Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Η πεζογραφία της περιόδου 1830- 1880

Σε ό,τι αφορά τη γλώσσα, σήμερα είμαστε σε καλύτερη θέση να αμφισβητήσουμε τη βεβαιότητα ότι η γλώσσα της πεζογραφίας αυτής της περιόδου ήταν καθ’ ολοκληρίαν τεχνητή, εντελώς διαφορετική από την ομιλουμένη της εποχής της, και να διαπιστώσουμε ότι ήταν σε σημαντικό βαθμό ζωντανή και ποικιλόμορφη. Η προσεκτικότερη εξέταση των έργων δείχνει ότι η γλώσσα αυτή αντικατοπτρίζει ένα φάσμα μορφικών τύπων, ο συνολικός χαρακτηρισμός των οποίων με τον όρο καθαρεύουσα είναι περιοριστικός. Για την ακρίβεια, ο όρος (με τη σημερινή έννοια) φαίνεται να καλύπτει ένα μόνο μέρος της παλαιάς πεζογραφικής μας γλώσσας, αυτό που απομακρύνεται από την ομιλουμένη της εποχής τόσο, όσο απομακρύνεται από τη σημερινή καθομιλουμένη εκείνο που σήμερα ονομάζουμε καθαρεύουσα. Το μέρος αυτό είναι τα κείμενα τα γραμμένα σε αρχαΐζουσα. Για ν’ αναφέρω ένα ενδεικτικό στοιχείο: το 1842 ο Γρηγόριος Παλαιολόγος, απαντώντας στις επικρίσεις των αρχαϊστών ότι η γλώσσα του μυθιστορήματός του Ο Πολυπαθής (την οποία σήμερα θα χαρακτηρίζαμε καθαρεύουσα) είναι «κοινή» και αγοραία, γράφει: «Είναι, νομίζω, η καθομιλουμένη σήμερον». Και διευκρινίζει ότι χρησιμοποιεί αυτή τη γλώσσα επειδή είναι φυσική.

Ο βαθμός και η έκταση της προφορικότητας της καθαρεύουσας αυτή την περίοδο είναι ένα θέμα που πρέπει να διερευνηθεί συστηματικότερα, αν θέλουμε να καταλάβουμε καλύτερα τη λογοτεχνία της εποχής. Τα σημερινά στοιχεία μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι η καθομιλουμένη στην Αθήνα και τα αστικά κέντρα δεν ήταν ενιαία, και ότι ανάμεσα στις διάφορες μορφές της ομιλουμένης του εγγράμματου αστικού πληθυσμού η «δημοτική» δεν είναι βέβαιο ότι ήταν η επικρατέστερη. Με άλλα λόγια, η καθομιλουμένη του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, λόγω των ισχυρών προσμίξεών της με την αρχαΐζουσα γλώσσα της εκπαίδευσης, ήταν πολύ λιγότερο ομοιογενής απ’ ό,τι η σημερινή καθομιλουμένη και απλωνόταν σε μιαν ευρεία τυπολογική κλίμακα. Τα δύο άκρα αυτής της κλίμακας καταλάμβαναν οι δύο ανόθευτες μορφές της, δηλαδή η γλώσσα του τοπικού ιδιώματος και η αρχαΐζουσα, ενώ ενδιάμεσες διαμορφώσεις θα πρέπει να ήταν η γλώσσα των εγγραμμάτων κατοίκων της υπαίθρου, η γλώσσα των εγγραμμάτων των αστικών περιοχών και η γλώσσα των μορφωμένων και των λογίων, η οποία τρεφόταν από τον γραπτό λόγο, που ήταν τεχνικότερος, γιατί επεδίωκε μια μορφή ομοιογενέστερη από εκείνη της προφορικής ομιλίας. Την πολυμορφία αυτή, καθώς και τους μικτότερους λεκτικούς και φραστικούς τύπους που κατ’ ανάγκην παράγονταν από τη διασταύρωση των παραπάνω γλωσσικών επιπέδων, δηλαδή κατά τη συνομιλία μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής γλωσσικής τάξεως, προσπαθούσε, σε ορατό βαθμό, να αποδώσει η από τη φύση της περισσότερο ρεαλιστική (απ’ ό,τι η ποιητική) γλώσσα της πεζογραφίας.

Ο γλωσσικός αγώνας τουλάχιστον ώς το 1860 ήταν αγώνας λιγότερο μεταξύ «δημοτικής» και «καθαρεύουσας» και περισσότερο μεταξύ «καθαρεύουσας» και «αρχαΐζουσας». […]

Πηγή: Νάσος Βαγενάς, «Εισαγωγικά». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Γ΄. 1830-1880, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1996, 10-11.