Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Τρείς τρόποι διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού

 


Η απευθείας μετάδοση ξεκίνησε από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Την πρώτη περίοδο της πολιτιστικής επαφής μεταξύ της Ρώμης και της Ελλάδας δεν υπήρξε πρόβλημα πρόσβασης των Ρωμαίων λογίων στους καρπούς της ελληνικής επιστήμης. Η διγλωσσία ήταν διαδεδομένη και επιπλέον υπήρχε πλήθος Ελλήνων δασκάλων οι οποίοι παρείχαν στους μορφωμένους Ρωμαίους τα μέσα για να μετέχουν κι αυτοί της ελληνικής παιδείας. Παράλληλα άρχισαν να εμφανίζονται σποραδικά και οι πρώτες μεταφράσεις από τα ελληνικά στα λατινικά, οι οποίες πολλαπλασιάζονταν όσο έφθινε, με την πάροδο του χρόνου, η γνώση των ελληνικών. Ο Κικέρωνας (1ος αι. μ.Χ.) μετέφρασε τον Τίμαιο του Πλάτωνα – η οποία ωστόσο γρήγορα χάθηκε. Ο σημαντικότερος μεταφραστής των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων ήταν ο Βοήθιος (480-524 μΧ.). Μετέφρασε Αριστοτέλη και παράφρασε Νικόμαχο, Ευκλείδη και Πτολεμαίο. 

 

Ο Βοήθιος επιχείρησε να εκπονήσει ένα μεγαλεπήβολο πρόγραμμα συγγραφής έργων, βασισμένο σε ελληνικές πηγές, για όλους τους κλάδους του quadrivium[1], φυλακίστηκε όμως για πολιτικούς λόγους και δολοφονήθηκε. Δεν γνωρίζουμε αν πρόλαβε να φέρει σε πέρας το έργο του. Πάντως κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα του αποδίδονταν μια Γεωμετρία (σώζεται σε διάφορες εκδοχές) και μια Αστρονομία (δεν σώζεται). Παράλληλα με τις μεταφράσεις (και παραφράσεις) αναπτύχθηκε στη λατινική Δύση η παράδοση της συγγραφής εγκυκλοπαιδειών και εκλαϊκευτικών συμπιλημάτων. Ωστόσο με την πάροδο των ετών οι συγγραφείς τέτοιου είδους έργων έπαψαν βαθμιαία να βασίζονται σε ελληνικές πηγές και, όλο και περισσότερο, στηρίζονταν σε προηγούμενα ανάλογα έργα, επαναλαμβάνοντάς ουσιαστικά ο ένας τον άλλον. Σταδιακά λοιπόν αυτή η οδός διάδοσης της ελληνικής επιστήμης προς την Ευρώπη -η οποία έτσι κι αλλιώς περιοριζόταν στις απλούστερες εκφάνσεις της αρχαιοελληνικής σκέψης- εκφυλίστηκε και αργότερα εκμηδενίστηκε.

2η ΟΔΟΣ: Η κατεύθυνση προς την Ανατολή Ουσιαστικά η προς ανατολάς επίδραση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ήταν ένα μόνιμο φαινόμενο, από την εποχή τουλάχιστον των εκστρατειών του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του εποικισμού που ακολούθησε. Σημαντικό ωστόσο ρόλο έπαιξε η θρησκεία, και συγκεκριμένα ορισμένα χριστιανικά κινήματα τα οποία αναπτύχθηκαν στις ανατολικές περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ένα απ’ αυτά τα κινήματα ήταν ο νεστοριανισμός, του οποίου οι οπαδοί πίστευαν στην ανθρώπινη φύση του Χριστού και γι’ αυτό καταδικάστηκαν ως αιρετικοί στις Συνόδους του 431 και του 451. Ο νεστοριανισμός απέκτησε επιρροή σε περιοχές της Συρίας αρχικά και κατόπιν στην Περσία όπου ιδρύθηκαν και σχολές. Κύριο αντικείμενο των σχολών αυτών ήταν οι βιβλικές σπουδές και η θεολογία, παράλληλα όμως μελετούνταν και την αριστοτελική λογική, καθώς και άλλες πλευρές της ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Ταυτόχρονα μετέφρασαν στα συριακά μεγάλο αριθμό ελληνικών κειμένων: αριστοτελικά συγγράμματα, ιατρικές πραγματείες, μαθηματικά και αστρονομικά έργα και φιλοσοφικά κείμενα. Με τη δραστηριότητα τους αυτή οι νεστοριανοί κατόρθωσαν να επηρεάσουν την πνευματική ζωή της Περσίας, συμβάλλοντας έτσι στη διάδοση της ελληνικής παιδείας, αρχικά στην Περσία και στη συνέχεια στους Άραβες. Πράγματι το Ισλάμ αναπτύχθηκε ραγδαία μετά τον θάνατο του Μωάμεθ (632) ώστε μέσα σε 30 χρόνια ενσωμάτωσε όλες τις περιοχές κατά μήκος των νότιων και ανατολικών ακτών της Μεσογείου, καθώς και τη Μεσοποταμία και την Περσία. Η αφομοίωση λαών και πολιτισμών που ακολούθησε περιλάμβανε τη μετάφραση στα αραβικά μεγάλου αριθμού ελληνικών μαθηματικών, επιστημονικών και φιλοσοφικών κειμένων, άλλα απευθείας από τα ελληνικά και άλλα από τις συριακές μεταφράσεις τους.

3η ΟΔΟΣ: Η Βυζαντινή οδός Η τρίτη για τη διάδοση και τη διάσωση των αρχαίων κειμένων ήταν μέσω του ανατολικού τμήματος της παλαιά Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλ. μέσω του το Βυζαντίου, το οποίο αντιστάθηκε στην εξάπλωση του Ισλάμ για 800 χρόνια. Αυτή ήταν η μόνη οδός που επέτρεψε τη διάσωση των ίδιων των πρωτότυπων κειμένων, τα οποία αντιγράφονταν εδώ στην ελληνική γλώσσα. Φυσικά αυτά που διασώθηκαν ήταν μόνο εκείνα τα κείμενα που οι Βυζαντινοί πίστευαν πως άξιζαν να αντιγραφούν και να επιζήσουν, για παιδαγωγικούς ή άλλους λόγους. Πολλά αρχαία κείμενα και ενδεχομένως ολόκληρες ερευνητικές παραδόσεις δεν επέζησαν αυτής της διαδικασίας «κοσκινίσματος» από γενιά σε γενιά. Συγκρινόμενοι με τους Άραβες ή τους προγενέστερους σχολιαστές της ύστερης ελληνιστικής περιόδου, οι Βυζαντινοί λόγιοι, στο μεγαλύτερο μέρος τους, φαίνεται να αρκούνταν στην πιστή αντιγραφή παρά στην ανακάλυψη νέων αποτελεσμάτων ή στη δημιουργική μεταγραφή των αρχαίων κειμένων.

Πηγή: Χριστιανίδης, Γ., Δ. Διαλέτης, Γ. Παπαδόπουλος, Κ. Γαβρόγλου, Οι Επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στον Νεότερο Ελληνισμό, τ. Β’, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 268- 271.

[1] Το Quatrivium, οι 4 μαθηματικές επιστήμες –αριθμητική, αστρονομία, γεωμετρία και μουσική- αποτελούσε μαζί με το Trivium –ρητορική, γραμματική και διαλεκτική-τις 7 ελεύθερες τέχνες.