Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Η γενιά του '30 και η ελληνικότητα

Γενιά του '30 αποκαλείται το σύνολο των λογοτεχνών, καλλιτεχνών και διανοουμένων που δραστηριοποιούνται τη δεκαετία αυτή, αναζητώντας της ελληνικότητα στην τέχνη και την λογοτεχνία.

Η Μικρασιατική καταστροφή και οι επιπτώσεις της λειτούργησαν καταλυτικά. Η ήττα δίνει αίσθηση εθνικής απομόνωσης και αυτό δημιουργεί την ανάγκη περιχαράκωσης των εθνικών χαρακτηριστικών. Οι Έλληνες λογοτέχνες αναζήτησαν την ελληνικότητα ως πολιτική αξία, για να διαφοροποιηθούν και από τους "πολιτιστικά νεόκοπους" Ευρωπαίους, όσο και από τους "απολίτιστους" Οθωμανούς. 

Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική τέχνη δε μπορούσε να βασιστεί στα νεωτερικά επιτεύγματα της Δύσης για να λάβει τη θέση της (θέλοντας να πάψει να εξαρτάται από αυτά). Άλλωστε, εξακολουθούσαν να υπάρχουν πολλαπλοί δεσμοί με την Ανατολή, σε μια σχέση πολύ πιο σύνθετη.

 Η καλλιτεχνική ανανέωση της Ευρώπης, δεν επέτρεπε στην Ελλάδα να επιστρέψει και να χρησιμοποιήσει τον αρχαίο πολιτισμό της μόνο. Οι εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 ήταν και μορφωμένοι, και ενήμεροι για τους νεωτερισμούς, συν το γεγονός πως η προηγούμενη από αυτήν γενιά, είχε ήδη ενσωματώσει κάποιους νεωτερισμούς. Έτσι, το αρχαίο παρελθόν δε μπορούσε να λειτουργήσει δημιουργικά από μόνο του. Οι εκφραστές του’30 καταλάβαιναν πως μια τυπική νεοκλασική αναβίωση θα ήταν στείρα και ιστορικά αδύνατη. Με την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, έπρεπε να βρεθεί κάτι που θα έβγαζε την Ελλάδα εκτός των στενών ορίων της. Αυτή η ‘γέφυρα’ έγινε το Βυζάντιο. Έτσι, η σύνδεση της νεοελληνικής τέχνης με τη Βυζαντινή, έδωσε καινούρια διάσταση στην ελληνικότητα. Πόσο μάλλον, που η ιστορική αυτή περίοδος είχε συστηματικά υποτιμηθεί. 

Η κάθε ομάδα της γενιάς του ‘30 διαθέτει και τη δική της οπτική περί ελληνικότητας, συνέπεια των χαρακτηριστικών της. Ωστόσο, όλες υιοθετούν την αξία της ελληνικότητας. Η επανασύνδεση της νεοελληνικής με τη βυζαντινή τέχνη, τόνιζε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας – αντιδυτικής πολλές φορές. Η επιτακτική ανάγκη ήταν να συνδεθεί το Βυζάντιο με το αρχαίο ελληνικό παρελθόν και την Ελλάδα του 20ου αι. Έτσι, οι θεωρητικοί στράφηκαν προς ένα χώρο μέχρι στιγμής αδιάφορο, τη λαϊκή, πολιτιστική παράδοση. Η θεωρία ήταν πως πέρα από την επίσημη νεοελληνική τέχνη, το γερμανοτραφή ακαδημαϊσμό και το δυτικότροπο νεωτερισμό, υπήρχε ένα δραστήριο και ζωντανό ρεύμα που το συντηρούσαν με βάση μια παράδοση αιώνων, που διατηρούσε τα χαρακτηριστικά της αναλλοίωτα, κυρίως δε, τα βυζαντινά. Από τα μέσα του ’20 άρχισαν να εμφανίζονται μικρές, σχετικές εκδόσεις. Η Αγγελική Χατζημιχάλη, με το έργο «Σκύρος», έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιστροφή αυτή. Θεωρεί πως η λαϊκή τέχνη είναι δύναμη αντίστασης έναντι των ξένων. Ο σύλλογος «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη» ιδρύεται το 1931 και την ίδια περίοδο εμφανίζονται οι πρώτες δημοσιεύσεις για τη λαϊκή αρχιτεκτονική. Λαογράφοι και αρχιτέκτονες αναλαμβάνουν την υποστήριξη της λαϊκής τέχνης με δημοσιεύσεις τους – κυρίως ο Δημήτρης Πικιώνης – ενώ οι ζωγράφοι δημιουργούν έργα που συνδέονται με τη Βυζαντινή Τέχνη. 


Τα χρόνια του’30 η ελληνικότητα ως αξία πολιτισμού, αποκτά το χαρακτήρα ιδεολογίας που δε στερείται αντιφάσεων. Υπάρχουν δύο τοποθετήσεις :
Α) οι ελληνολάτρες αναβιωτές των θέσεων Γουναρόπουλου
Β) οι μετριοπαθέστεροι που προσπάθησαν να γεφυρώσουν το χάσμα δυτικής νεωτερικότητας – νεοελληνικής ταυτότητας. Ανάμεσά τους, κινούνται πολλές αποχρώσεις.
Εκείνοι που τήρησαν τις αποστάσεις είναι οι Αριστεροί λογοτέχνες και διανοούμενοι. Λόγοι αυτού, ήταν η μαρξιστική θεωρία και η υποστήριξή τους στην τεχνολογική και βιομηχανική ανάπτυξη. 


Άλλος ένας παράγοντας επανασύνδεσης με τη λαϊκή παράδοση είναι οι πολιτιστικές εξελίξεις στη Δύση. Η ανακάλυψη του Θεόφιλου, συνδέεται ιστορικά με το δυτικό ενδιαφέρον για τη λαϊκή ζωγραφική (naïf). Στο Παρίσι, ο Γουναρόπουλος έδειξε φωτογραφίες έργων του Θεόφιλου στο Στρατή Ελευθεριάδη (Τεριάντ) που συνεργαζόταν με την επιθεώρηση Cashier’s d’Art. Βλέπουμε λοιπόν πως ο Θεόφιλος αρχικά δεν αναγνωρίσθηκε γηγενώς, αλλά λόγω της διορατικότητας του Γουναρόπουλου, που γνώριζε τις ευρωπαϊκές αναζητήσεις. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν δυτικής προέλευσης και την παραπομπή στο Βυζάντιο. Γενικά, η απομάκρυνση από τις «διεθνικιστικές» πειραματικές απόπειρες, προς μια αναζήτηση εθνοκεντρική, κυριαρχεί σε όλη τη Δυτική Ευρώπη και συμβαδίζει με την επικράτηση ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η αναζήτηση αυτή, εκφράζεται συνήθως με την επιστροφή στην παραστατικότητα. Εκ των υστέρων δόθηκε και στην Ελλάδα σημασία στο Μακρυγιάννη και κατ’ επέκταση στο Ζωγράφο  του οποίου η τέχνη αναγνωρίζεται μετά το ’36.

Το πρόσωπο της δικτατορίας του Μεταξά έδειξε τις πολλές ερμηνείες της ελληνικότητας. Ο Μεταξάς προτρέπει τους καλλιτέχνες να έχουν πρότυπα ‘γνησίως ελληνικά’. Το καθεστώς θεωρεί πως η ελληνικότητα αποκτά το σωστό της περιεχόμενο σε σχέση με τις συνθήκες που διατυπώνεται. Πολλοί διανοούμενοι παρασύρθηκαν από την ελληνολατρεία του και τον συνέδραμαν. Ταυτόχρονα, το ίδιο καθεστώς εισήγαγε ευρωπαϊκά πολιτικά πρότυπα.
Μετά τον πόλεμο η τέχνη ανοίχτηκε στα σύγχρονα, διεθνή ρεύματα. Αυτό ίσως οφείλεται και στον κορεσμό της συζήτησης για την ελληνικότητα (μπάφιασαν πια!)
Εδώ πρέπει να τονιστεί πως οι αξίες που υιοθετούνται μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, λειτουργούν θετικά ή αρνητικά στην εξέλιξη μιας κοινωνίας. Η εθνοκεντρική αναδίπλωση συνδέεται με τον πολιτικό συντηρητισμό. Όμως, ανάλογο περιεχόμενο μπορεί να έχουν και διαφορετικές αξίες, π.χ. η νεωτερικότητα μπορεί να σχετίζεται με επεκτατικές βλέψεις. Το σημαντικό είναι να υπάρχει ορθή ιστορική εκτίμηση των εκάστοτε αποτελεσμάτων, μέσω της κριτικής διάθεσης που είναι η κατ’ εξοχήν αξία της δημιουργικής καλλιτεχνίας. 


Πηγή: Τέχνες Ι: "Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας", τ. Γ΄, Νεότερη και Σύγχρονη Τέχνη, ΕΑΠ, ΠΑΤΡΑ, 2000.