Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Δύο βασικές θεωρίες των στωϊκών

 


Σύμφωνα με τη στωική ηθική μόνο η συμφωνία με τη φύση μπορεί να μας εγγυηθεί μια ευτυχισμένη ζωή. Οποιαδήποτε εναντίωση στις επιταγές της φύσης προκαλεί δυστυχία και καταστροφή. Στωικοί: όταν οι άνθρωποι με τη βοήθεια της λογικής κατανοήσουν τις λειτουργίες του σύμπαντος θα μπορέσουν, ως μέρη κι αυτοί της φύσης, να πετύχουν τον τελικό σκοπό. Τελικός σκοπός: τέλεια ευδαιμονία, ευτυχισμένη ζωή. Η φύση, σύμφωνα με την οποία πρέπει κάποιος να ζει, ταυτίζεται με το λόγο (λόγος = ορθός λόγος = λογική). Ο ορθός λόγος που διέπει την καθολική φύση. Ο ορθός λόγος που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση. Με τη βοήθεια του ορθού λόγου (της λογικής) αποκτούμε την έννοια του αγαθού, η οποία δεν είναι άλλη από την αρετή, αφού κατά τους Στωικούς είναι η ενάρετη ζωή που μας οδηγεί στην απόκτηση της ευδαιμονίας.

 

 

Σύμφωνα με τη στωική ηθική και μόνο η συγκατάθεση μας σε αυτή την έννοια του αγαθού τροποποιεί τα κίνητρα μας, έτσι ώστε τελικά να μας έλκει προς αυτό που κρίνουμε ως αγαθό, δηλ. προς την αρετή. Αγαθά είναι οι αρετές (π.χ. φρόνηση, δικαιοσύνη) και κακά τα αντίθετα τους. Η αρετή επομένως είναι το αγαθό και η ευδαιμονία εξαρτάται απ’ αυτή κι όχι από την απόκτηση πραγμάτων που συμβατικά θεωρούνται αγαθά, όπως π.χ. ο πλούτος, η υγεία, η ομορφιά, και τα οποία σύμφωνα με τους Στωικούς δεν είναι ούτε αγαθά ούτε κακά αλλά αδιάφορα, αφού δεν παίζουν κανένα ρόλο στην απόκτηση της αρετής δηλ. στην πραγματική ευδαιμονία.

Ωστόσο κάποια από τα αδιάφορα είναι: Σύμφωνα με τη φύση, «κατά φύσιν», άρα προτιμητέα (προηγμένα) (π.χ. υγεία). Αντίθετα με τη φύση, «παρά φύσιν», άρα απορριπτέα (αποποιημένα) (π.χ. αρρώστια). Απολύτως αδιάφορα (π.χ. ο αριθμός των τριχών στο κεφάλι μας). Και οι 3 κατηγορίες αδιάφορων δεν είναι αγαθά σύμφωνα με τη στωική ηθική: Δεν αποτελούν συστατικά της αρετής. Μπορούν ωστόσο να χρησιμοποιηθούν άλλοτε με θετικό και άλλοτε με αρνητικό τρόπο. Πρέπει να προτιμώνται τα «κατά φύσιν», τα προτιμητέα, τα οποία είναι σύμφωνα με τη φύση.

Οι Στωικοί υποστηρίζουν ότι πρέπει να ζούμε σύμφωνα με τη φύση και όσον αφορά τον κοινό νόμο ή τον φυσικό νόμο, ο οποίος: Απαιτεί να πράττουμε αυτό που είναι φυσικό. Μας εμποδίζει να πράττουμε αυτό που είναι αντίθετο με τη φύση μας. Στωικοί: μόνο φαινομενική η αντίθεση μεταξύ ατομικής και καθολικής φύσης:

Η καθολική φύση θεσπίζει έναν κανόνα για κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο. Αυτός ο κανόνας αποτελεί το κριτήριο για να αποφασίσουμε αν εκπληρώνουμε ή όχι τους ατομικούς μας σκοπούς. Επομένως οι Στωικοί ισχυρίζονται ότι ο ενάρετος άνθρωπος δεν πρόκειται να έχει επιθυμίες που να μη συμβαδίζουν με ό,τι είναι αγαθό (καλό) για τον κόσμο.

Τα πάθη είναι ψευδείς κρίσεις, μη έλλογες κινήσεις της λογικής ψυχής του ανθρώπου. Γι’ αυτό τα πάθη χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους και όχι τα άλογα ζώα. Γι’ αυτό και θα πρέπει οι άνθρωποι να επικρίνονται για τα πάθη τους. Ο άνθρωπος με πάθη: Συγκατατίθεται σε μια ψευδή εντύπωση. Δημιουργεί στον εαυτό του την παρόρμηση να επιζητήσει ή να αποφύγει πράγματα που είναι στην πραγματικότητα αδιάφορα (που δεν σχετίζονται με την αρετή). Ανθρώπινα πάθη: παρορμήσεις πέρα από το κανονικό μέτρο.

Χρύσιππος: το ανθρώπινο πάθος  είναι ορμή πλεονάζουσα. Η παρόρμηση του πάθους είναι αδύνατον να ελεγχθεί αφού δεν υπακούει στον ορθό λόγο και δεν συμφωνεί με τα φυσικά μέτρα. Η απαλλαγμένη από πάθη ψυχή: Δεν οδηγεί σε αντίφαση μεταξύ ορθού λόγου και επιθυμιών. Άρα μπορεί να ζήσει σύμφωνα με τη φύση (ο ορθός λόγος, ο θεός, η λογική)

Σύμφωνα με τους Στωικούς: Τα πάθη πρέπει να απαλειφθούν τελείως και όχι απλά να περιοριστούν. Χωρίς την επίδραση των παθών ο άνθρωπος ενεργεί με βάση τον ορθό λόγο. Ωστόσο μόνο ο σοφός είναι απαλλαγμένος από κάθε πάθος, όπως η ηδονή, η αγωνία, ο φόβος. Αλλά και ο σοφός δεν είναι τελείως απαθής, αφού η διάθεση του χαρακτηρίζεται από θετικές συγκινησιακές καταστάσεις, όπως η επιθυμία να συμβούν καλά πράγματα στους συνανθρώπους του.

Πηγή: Κ. Ιεροδιακόνου, "Οι στωϊκοί", στο: Ελληνική Φιλοδοφία και Επιστήμη: από την Αρχαιότητα έως και τον 20ο αιώνα ,τόμος Α', ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 235- 262.