζαν 6.000 πολίτες οι οποίοι εκλέγονταν με κλήρο από το σύνολο των πολιτών που είχαν συμπληρώσει το 30 ο έτος της ηλικίας τους και είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Από κάθε φυλή εκλέγονταν με κλήρωση 600 πολίτες. Η θητεία των δικαστών ήταν ετήσια. Η Ηλιαία ήταν διαρθρωμένη σε αυτοτελή τμήματα των 600 δικαστών, από τους οποίους οι 501 ήταν τακτικοί και οι υπόλοιποι αναπληρωματικοί. Ανάλογα με τη σοβαρότητα της εκδικαζόμενης υπόθεσης συνέρχονταν περισσότερα του ενός τμήματα. Σπάνια η Ηλιαία συνερχόταν σε ολομέλεια για την εκδίκαση υπόθεσης, εκτός κι αν ήταν ιδιαίτερα σοβαρή. Τα δικαστήρια συνέρχονταν 250 ημέρες το χρόνο και οι δικαστές (ονομάζονταν ηλιαστές) εισέπρατταν ημερήσια αμοιβή για κάθε ημέρα παράστασή τους (ηλιαστικός μισθός) που ανερχόταν στους δύο οβολούς την ημέρα. Την παραμονή της δίκης αποφασιζόταν με κλήρωση σε πιο τμήμα θα εκδικαζόταν η κάθε υπόθεση, για την αποφυγή επηρεασμού των δικαστών. Η δίκες ολοκληρώνονταν την ίδια ημέρα, δηλαδή σε μία συνεδρίαση η οποία διαρκούσε, κατά μέσο όρο, δυόμιση ώρες. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν με απλή πλειοψηφία, μετά από μυστική ψηφοφορία. Οι αποφάσεις της ήταν τελεσίδικα εκτελέσιμες, δηλαδή μη εφέσιμες. Η δικαστική αρμοδιότητα της Ηλιαίας περιελάμβανε όλο το φάσμα της νομολογίας, από αστικές μέχρι πολιτικές και δημόσιες δίκες. Επίσης, εκδίκαζε τις γραφές παρανόμων. Ενώ οι ποινές που επέβαλλε περιελάμβαναν από πρόστιμα μέχρι εξορία και ποινή θανάτου.

Ο καθοριστικός ρόλος που είχε η Ηλιαία στην πολιτική ζωή επί δύο τουλάχιστον αιώνες οφειλόταν στις τέσσερις αρμοδιότητές της:

1. Μέσω της γραφής παρανόμων μπορούσε να τροποποιήσει, να ακυρώσει ή να αναστείλει τις αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου.

2. Λόγω της αρμοδιότητάς της να εκδικάζει πολιτικούς, η καταδίκη τους μπορούσε να αποβεί ολέθρια για την πολιτική τους καριέρα, ενώ η αθώωσή τους μπορούσε να τους αναδείξει πολιτικά.

3. Μπορούσε να εκδικάζει άρχοντες για κατάχρηση δημόσιου χρήματος, απιστία, δωροληψία κ.ά..

4. Οι νέοι νόμοι ή οι τροποποιήσεις των ισχυόντων συντάσσονταν, μετά από τη συζήτησή τους στην Εκκλησία του Δήμου, από δικαστές της Ηλιαίας που εκλέγονταν με κλήρο. Οι αποφάσεις της ήταν μη εφέσιμες. 

Τα δημόσια αξιώματα (γνωστά ως αξιώματα των αρχόντων) καταλάμβαναν πολίτες άνω των 30 και εκλέγονταν με κλήρο (για τα περισσότερα από αυτά) ή με ανάταση του χεριού από την Εκκλησία του Δήμου (οι στρατιωτικές αρχές κι αυτοί που διαχειρίζονταν τα δημόσια χρήματα). Η θητεία τους ήταν ετήσια. Μέχρι το 457 π.Χ. εκλόγιμοι σε αυτά ήταν μόνο οι πολίτες των δύο ανώτερων τάξεων (πεντακοσιομέδιμνοι και ιππείς), ενώ μετά το εν λόγω έτος μπορούσαν να εκλεγούν στα δημόσια αξιώματα οι ζευγίτες και αργότερα και οι θήτες. Οι περισσότεροι δημόσιοι λειτουργοί ήταν όργανα της Βουλής των 500 από την οποία και ελέγχονταν. Ασκούσαν το λειτούργημά τους βάσει των νόμων και λογοδοτούσαν στη Βουλή μετά τη λήξη της θητείας τους. Ο αριθμός τους σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ανερχόταν σε 700. 

Πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους υποβάλλονταν σε εξέταση (δοκιμασία) ενώπιον της Βουλής των 500. Οι 9 άρχοντες υποβάλλονταν και σε δοκιμασία ενώπιον της Ηλιαίας, που ήταν μια τυπική εξέταση στην οποία διαπιστωνόταν η κατοχή της ιδιότητας του πολίτη του υποψηφίου και η εκπλήρωση των στρατιωτικών και φορολογικών του υποχρεώσεων. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους οι αξιωματούχοι ήταν απαλλαγμένοι από κάθε στρατιωτική υποχρέωση. Τα κυριότερα δημόσια αξιώματα ήταν αυτά των εννέα αρχόντων: του επώνυμου άρχοντα, του βασιλέα, του πολέμαρχου και των έξι θεσμοθετών. 

Αρμοδιότητες: Ο επώνυμος άρχων ήταν υπεύθυνος για υποθέσεις που αφορούσαν στο οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο, ενώ παράλληλα φρόντιζε για τις δημόσιες γιορτές και τελετές. Ο βασιλιάς φρόντιζε για τη δημόσια λατρεία και τις σχετικές με αυτή υποθέσεις. Ο πολέμαρχος ήταν ο αρχιστράτηγος του στρατού και επιμελητής των στρατιωτικών υποθέσεων. Μετά τους περσικούς πολέμους οι αρμοδιότητές του μεταβιβάστηκαν στους 10 στρατηγούς και ο ίδιος είχε μόνο κάποια θρησκευτικά καθήκοντα. Επίσης, ήταν αρμόδιος για την εκδίκαση υποθέσεων των μετοίκων. Οι έξι θεσμοθέτες καθόριζαν τις δικάσιμες ημέρες, ήταν πρόεδροι στα δικαστήρια και επικύρωναν τις συμφωνίες που γίνονταν με άλλες πόλεις. Ενώπιόν τους διεξαγόταν η δοκιμασία των αξιωματούχων. Άλλοι αξιωματούχοι ήταν οι 10 ταμίες, οι 10 αποδέκτες, οι 10 λογιστές, οι 10 αστυνόμοι, οι 10 επόπτες του εμπορίου. Όλοι εκλέγονταν με κλήρο, ένας από κάθε φυλή. Για τα περισσότερα από τα παραπάνω αξιώματα δε χρειάζονταν ιδιαίτερες γνώσεις, και έτσι όλοι οι πολίτες είχαν πρόσβαση σε αυτά. Γνώσεις και εμπειρία χρειάζονταν τα στρατιωτικά αξιώματα (10 στρατηγοί, 10 ταξίαρχοι, 10 ίππαρχοι και 10 φύλαρχοι). Όλοι αυτοί εκλέγονταν με ανάταση του χεριού από την εκκλησία του Δήμου για ένα χρόνο (χειροτονία). Οι στρατηγοί όμως μπορούσαν να επανεκλεγούν και ως κριτήριο για την εκλογή τους ήταν η κατοχή γης στη Αττική, και γι’ αυτό το λόγο εκλέγονταν μόνο εύποροι πολίτες. Μόνο το αξίωμα του στρατηγού είχε πολιτική επιρροή, λόγω, της αλληλεξάρτησης μεταξύ πολιτικής και στρατού, καθώς και της δυνατότητας επανεκλογής των στρατηγών. Οι άρχοντες και οι άλλοι αξιωματούχοι δεν ήταν φορείς πολιτικής εξουσίας, ήταν απλά εκτελεστικά όργανα του σώματος των πολιτών. 

Πηγή: Α. Μήλιος - Ν. Μπιργάλιας - Ε. Παπαευθυμίου - Α. Πετροπούλου, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην αρχαία Ελλάδα, ΕΑΠ (Πάτρα 2000), σ. 130- 166.