Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

Χριστιανισμός η νέα ιδεολογία της Αυτοκρατορίας


Ο Κωνσταντίνος Α΄ με την ρηξικέλευθη πολιτική του συνετέλεσε αποφασιστικά στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη μεταβολή του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο ελληνοχριστιανικό Βυζάντιο. Η έκδοση του διατάγματος της ανεξιθρησκείας και η μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από την Ρώμη του Τίβερη στην Νέα Ρώμη του Βόσπορου άλλαξαν την ιστορική πορεία και τη μορφή της αυτοκρατορίας και αποκαλύπτουν την πολιτική διορατικότητα του Κωνσταντίνου Α΄. Ανεξάρτητα από το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ιστορικοί σχετικά με τα κίνητρα που υπαγόρευσαν τη θρησκευτική του πολιτική, η θρησκευτική πολιτική του Κωνσταντίνου Α΄ αποτελεί σταθμό στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υπό την επίδρασή της διαμορφώθηκε μια νέα πολιτική θεωρία, η ιδέα της Οικουμενικότητας του ρωμαϊκού κράτους τόσο σε πολιτικό όσο και σε θρησκευτικό επίπεδο.


Το πρώτο βήμα για την διαμόρφωση αυτής της πολιτικής είχε γίνει ήδη από τον Γαλέριο το 311, με το διάταγμά του αναγνώριζε στους Χριστιανούς το δικαίωμα της λατρείας, παύοντας τον διωγμό που ο ίδιος είχε ξεκινήσει το 303. Το 313 οι δυο συναυτοκράτορες Λικίνιος και Κωνσταντίνος Α΄ εξέδωσαν το ένδικτο των Μεδιολάνων, αναγνωρίζοντας την νομιμότητα της Χριστιανικής θρησκείας, εφαρμόζοντας μια πολιτική θρησκευτικής ανεκτικότητας. Σε μια εποχή που ο χριστιανικός πληθυσμός της αυτοκρατορίας, σύμφωνα με υπολογισμούς, δεν ξεπερνούσε το ένα δέκατο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος Α΄ διέβλεψε πως ο Χριστιανισμός ήταν η θρησκεία του μέλλοντος και ανέλαβε την προστασία της.

Ο Κωνσταντίνος αν και δεν ασπάσθηκε εξ αρχής τον Χριστιανισμό, φρόντισε με αρκετούς τρόπους να ενισχύσει την Χριστιανική Εκκλησία και να της δώσει εκτός από την απαραίτητη νομιμότητα και μια στέρεη διοικητική οργάνωση. Στα μέτρα αυτά εντάσσεται η οικοδόμηση χριστιανικών ναών, στον τύπο της βασιλικής, η παραχώρηση δικαστικών προνομίων στους επισκόπους, η φροντίδα του αυτοκράτορα να υποστηρίζει τους χριστιανούς που ζούσαν εκτός συνόρων, όπως φαίνεται στο παράδειγμα των Χριστιανών που ζούσαν στην επικράτεια της Περσίας, η παραχώρηση στην Εκκλησία του δικαιώματος να δέχεται δωρεές και τέλος η ανάμειξη του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Όλα αυτά τα μέτρα δεν αποτελούν ένδειξη μεταστροφής του Κωνσταντίνου Α΄ στον Χριστιανισμό, αλλά οφείλονταν μάλλον σε καθαρά πολιτικούς σκοπούς. Με αυτή την λογική αναζήτησε την υποστήριξη των Χριστιανών προκειμένου να αποκτήσει ένα ιδεολογικό πλαίσιο για την εξουσία του. Η θρησκευτική διάσταση του αυτοκρατορικού θεσμού υπήρχε από την εποχή της τετραρχίας κάθε αυτοκράτορας στήριζε την νομιμότητα της εξουσίας του σε κάποια θεότητα.  Ο Κωνσταντίνος Α΄ συνεχίζοντας την ρωμαϊκή αντίληψη για αυτόν τον θεσμό στρέφεται προς τον Χριστιανισμό που ως ιδεολογία εξυπηρετούσε την αντίληψή του για την «Μια Οικουμενική Αυτοκρατορία». 

Σε αυτό το σημείο όμως θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι και ο Χριστιανισμός οφείλει τα μέγιστα στον Κωνσταντίνο Α΄. Με την συμμετοχή του αυτοκράτορα στα εσωτερικά πράγματα της Εκκλησίας σχηματοποιείται για πρώτη φορά το χριστιανικό δόγμα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Σύνοδο της Νίκαιας το 325, όπου επιχειρήθηκε να δοθεί η έννοια την ενότητας της Εκκλησίας με την διατύπωση του Συμβόλου της Πίστεως και την παραδοχή τι είναι αποδεκτό για την διδασκαλία της Εκκλησίας και τι όχι. Εκείνη την χρονική στιγμή ο Κωνσταντίνος Α΄ φαίνεται να αντιλαμβάνεται την αξία της ενότητας της Εκκλησίας ως βασικής προϋπόθεσης για την συνοχή της αυτοκρατορίας.


Αν προσπαθούσαμε να αξιολογήσουμε το σύνολο της θρησκευτικής πολιτικής του Κωνσταντίνου Α΄ θα ήμασταν εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να παραδεχθούμε ότι δεν καινοτόμησε αλλά συμπεριφέρθηκε όπως και οι προηγούμενοι από αυτόν αυτοκράτορες υποστηρίζοντας μια θρησκευτική πολιτική ανεκτικότητας που στηριζόταν στον θρησκευτικό πλουραλισμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η θρησκευτική του πολιτική χαρακτηρίζεται από πραγματισμό όπως φαίνεται από τα παραδείγματα των πόλεων Ορκιστός και Ίσπελλου. Το νέο στοιχείο της θρησκευτικής του πολιτικής ανιχνεύεται στην προσπάθειά του να χρησιμοποιήσει τον Χριστιανισμό για να διασφαλίσει τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας στο κράτος. Ολόκληρη την θρησκευτική του πολιτική χαρακτηρίζει η αρχή του απόλυτου συγκεντρωτισμού, εξαιτίας αυτής της αντίληψης και την χριστιανική θρησκεία την αντιμετώπιζε ως δύναμη ενοποιητική για το κράτος. Όταν η αίρεση του Αρειανισμού απείλησε να διασπάσει την ενότητα της Εκκλησίας δεν δίστασε να συγκαλέσει την Σύνοδο της Νίκαιας, εγκαινιάζοντας τον «καισαροπαπισμό», ενέργεια που σαφώς αντέβαινε στο διάταγμα της ανεξιθρησκείας που ο ίδιος είχε κηρύξει.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

v  Cameron A., Η ύστερη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (284- 430), μετ. Ι. Κράλλη, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου- Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2000.

v  Chuvin P., Οι τελευταίοι εθνικοί. Ένα χρονικό της ήττας του παγανισμού, μετ. Χειμωνίδου Ο., εκδ. Θύραθεν, Αθήνα, 2003.

v  Lee A. D., Παγανιστές και χριστιανοί στην ύστερη αρχαιότητα, μετ. Τσαλιγοπούλου Χ., εκδ. Ενάλιος, Αθήνα, 2000.

v  Αθανασιάδη Π., Η άνοδος της μονοδοξίας στην ύστερη αρχαιότητα, εκδ. Εστίας, Αθήνα, 2017.

v  Ευθυμιάδης Σ., «Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι. τ. Β΄: Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, σ: 208-213.