Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Τι αναφέρουν οι ιστορικές πηγές για τους Κοτσαμπάσηδες

 

«Οι ρωμιοί έχουν τους μεγαλύτερους εχθρούς ανάμεσά τους. Αυτοί είναι οι κοτζαμπάσηδες, από ρωμέικη γενιά, που ενώ κάνουν τούμπες μπροστά στον τούρκο, φορολογούν με τον πιο σκληρό τρόπο εκείνους, που έπρεπε να αγαπούν και να παρηγορούν…Η εκφυλισμένη αυτή γενιά έχει όλα τα ελαττώματα των σκλάβων. Μέσα στις εκκλησίες κάθονται σε στασίδια κοντά στο δεσποτικό και σαν τους φαρισαίους τους αρέσει να εξαγοράζουν την πρωτοκαθεδρία αδιαφορώντας γιά την ευτυχία των συγχωριανών τους. Κάτω από το μαχαίρι των τούρκων ο ρωμιός είναι σκλάβος. Κάτω όμως, από την εξουσία των συγχωριανών του (κοτζαμπάσηδων), γδύνεται ολότελα και είναι εκατό φορές πιο δυστυχισμένος». Th. Thornton: «Etat actual de la Turquie», Παρίσι, 1812.

  

Οι κοτζαμπάσηδες ή προύχοντες έλκουν την καταγωγή τους από τους χριστιανούς σπαχήδες των πρώτων αιώνων τής οθωμανικής περιόδου και θα αποτελέσουν την αγροτική αριστοκρατία τής προεπαναστατικής εποχή στον ελλαδικό χώρο. Είναι αυτοί, που θα λειτουργήσουν σαν τοποτηρητές των οθωμανών και ο ρόλος τους θα είναι να διατηρήσουν την κυριαρχία τους, επωφελή βέβαια και γιά τους ίδιους. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι κατά την περίοδο τής δεύτερης ενετικής κατοχής τού Μωρηά «...οι προεστοί τού τόπου», σύμφωνα με τα γραφόμενα τού κοτζάμπαση Καννέλου Δεληγιάννη στα Απομνημονεύματά του,«απεφάσισαν να υποκύψουν αυθορμήτως εις τον τουρκικόν ζυγόν. Εσυμφώνησαν λοιπόν, όλοι οι πρόκριτοι των επαρχιών και απήλθον εις τας Θήβας, όπου κατά το 1714 εστάθμευε ο μεγαλόφρων και τρομερός στραάρχης Τοπιάλ Οπουμάν Πασάς με 50.000 και τού προσέφεραν αυθορμήτως την πατρίδα τους να ενωθή με την λοιπήν οθωμανικήν αυτοκρατορίαν». (Τ. Σταματόπουλου: «Ο κατακαημένος Μοριάς και η δραματική ιστορία του, σελ. 155). 

Πριν από το ʽ21 υπήρχαν ρωμιοί τσιφλικάδες με τεράστιες περιουσίες, πολύ μεγαλύτερες από αυτές πολλών οθωμανών. Οι Σισσίνηδες στην Ηλεία, οι Ζαΐμηδες και οι Λόντοι στην Αχαΐα, οι Δεληγιανναίοι στην Αρκαδία, οι Νοταράδες στην Κορινθία είναι οι κυριότεροι χριστιανοί γαιοκτήμονες. Οι οθωμανοί, που στην ουσία είναι μειοψηφία, θα συνεργαστούν με τους κοτζαμπάσηδες, «έχοντες» κατά τον γραμματέα τού Κολοκοτρώνη Οικονόμου, «αυτών ανάγκην ως μεσιτών προς τον λαόν εις την υποταγήν» (Μ. Οικονόμου: «Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας», σελ. 18), όπως άλλωστε και με τις άλλες χριστιανικές ηγετικές ομάδες (κλήρο, αρματoλούς).

 

Στα νησιά, όπου δέν υπάρχει οθωμανική ιδιοκτησία, κοτζαμπάσηδες (αρχηγοί) είναι οι πλούσιοι πλοιοκτήτες, που ζουν σε πύργους ή οχυρωμένα σπίτια και ονομάζονται «οικοκυραίοι». Οι ρωμιοί προύχοντες, κατέχοντες στην ουσία αυτοί την πολιτική εξουσία στις περισσότερες επαρχίες, φέρονταν σκληρότατα στους άλλους χριστιανούς. Πολλές φορές ήταν οι αίτιοι να υφίσταται άγριες καταπιέσεις ο αγροτικός πληθυσμός, γεγονός, το οποίο επιμελώς αποφεύγουν να σημειώνουν οι ρωμιοί ιστορικοί, χαρακτηρίζοντας και περιγράφοντας τους χρόνους εκείνους ως «μαύρους χρόνους σκλαβιάς» χωρίς να καταλογίζουν ευθύνες στους κοτζαμπάσηδες.
 

Οι κοτζαμπάσηδες είχαν διοικητικές, δικαστικές και αστυνομικές αρμοδιότητες, που παραχωρούνται από τους οθωμανούς, στους οποίους δέν είναι αναγκασμένοι να λογοδοτούν γιά τον τρόπο τής άσκησής τους, αλλά γιά τα αποτελέσματά τους. Οι εκλογές, που διεξάγονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στις κοινότητες είναι τις περισσότερες φορές τυπικές και απλά επικυρώνουν το συνήθως κληρονομικό δικαίωμα των πλουσίων στη διοίκησή τους.
 

Η βασική και πλέον προσοδοφόρα αρμοδιότητά τους στους προ τού ʼ21 χρόνους, είναι η ενοικίαση, η κατανομή και η είσπραξη των φόρων τού κράτους.Όλες οι πηγές, άλλωστε συμφωνούν με τούτη τη μαρτυρία ενός οθωμανού, που αιχμαλωτίστηκε το 1821 στην Τριπολιτσά: «Η συνέλευσις των προεστώτων παρόντων και αγάδων, επρόσθετον εις το διά το Δοβλέτι (βασιλείαν) ορισθέν ποσόν διπλά και τρίδιπλα δι' έξοδα διάφορα, και το αναλόγιζαν εις τας διαφόρους επαρχίας, κατά τον πληθυσμόν και την κατάστασιν. Μετά τούτο έπαιρναν οι προεστώτες εκάστης επαρχίας τον κατάλογον τού εις έκαστον αναλογούντος ολικού φόρου, επικυρωμένον και από τον πασάν, όμοιος τού οποίου εστέλλετο και εις τον Βοεβόδαντής επαρχίας και απήρχοντο. Αυτοί δε προσεκάλουν τους προεστώτας των χωρίων και διπλασιάζοντες μετʼ αυτών το ποσόν, λόγω επαρχιακών εξόδων, το αναλόγιζαν εις έκαστον χωρίον. Το αυτό έπραιττον και οι των χωρίων προεστώτες, συγκαλούντες τους κατοίκους και αναλογίζοντες εις έκαστον το πληρωτέον ποσόν. Αλλʼ επρόσθετον και αυτοί. Ούτω λοιπόν εγυμνώνητο ο ραγιάς και ετυραννείτο. Ημείς δε οι τούρκοι είμεθα απλοί εκτελεσταί των αποφάσεων των προεστώτων και άνευ τής αποφάσεως αυτών ημείς δέν ηδυνάμεθα να εισπράξωμεν φόρον». (Τ. Σταματόπουλου: «Ο εσωτερικός αγώνας»).
 

Η κατάσταση τού αγροτικού πληθυσμού σʼ ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο ήταν φρικτή. Οι αγρότες λιμοκτονούσαν κι αναγκάζονταν να δουλεύουν γιά ένα κομμάτι ψωμί κάτω από καταπιεστικές συνθήκες: «Εκεί, εργάζονται χιλιάδες άτομα γιά να παράγουν γιά ένα πολύ μικρό αριθμό ανθρώπων, εκεί μικροί τύραννοι συγκεντρώνουν τον όγκο εργασίας μιάς ολόκληρης περιοχής γιά να τον καταβροχθίζουν μόνοι τους. Δέν αφήνουν, μάλιστα, στον δύστυχο παραγωγό ούτε τα στοιχειωδώς απαραίτητα, και πωλούν ό,τι δέν μπορούν να καταβροχθίσουν γιά να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους. Στη Μακεδονία, όπως και στην Πολωνία, οι αγρότες πεθαίνουν απ' την πείνα και οι άρχοντες πλημμυρίζουν από χρυσάφι». (Φέλιξ Μπωζούρ: «Πίνακας τού εμπορίου τής Ελλάδας στην τουρκοκρατία», τ. Αʼ, σελ. 84).
 

Η αφόρητη καταπίεση, η ωμή βία, το άγριο χαράτσωμα, είναι τέτοιο, που κάτοικοι πολλών περιοχών φτάνουν στο σημείο να ζητήσουν τη βοήθεια των οθωμανών εξουσιαστών, γιά να σωθούν:
«Εμείς οι πτωχοί ραγιάδες τής νήσου Σάμου, από χρόνια κατακυριευμένοι και βασανισμένοι από τους αγοραστάς τού μουκατά, οίτινες σύμφωνοι με μερικούς κοτσαμπάσηδές μας καθεκάστην επιφέρουν εις ημάς τους δυστυχείς αρπαγάς, αδικίας, τζερεμέδες, ζουλούμια, προδοσίας και άλλα μύρια κακά». (Ε. Σταματιάδη: «Σαμιακά», σελ. 11).
 

Στις επαρχίες τής οθωμανικής αυτοκρατορίας επικρατούσε ο θεσμός των κοινοτήτων. Ήταν δηλαδή καθιερωμένο το αποκεντρωτικό σύστημα αυτοδιοίκησης. Κάθε όμως μεγάλη περιοχή κυβερνάτο από έναν πασά και απʼ αυτόν εξαρτούνταν τόσο οι τοπικοί τούρκοι άρχοντες των μικρότερωνεπαρχιών, όσο και οι προεστοί, που διοικούσαν τις κοινότητες. Στις πόλεις και τα χωριά οι έχοντες μεγάλη περιουσία λέγονταν οτζάκια. Αυτοί αποτελούσαν την αριστοκρατία τού τόπου. Το σπουδαιότερο πρόσωπο τής κοινότητας ήταν ο προεστός ή δημογέροντας ή κοτζάμπασης και αλλού, όπως στη Μακεδονία και κυρίως στη Θράκη, τσορμπατζής. Εννοείται, ότι οι κοτζαμπάσηδες ανήκαν στις εύπορες οικογένειες και πολλοί από αυτούς στα οτζάκια. Κατά τον επίσημο τουρκικό όρο, οι τούρκοι προεστώτες λέγονταν αγιάν (στα ρωμέικα αγιάνηδες). Οι κοτζαμπάσηδες λοιπόν, ήταν οι χριστιανοί προεστοί των χριστιανικών κοινοτήτων.
 

Από το 1806 και μετά υπήρχαν δύο κόμματα, στο οποία συμμετέχουν οθωμανοί αξιωματούχοι
και χριστιανοί κοτζαμπάσηδες. Μέσʼ απ' αυτά εξυπηρετούν με συνεργασία τα συμφέροντά τους, που είναι η υποταγή των καταπιεσμένων, (ρωμιών, τούρκων, εβραίων κ.λπ.), το χαράτσι κι η προστασία τής κυριαρχίας τους. Υπάρχει μάλιστα και «συμφωνητικό μεταξύ των τούρκων εξάρχων τού Μοριά και των ρωμιών προεστώτων των διαφόρων καζάδων, περί αμοιβαίας υποστηρίξεως εναντίον επιδρομής ή εξεγέρσεως τινος εκ μέρους εναντίον ή κακώς φρονούντων».
(Αρχείο Λόντου, τ. Α΄, σελ. 89,Ιστορικόν Αρχείον Ι. Θεοφανίδη,τχ. Αʼ, σελ. 214). 

Οι καταπιεσμένοι τους μισούν θανάσιμα, γιʼ αυτό άλλωστε σε πολλές εξεγέρσεις, που έγιναν, όχι μόνο τους καίνε τα σπίτια και τις περιουσίες, αλλά τους σκοτώνουν όποτε βρίσκουν την ευκαιρία. Οι κοτζαμπάσηδες αναφέρονται καθαρά σαν τὐραννοι και εξουσιαστές, χωρίς καμμία απολύτως διαφορά από τσυς οθωμανούς. Άλλωστε, τους ονομάζουν καλλικάντζαρους και τουρκοκοτζαμπάσηδες. Ο Δημήτριος Υψηλάντης στις προκηρύξεις του, που εκδόθηκαν το 1821, χαρακτηρίζει τους προεστούς «όμοιους των τούρκων και άξιους τού μίσους τού πάσχοντος λαού». Ο Καποδίστριας ονομάζει τους κοτζαμπάσηδες «τούρκους φέροντας όνομα χριστιανών».
 

Όμως, «οι κοτζαμπάσηδες ή προύχοντες δέν ήσαν λαοπρόβλητοι, καθώς τινες γράφουσι και λέγουσι. Αλλ' ήσαν ένα σώμα ενωμένον διά τού μεταξύ των συμφέροντος... Όλα τα γινόμενα έξοδα ήσαν εις βάρος τού ραγιά, ώστε ο ραγιάς δέν είχε καμμίαν ανακούφισιν εκ μέρους των κοτζαμπάσηδων ή των λεγόμενων πληρεξουσίων (Βεκιλίδων). Όλος ο θόρυβος και η κίνησις εγένετο προς το συμφέρον των τούρκων και των συντρόφων των κοτζαμπάσηδων... Ούτοι ενήργουν ως υπηρέται των ορέξεων των τούρκων και το επάγγελμα αυτό ήτο ο πόρος τής απαλλαγής των από τα βάρη και τας φορολογίας. Εισέπραττον εκατόν και έδιδον μόνο είκοσι πέντε, εξαπατώντες τους τούρκους. Τοιούτος ήτο ο κοτζάμπασης, όστις κατά τα άλλα πάντα εμιμείτο τον τούρκον, καθώς εις την ενδυμασίαν, εις τους εξωτερικούς τρόπους και εις τα τής οικίας του. Η ευζωία του ήτο όμοια με εκείνην τού τούρκου και μόνο κατά το όνομα διέφερεν, αντί π.χ. να τον λέγουν Χασάνην, τον έλεγαν Γιάννην και αντί να πηγαίνει εις το τζαμί, επήγαινεν εις εκκλησίαν. Μόνον κατά τούτο υπήρχε διάκρισις».(Φωτάκου: «Απομνημονεύματα», τ. Αʼ, σελ. 32-33).