Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Ποιος φοβάται τα λατινικά;


Οι γλώσσες αντανακλούν τον πνευματικό και υλικό πολιτισμό των ομιλητών τους. Οι καλές τέχνες, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, η επιστήμη και η τεχνολογία, καθώς εξελίσσονται και διερευνούν νέους χώρους (ή ξαναεπισκέπτονται τους παλιούς), δημιουργούν νέες λεξιλογικές και εκφραστικές ανάγκες: οι καινούργιες ή αναθεωρημένες έννοιες, ο διαφορετικός τρόπος ερμηνείας του κόσμου και της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα στον κόσμο, οι νέες τεχνολογικές μέθοδοι και τα προϊόντα τους ζητούν επειγόντως τη γλωσσική τους επένδυση.

Αλλά η γλώσσα αντανακλά και την ιδιοσυγκρασία και τις περιβαλλοντικές συνθήκες μιας γλωσσικής κοινότητας. Από την άποψη αυτή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια γλώσσα είναι πιο «συναισθηματική» από μιαν άλλη, ή να διαπιστώσουμε ότι οι Εσκιμώοι διαθέτουν μερικές δεκάδες λέξεις για να περιγράψουν τον πάγο και το χιόνι ενώ οι κάτοικοι της ερήμου έχουν άλλες τόσες για να αναφερθούν στην άμμο. Αυτό σημαίνει ότι κάθε γλώσσα μπορεί να είναι πλούσια με τον τρόπο της, ή, για να το πούμε αλλιώς, μια γλώσσα που καλύπτει με επάρκεια τις ανάγκες των ομιλητών της δεν είναι ποτέ φτωχή. Οι γλώσσες είναι, άλλωστε, ολοζώντανοι οργανισμοί που αλλάζουν, προσαρμόζονται, εξελίσσονται και έρχονται σε επαφή με άλλους γλωσσικούς οργανισμούς· κι επειδή, όπως είπαμε, μια γλώσσα ενσωματώνει ένα συγκεκριμένο είδος πολιτισμού, η γλωσσική επαφή καταγράφει πάντα το αποτέλεσμα μιας πολιτισμικής συνάντησης.

Αλλά η συνάντηση είναι σχεδόν πάντα και μια σύγκριση. Κάνοντας τη σύγκριση, μια κοινότητα ανθρώπων τείνει να πιστεύει ότι «οι άλλοι» είναι πολιτισμικά-γλωσσικά λιγότερο ή περισσότερο προχωρημένοι. Έτσι, στις πρώτες επαφές της με τον ελληνικό πολιτισμό η αγροτική κοινωνία των Ρωμαίων βρέθηκε αντιμέτωπη με ανθρώπους που είχαν διανύσει μακρύ δρόμο τόσο στον υλικό όσο και, κυρίως, στον πνευματικό πολιτισμό. Οι Ρωμαίοι θα μπορούσαν, ασφαλώς, να αδιαφορήσουν και να αποφασίσουν ότι ο δικός τους τρόπος ζωής είναι προτιμότερος ή ανώτερος. Αντί γι᾽ αυτό αποφάσισαν ότι ήταν πιο συμφέρον γι᾽ αυτούς να διδαχθούν από τους Έλληνες, και από τη στιγμή που οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις της Ρώμης έκαναν μια τέτοια επιλογή, η πολιτισμική και γλωσσική ανωτερότητα της Ελλάδας θεωρήθηκε αυτονόητη.

Από τον 3ο-2ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι που είχαν κοινωνική δύναμη και επιρροή φρόντισαν να μάθουν όσα ελληνικά μπορούσαν. Την εποχή αυτή η ελληνική γλώσσα (με τη μορφή της λεγόμενης Κοινής) ήταν η ισχυρή γλώσσα της ανατολικής μεσογειακής λεκάνης και αποτελούσε κοινό κτήμα των μορφωμένων τάξεων ανεξάρτητα από την εθνική τους προέλευση. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η ελληνική είχε πλούσιο πολιτισμικό μητρώο και δεν εξασφάλιζε μόνο πρακτικές ευκολίες στον ομιλητή της αλλά μπορούσε να του δίνει και μια αίσθηση πνευματικού και διανοητικού κύρους. Αλλά η Ιστορία και οι συγκυρίες της, όπως είναι φυσικό, αλλάζουν προτιμήσεις. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τα ελληνικά, μετά ήρθαν τα λατινικά, στα νεότερα χρόνια η αίγλη πέρασε στα γαλλικά, σήμερα κυριαρχούν τα αγγλικά, καθώς διαβαίνει ο αιώνας μας κι άλλες γλώσσες (όπως τα ισπανικά, για παράδειγμα) αναζητούν τη δική τους ευκαιρία, και ίσως, καθώς πολλοί προβλέπουν, πριν ο αιώνας μας εξαντληθεί τα κινεζικά να αποκτήσουν, εκτός από μακρινό μυστήριο, και πλατιά πρακτική χρησιμότητα. Αλλά ας επιστρέψουμε στο δικό μας ζευγάρι: ελληνικά και λατινικά.

Στη Ρώμη δεν υπήρχαν γλωσσομαθείς με τη σημερινή έννοια· υπήρχαν, όμως, άνθρωποι που ήξεραν «και τις δυο γλώσσες», και μ᾽ αυτό οι Ρωμαίοι εννοούσαν τη μητρική τους γλώσσα και τα ελληνικά. Το να ήξερες γαλατικά, για παράδειγμα, δεν αποτελούσε ούτε πρακτικό προσόν ούτε τίτλο τιμής. Οι πρώτοι δάσκαλοι της ελληνικής στη Ρώμη ήταν, κατά κανόνα, αιχμάλωτοι Έλληνες ή ελληνόφωνοι από την Ανατολή· κι αυτοί παρέδιδαν συνήθως ιδιωτικά μαθήματα σε ευκατάστατους Ρωμαίους και στα παιδιά τους. Οι πιο τυχεροί ταξίδευαν στην Ελλάδα για μεταπτυχιακές σπουδές και εκεί ασφαλώς θα είχαν την ευκαιρία να τελειοποιήσουν τις γνώσεις τους. Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση και την εγκατάσταση Ρωμαίων στρατιωτικών, επιχειρηματιών και τραπεζιτών σε ελληνόφωνες περιοχές η γνώση της ελληνικής γλώσσας διαδόθηκε ακόμη περισσότερο καθώς τώρα έγινε απαραίτητη και για καθαρά πρακτικούς λόγους.

Ναι, αλλά, σαν κατακτητές που ήταν, δεν επιχείρησαν οι Ρωμαίοι να επιβάλουν τη γλώσσα τους; Η απάντηση είναι: όχι. Βέβαια, ορισμένοι ελληνόφωνοι που φιλοδοξούσαν να καταλάβουν αξιώματα στην ιεραρχία της ρωμαϊκής διοίκησης θα ήξεραν αρκετά λατινικά· και το ίδιο ισχύει για όσους επιζητούσαν τον προνομιούχο τίτλο του «Ρωμαίου πολίτη». Προχωρημένες γνώσεις λατινικής είχαν και ορισμένοι Έλληνες διανοούμενοι που είχαν επισκεφθεί τη Ρώμη, διατηρούσαν σχέσεις με προύχοντες της ρωμαϊκής πολιτικής και, με κάποιο τρόπο, είχαν πεισθεί για την υψηλή οικουμενική αποστολή του ρωμαϊκούimperium. Ωστόσο, όλοι μαζί αυτοί δεν συγκροτούσαν παρά ένα ελάχιστο ποσοστό λατινομάθειας μέσα σε μια μεγάλη πλειοψηφία γενικής αδιαφορίας για τη γλώσσα των «αφεντικών». Οι Ρωμαίοι -έχει ειπωθεί- κατάλαβαν ότι με το να ξέρουν αρκετά ελληνικά ήταν ευκολότερο να διοικήσουν τους Έλληνες υποτελείς τους. Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, δεν θέλησαν άραγε ποτέ να δοκιμάσουν μήπως, με το να ξέρουν κάτι από τη γλώσσα των κατακτητών, μπορούσαν να κάνουν ευκολότερη τη ζωή τους κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία; Όλες οι ιστορικές μαρτυρίες που έχουμε δείχνουν ότι η απάντηση είναι: όχι. Και το επόμενο ερώτημα είναι: γιατί;

Μήπως τα λατινικά ήταν «δύσκολα» και οι Έλληνες (τότε) δεν ήταν καλοί στις ξένες γλώσσες; Κανένας ειδικός, φιλόλογος ή γλωσσολόγος, δεν θα υποστήριζε ότι τα λατινικά είναι πιο δύσκολα από τα (αρχαία) ελληνικά, και πολλοί θα υποστήριζαν το αντίθετο. Το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί μόνο από πολιτισμική σκοπιά, δηλαδή αν θυμηθούμε όσα μόλις είπαμε για το πολιτισμικό κύρος και γόητρο της ελληνικής γλώσσας. Οι Ρωμαίοι μπορεί να ήταν πολιτικά και στρατιωτικά κυρίαρχοι, αλλά στην Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια γλώσσα που με τις διαλεκτικές της ποικιλίες, και στη συνεχή ιστορική της εξέλιξη, είχε εκφράσει για έξι τουλάχιστον αιώνες τον πολιτισμό που οι ίδιοι έβρισκαν όχι μόνο αξιομίμητο αλλά και συγγενέστερο  προς τον δικό τους. Αυτή την ιστορικά εδραιωμένη ηγεμονία της ελληνικής γλώσσας όχι μόνο δεν την αμφισβήτησαν αλλά με τη στάση τους (που συνδύαζε πρακτικό πνεύμα και διάθεση άμιλλας) την επικύρωσαν κιόλας. Στις συνθήκες αυτές, οι Έλληνες (που έτσι κι αλλιώς θεωρούσαν την πρωτοκαθεδρία της γλώσσας τους αδιαπραγμάτευτη) δεν αισθάνθηκαν ποτέ την πίεση μιας ανταγωνιστικής κουλτούρας και δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό τους η ιδέα ότι είχαν την υποχρέωση να είναι «δίγλωσσοι». Η διγλωσσία, που αποτελούσε ιδεώδες και καύχημα για τους κατακτητές, δεν φαίνεται να έγινε ποτέ ζητούμενο για τους κατακτημένους.

Μπορούμε εξάλλου να δούμε πιο καθαρά την εικόνα, αν λάβουμε υπόψη μας τις αντίστοιχες εξελίξεις στο δυτικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Εδώ η λατινική γλώσσα έπαιζε ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο, αφού οι υποταγμένες εθνότητες, από τη βόρεια Αφρική και την Ιβηρική χερσόνησο μέχρι τη Βρετανία και τη Γερμανία, δεν μπορούσαν με κανέναν τρόπο να προβάλουν το είδος της πολιτισμικής αντίστασης που η Ρώμη συνάντησε στην Ελλάδα και την ελληνόφωνη Ανατολή. Ο γρήγορος γλωσσικός και πολιτισμικός εκρωμαϊσμός των δυτικών επαρχιών της αυτοκρατορίας αναδεικνύει έτσι ακόμη πιο εντυπωσιακά την αμάχητη ελληνικότητα και ελληνοπρέπεια της ανατολικής ρωμαϊκής επικράτειας. Η Αθήνα, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Πέργαμος είχαν όλες κάποια στιγμή Ρωμαίους διοικητές και φρούραρχους, αλλά η ψυχή και η λαλιά τους παρέμειναν ελληνικές. Για πολύ καιρό μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση τα επίσημα έγγραφα και οι επιγραφές της ρωμαϊκής διοίκησης συντάσσονταν και στις δυο γλώσσες, κάποτε μόνο στα ελληνικά και σπάνια μόνο στα λατινικά. Άλλωστε, το μόνο επίσημο μεταφραστικό γραφείο της Ρώμης ήταν αυτό που μετέφραζε στα ελληνικά και από τα ελληνικά. Και καθώς περνούσαν τα χρόνια, οι εγκατεστημένοι στις ελληνόφωνες περιοχές Ρωμαίοι, αντί να επιβάλουν τη γλώσσα τους, τελικά εξελληνίστηκαν.

Πηγή: Η Ρώμη και ο κόσμος της, του Θ. Παπαγγελή, Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών