Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Αιολική Σχολή

 Αιολική Σχολή: μία από τις τρείς κύριες τάσεις της πεζογραφίας της γενιάς του 1930. Περισσότερο ελληνοκεντρική, αναζητεί με πάθος την ελληνικότητα στην παράδοση, χωρίς ωστόσο να αρνείται ολότελα την επαφή με το ευρωπαϊκό πνεύμα. Για να είναι ωφέλιμη και παραγωγική η επαφή με τα δυτικά πρότυπα οφείλει να είναι αφομοιώσιμη από την εθνική πνευματική παραγωγή με τέτοιο τρόπο ώστε τελικά να δηλώνει καθαρά την ελληνικότητα της. Η τάση εκπροσωπείται από λογοτέχνες που προέρχονται από ημιαστικά περιβάλλοντα της Μυτιλήνης και του Αϊβαλιού, απέναντι παράλια Μ. Ασίας (Μυριβήλης, Βενέζης).


Περισσότερο ομάδα παρά σχολή: ομάδα σχεδόν συνομήλικων συγγραφέων που λειτούργησε και διαμορφώθηκε σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, στο πλαίσιο μιας πολύ συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Ομάδα που διαμορφώθηκε μέσα από τον πόλεμο, τη μικρασιατική καταστροφή, την εμπειρία της προσφυγιάς και του εκπατρισμού. Δεν είχε επιγόνους. Η θεματική της ήταν,  η τραυματική εμπειρία των Βαλκανικών Πολέμων, της Μικρασιατικής Καταστροφής, της προσφυγιάς, της αιχμαλωσίας.

Οι λογοτέχνες της τάσης αυτής δραστηριοποιήθηκαν σε Λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς συλλόγους στη Λέσβο, εξέδιδαν εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά, ήταν συσπειρωμένοι γύρω από τον Μυριβήλη και  τον Κόντογλου, γενικά είχαν αναπτύξει έντονη πνευματική δραστηριότητα, ευρύτερα γνωστή ως "λεσβιακή άνοιξη / αναγέννηση".

Επιχείρησαν μια πρώτη προσπάθεια σε ανανέωση της λογοτεχνικής ζωής σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Τα μέλη της ομάδας διατήρησαν τους δεσμούς μεταξύ τους με αποτέλεσμα η προσπάθεια τους να συνεχιστεί στην Αθήνα (λόγω εκπατρισμού), στο πλαίσιο της γενιάς του '30.

Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της αιολικής σχολής είναι:

1. Η αφήγηση της βιωμένης εμπειρίας

2. Ο σεβασμός στις παραδόσεις της ελληνικής αγροτικής ζωής και η αντίθεση προς

το δυτικότροπο αστικό πολιτισμό.

3. Ο ρεαλισμός της περιγραφής και η ταυτόχρονη άμβλυνση του ρεαλιστικού

πλαισίου μέσα από τη λυρική έκφραση και την αισθητική επεξεργασία της

μορφής του έργου.

1.      Η αφήγηση της βιωμένης εμπειρίας

Η θεματική: Μυθιστορήματα βασισμένα στη βιωμένη εμπειρία των Βαλκανικών  Πολέμων και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Με εξαίρεση τον Κόντογλου, καταγράφουν κατά κύριο λόγο τα τραγικά τους βιώματα από την περίοδο 1912- 1922. Ο σκοπός: να κρατήσουν ζωντανά στη συλλογική μνήμη τα κρίσιμα για την Ελλάδα ιστορικά γεγονότα.  

Καθοριστικά έργα

1. Η ζωή εν τάφω, Μυριβήλης,

2. Το Νούμερο 31328, Βενέζης,

3. Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου, Δούκας.

Ξεχωρίζουν για τον αντιμιλιταριστικό και αντιηρωικό τους τόνο και καθορίζουν ολόκληρη τη μετέπειτα πολεμική πεζογραφία. Παρουσιάζονται με τη μορφή της μαρτυρίας, σε α' ενικό πρόσωπο (οπτική γωνία) πιστοποιώντας έτσι την αυθεντικότητά της. Λειτουργία της μνήμης, αναπαράσταση της βιωμένης εμπειρίας. Ημερολογιακές και αυτοβιογραφικές αφηγηματικές μορφές.

Χαρακτηριστικά της αιολικής πεζογραφίας 

Αμφισβήτηση του επικού και ηρωικού χαρακτήρα του πολέμου. Αντίστοιχη προβολή της τραγικότητας του ατόμου και της ανθρώπινης μοίρας. Η διαπλοκή της ατομικής ιστορίας με τη συλλογικότητα των εθνικών πολεμικών διεκδικήσεων γίνεται μέσα από την οπτική γωνία του ατομικού με κριτήριο τις ανθρωπιστικές αξίες και με έμφαση στην αγάπη για τη ζωή. Μολονότι πρόκειται για ατομικές ιστορίες δε δεσμεύονται από την ατομική διάσταση της αφήγησης και αποκτούν εμβέλεια συλλογική. Ωστόσο η συλλογικότητα τους έχει μια χροιά ευρύτερα ανθρωπιστική κι όχι αμιγώς εθνική ή πατριωτική.Τα 3 αυτά μυθιστορήματα λοιπόν δεν παρουσιάζουν το ηρωικό έπος των εθνικών αγώνων αλλά εκφράζουν: Τη βαθιά ανθρώπινη διάσταση της δοκιμασίας του κάθε ανθρώπου στον πόλεμο, την υπαρξιακή αγωνία του θανάτου, τη φρίκη της βίας και του σωματικού πόνου.  Γι’ αυτό σε μεταγενέστερες εποχές αντιμετωπίστηκαν με επιφύλαξη.

Η αφηγηματική μορφή που προτιμούν οι εκπρόσωποι της Αιολικής Ομάδας; Άλλοτε τη φόρμα του διηγήματος, και άλλοτε εκείνης του μυθιστορήματος. Κυριαρχεί σταθερά η λειτουργία της μνήμης και η αναπαράσταση της βιωμένης εμπειρίας της προσφυγιάς και του πολέμου. Ειδικότερα αναπτύσσουν ημερολογιακές και αυτοβιογραφικές αφηγηματικές μορφές, μορφές δηλαδή που δεν κατόρθωσαν να οδηγηθούν σε σύνθετες δομές, ούτε να ανταποκριθούν στις φιλόδοξες μυθιστοριογραφικές επιδιώξεις της γενιάς.

Οι συγγραφείς της Αιολίδας έμειναν προσηλωμένοι στον τόπο της καταγωγής τους με μια ολοφάνερη νοσταλγική διάθεση. Στα περισσότερα έργα τους κυρίαρχο είναι το αγροτικό και ημιαστικό περιβάλλον της Λέσβου, αλλά και της Ανατολής. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο φαντάζουν ως απόηχος της παλιότερης ηθογραφίας. Περισσότερο στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, όταν δηλαδή οι περισσότεροι από τους συγγραφείς της ομάδας είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα, αυτή η προσήλωση στην εντοπιότητα και στις λαϊκές αξίες, όπως επίσης και η τραυματική εμπειρία του εκπατρισμού και της προσφυγιάς, μετεξελίχτηκαν σε διαρκή αναζήτηση της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας, της «ελληνικότητας». Αυτό που συνέβη σε εκείνη τη φάση είναι η συγχώνευση της προσήλωσης στα πάτρια εδάφη στην κρατούσα την εποχή εκείνη ιδεολογία του «πνευματικού εθνισμού». Επρόκειτο για μια άλλη μορφή της Μεγάλης Ιδέας και λειτούργησε ως αντίβαρο στις μαρξιστικές ιδέες, καθότι η πρώτη είχε καταρρεύσει και προέκυψε η αναγκαιότητα κατάδειξης της πνευματικής ιδιοφυίας του ελληνισμού, η οποία δικαιώνει την αξίωση εφάμιλλης αντιμετώπισης του ελληνισμού έναντι των άλλων ευρωπαϊκών παραδόσεων.

Τα πρότυπα των πεζογράφων της Αιολικής Ομάδας:

 Η αναζήτηση της ελληνικότητας οδήγησε στην αναγωγή στις λαϊκές παραδόσεις και στην αξιοποίηση του λαϊκού λόγου. Μορφές που συνιστούν γνήσια έκφραση της ελληνικής πολιτισμικής μνήμης και ταυτότητας θεωρήθηκαν ο λόγος του Μακρυγιάννη και οι πίνακες του Θεόφιλου. Βάσεις στις οποίες θα έπρεπε να στηριχτεί η νέα ελληνική πολιτισμική ταυτότητα αναγνωρίστηκαν η κλασική αρχαιότητα, η βυζαντινή ορθοδοξία και ο λαϊκός πολιτισμός.

Πώς αντιμετώπισαν οι πεζογράφοι της Αιολικής Ομάδας την ελληνική φύση;

Έμειναν προσηλωμένοι στον τόπο καταγωγής τους, τον οποίο πρόβαλλαν μέσα από τα έργα τους με μια νοσταλγική διάθεση. Μετά την εγκατάσταση τους στα αστικά κέντρα και ιδίως στην Αθήνα η αναφορά στα πάτρια εδάφη, στην ελληνική ύπαιθρο της περιοχής της Αιολίδας και στους ανθρώπους της, λειτούργησε ως έκφραση της αναζήτησης της ελληνικότητας. Η ελληνική φύση όμως «όχι μόνο ανάγεται σε κύριο συστατικό εθνικής μοναδικότητας και ιδιοτυπίας, αλλά πνευματοποιείται, γίνεται άυλη και αφηρημένη δύναμη» (Τζιόβας, 1989). Με το έργο τους, το ταξιδιωτικό και το μυθιστορηματικό, κατασκευάζουν μια νέα αιγαιακή πολιτισμική μυθολογία:

 Ο θαλάσσιος και νησιωτικός χώρος του Αιγαίου δηλαδή αποδεικνύει την μεση διασύνδεση του νέου ελληνισμού με την αρχαία μυθολογία και ιστορία, αλλά και την άρρηκτη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, άρα λειτουργεί ως στήριγμα της ελληνικής πολιτισμικής και εθνικής ταυτότητας. Η θάλασσα αντιμετωπίστηκε ως πηγή αυτογνωσίας και βιολογικής συνείδησης: είναι η αρχέγονη πηγή της ύπαρξης του ελληνισμού, η πηγή της ιστορίας και του πολιτισμού της. Αυτή η φυλετική και βιολογική διάσταση της ελληνικότητας οδήγησε και στην υποστήριξη ακραίων θέσεων, όπως ότι κάθε έργο πρέπει, για να είναι αξιόλογο σε χρονική προοπτική, να είναι εναρμονισμένο με το πνεύμα της φυλής του (Μυριβήλης) – θέση που φυσικά υπήρξε ενάντια στην εισαγωγή κάθε νεωτερισμού.

Πηγή:  Nεότερη Eλληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ός αιώνας), Eγχειρίδιο Mελέτης. EAΠ, Πάτρα 2008, σ. 412- 420.