Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Βυζαντινή εκκλησιαστική ιστορία

 

Έτος εκκίνησης της εκκλησιαστικής ιστορίας θεωρείται το 325, όταν ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α’ οικουμενική σύνοδο στη Νίκαια. Πριν από αυτό όμως, είχε υπάρξει υποστήριξη των χριστιανών από τον αυτοκράτορα, στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό. Υπήρξαν κι άλλοι αυτοκράτορες – υπερασπιστές του χριστιανισμού, υπήρξαν και άλλες σύνοδοι. Επίσης, τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας θα γίνουν ανεξάντλητες πηγές έμπνευσης και σχολιασμού από τους μεταγενέστερους. Η εθνική θρησκεία περνάει στο περιθώριο. 

 

 



Ο Γαλέριος, το 311 λίγο πριν πεθάνει παύει το Μεγάλο Διωγμό των χριστιανών, με διάταγμα που τους αναγνωρίζει το δικαίωμα της λατρείας. Ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος, ρωμαίοι συγκύριοι, συναντώνται το 313 στα Μεδιολάνα και αποφασίζουν να συνεχίσουν τη βούληση του Γαλέριου. Πλέον, ο ρωμαίος αυτοκράτορας συνδέεται με τη χριστιανική θρησκεία, που καθίσταται μια από τις επιτρεπόμενες θρησκείες των Ρωμαίων. Λίγο αργότερα, η Εκκλησία αναλαμβάνει ρόλο στις πολιτικές αποφάσεις και εξελίξεις. Ο Κωνσταντίνος δείχνει εύνοια στο χριστιανισμό, χτίζει εκκλησίες, αναμιγνύεται συχνότερα στα εκκλησιαστικά θέματα και συγκαλεί την Α’ Οικουμενική Σύνοδο.

Η εκατέρωθεν αυτή ανάμιξη  δημιουργεί προβλήματα στη βυζ. κοινωνία. Η αίρεση έλαβε και πολιτικές διαστάσεις, φτάνοντας σε σημείο να διώκονται άνθρωποι ακίνδυνοι πολιτικά από το κράτος. Καισαροπαπισμός : η ανάμιξη της κοσμικής εξουσίας στα εκκλησιαστικά πράγματα. Υπήρξε μόνιμο πρόβλημα του Βυζαντίου.

Το Πρόβλημα του Δόγματος και οι Οικουμενικές Σύνοδοι

Το κεντρικό πρόβλημα της εκκλησίας είναι οι έριδες γύρω από το δόγμα, η αντίληψη που αφορά τη φύση ενός από τα πρόσωπα της Τριάδας και τη σχέση μεταξύ τους. Οι έριδες προϋπήρχαν, όμως ο Κωνσταντίνος ασχολείται με αυτές τον 4ο αι. κάτι που συνεχίζεται με όλους τους αυτοκράτορες. Η ανώτατη κοσμική αρχή προσπαθεί να εξομαλύνει την κρίση, σπανίως όμως το καταφέρνει. Οι δογματικές έριδες έχουν δύο αφετηρίες.

1. η έννοια της μιας και καθολικής πίστης, η μοναδικότητα της ορθοδοξίας. Ως εξ αποκαλύψεως αλήθεια, ο χριστιανισμός δεν επιτρέπει πολυφωνίες.

2. η υιοθέτηση της ελληνικής παιδείας από τους χριστιανούς και την καλλιέργεια της ρητορικής και της φιλοσοφίας, που δίνουν νέο πρόσωπο στη χριστιανική σκέψη. Ο μορφωμένος της εποχής έπρεπε να γνωρίζει την τέχνη του λέγειν και του διαλέγεσθαι. Οι θεολογικές διαμάχες του Βυζ. ξεκινούσαν συχνά από προβλήματα ερμηνείας λέξεων ή γλώσσας.

Για την εποχή εκείνη, η θεολογία ήταν χώρος συγκρούσεων με συγκεκριμένη προβληματική και προεκτάσεις. Οι σπουδαιότερες κοινωνικές συγκρούσεις είχαν να κάνουν με θρησκευτικά ζητήματα. Ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει πως στην αγορά της Κωνσταντινούπολης, συζητιόνταν σοβαρά δογματικά ζητήματα.



Οι Οικουμενικές Σύνοδοι

Οικουμενική Σύνοδος είναι ένα συνέδριο εκκλησιαστικών εκπροσώπων από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Συνέρχονται μετά από πρόταση του αυτοκράτορα και χρησιμοποιούν κρατικά μεταφορικά μέσα. Κινητοποιούνταν επίσης και το δημόσιο ταχυδρομείο, έτσι ώστε η προσέλευση να είναι μεγάλη και αντιπροσωπευτική. Η διάρκειά της μπορεί να φτάσει και το ένα έτος, με ενδιάμεσες συνεδρίες για κάθε ζήτημα ξεχωριστά. Η σύνοδος λειτουργεί όπως ένα αστικό δικαστήριο. Κάθε ενδιαφερόμενος προσκομίζει τις αποδείξεις του (συνήθως κείμενα της Αγίας Γραφής ή των πατέρων) ακολουθεί συζήτηση και στο τέλος η σύνοδος αποφασίζει σχετικά με το θέμα. Όλα δημοσιεύονται  στα πρακτικά. Συχνά ή σύνοδος θεσπίζει κανόνες για θέματα κανονικού, πειθαρχικού δικαίου και κοινωνικής συμπεριφοράς. Οι αποφάσεις μιας συνόδου είναι συνήθως αναμενόμενες.



Α’ & Β’ Οικουμενική Σύνοδος

Ο Κωνσταντίνος θέλησε κάποια στιγμή να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους και να βαπτισθεί στον Ιορδάνη, αλλά εγκατέλειψε την ιδέα, καθώς η εκεί εκκλησία βρισκόταν σε αναταραχή. Με κέντρο την Αλεξάνδρεια, η θεολογική διαμάχη του επισκόπου Αλέξανδρου και του πρεσβύτερου Άρειου, είχε εξαπλωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας αποφάσισε να συγκαλέσει σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας, που θα έλυνε αυτά τα προβλήματα. Η έναρξη έγινε στις 20-05 του 325 με πρόεδρο τον ίδιο και την παρουσία 318 επισκόπων.

Ο Άρειος κήρυττε πως ο Υιός του Θεού δεν είναι ίσος του, αλλά δημιούργημά του. Η σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία αυτή και διακήρυξε το ομοούσιο μεταξύ Πατρός και Υιού. Στη Νίκαια εκδόθηκε το Σύμβολο της Πίστεως το οποίο συμπληρώθηκε στην σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381, όπου καθιερώθηκες η επίσημη ομολογία πίστης της εκκλησίας. Ο Αρειανισμός πάντως συνεχίστηκε  οπαδοί του μάλιστα ήταν οι αυτοκράτορες Κωνστάντιος και Ουάλης. Ήταν η πρώτη τριαδολογική αίρεση που ονομάστηκε έτσι γιατί αναφέρεται στη σχέση μεταξύ των προσώπων της αγίας Τριάδας.

Αντίστοιχο πρόβλημα, αν και μικρότερο, δημιούργησε ο επίσκοπος Κων/λεως Μακεδόνιος που κήρυττε πως και το Άγιο Πνεύμα ήταν δημιούργημα του Πατρός. Και αυτός καταδικάστηκε – όπως και άλλες συναφείς αιρέσεις – από τη Β’ Σύνοδο, που συγκάλεσε ο Θεοδόσιος. Επί βασιλείας του Θεοδόσιου του Α’ ο χριστιανισμός γίνεται η επίσημη κρατική θρησκεία και οι οπαδοί των αιρέσεων μπαίνουν στο περιθώριο. Πολλοί, εξακολουθούν να επιβιώνουν ανά τους αιώνες.



Εμφάνιση και Ανάπτυξη του Μοναχισμού

Ο μοναχισμός ήταν ένα κίνημα που επηρέασε σημαντικά τις αντιλήψεις των Βυζαντινών και επέζησε ως τις μέρες μας. Άνθησε τον 4ο αι. είχε όμως αρχαιότερες καταβολές. Η κοινή, αυστηρή ζωή των χριστιανών και η αναχώρηση από τον κόσμο των ανθρώπων ήταν γνωστά φαινόμενα, ιδιαίτερα στην Αίγυπτο που θεωρείται κοιτίδα του μοναχισμού. Ο μοναχισμός ήταν κίνημα λαϊκών που αποζητούσαν τη χαμένη αθωότητα των αποστολικών χρόνων. Άνθρωποι από διάφορα κοινωνικά στρώματα άφησαν τη ζωή τους για να αποσυρθούν στην έρημο. Αργότερα, κάποιοι αυτοκράτορες τελείωσαν τη ζωή τους ως μοναχοί (Μιχαήλ Α’ Ραγκαβές, Ιωάννης ΣΤ’ Κατακουζηνός). Ερημίτες μαρτυρούνται στην Αίγυπτο από τα μέσα του 3ου αι.

Αντώνιος :  θεωρείται πατέρας του μοναχισμού. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του απομονωμένος, με νηστεία και προσευχή. Ο αντί Αρειανιστής πατριάρχης Αλεξάνδρειας Αθανάσιος, έγραψε τη βιογραφία του.

Παχώμιος : θεωρείται ο ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού. Υπήρξε κατώτερος αξιωματικός, που μαθήτευσε σε ασκητή και οργάνωσε με στρατιωτικό σχεδόν τρόπο το πρώτο μοναστικό κοινόβιο, στην Αίγυπτο. Η προσευχή και το τραπέζι είχαν υποχρεωτική συμμετοχή, ενώ κάθε μοναχός είχε ένα συγκεκριμένο – συνήθως χειρονακτικό – καθήκον. Ο άξονας ήταν η υπακοή στον ηγούμενο.

Ο αναχωρητισμός και ο κοινοβιακός μοναχισμός επεκτάθηκαν. Ιδρύθηκαν οι Λαύρες, μοναστήρια με χαλαρότερη ζωή. Στη Συρία εμφανίστηκαν οι στυλίτες, ακραία μορφή μοναχισμού όπου ο μοναχός περνούσε τη ζωή του πάνω σε στύλο.

Ο Μέγας Βασίλειος, υποστηρικτής του μοναχικού βίου, θέσπισε κανόνες που απέρριπταν τον αναχωρητισμό, μείωνε τον αριθμό των μοναχών για τα κοινόβια και συμφιλίωνε το μοναχισμό με τις πόλεις.



Οι Θεολογικές Έριδες του 5ου αι.

Τον 5ο αι. τα προβλήματα της Εκκλησίας αφορούν τη σχέση θείας και ανθρώπινης φύσης του Χριστού. Ο πατριάρχης Νεστόριος θεωρεί πως η θεότητα έχει επιλέξει ως δοχείο της τον άνθρωπο Χριστό. Η Μαρία δεν είναι Θεοτόκος αλλά Χριστοτόκος. Αντίθετος με αυτό είναι ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Κύριλλος. Ο Νεστόριος ηττήθηκε στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου, το 431, που ήταν η αφετηρία για τη λατρεία της Παναγίας στην ανατολική Μεσόγειο. Κέντρο των Νεστοριανών έγινε η Έδεσσα της Συρίας.

Οι Αλεξανδρινοί έφεραν μια νέα διδασκαλία. Θεωρούσαν πως οι δύο φύσεις του Χριστού συνενώθηκαν σε μια, τη θεία. Οι μονοφυσίτες υπερτιμούσαν το θείο παράγοντα στο Χριστό. Η Ρώμη και η Κων/λη αντιτάθηκαν. Στη Δ’ Οικουμενική σύνοδο που συγκάλεσε ο Μαρκιανός, διατυπώθηκε το δόγμα των δύο τέλειων, αδιαίρετων και ασυγχύτων φύσεων του Χριστού, ενώ καταδικάστηκαν ο μονοφυσιτισμός και ο νεστοριανισμός.

Η σύνοδος αυτή, ήταν η πολυπληθέστερη, οι αποφάσεις της όμως, διεύρυναν το χάσμα ανάμεσα στο βυζ. κέντρο και τις ανατολικές επαρχίες. Η Συρία προχώρησε στο μονοφυσιτισμό. Έτσι, η βυζ. θεολογία ξέφυγε από την ανατολική πνευματικότητα κι έκανε κέντρο της την πρωτεύουσα.

Επειδή κι άλλες περιφέρειες έδειξαν διάθεση αποσκίρτησης, η κεντρική βυζ. εξουσία προσπάθησε να αποκαταστήσει τη θρησκευτική ενότητα, με τα αντίθετα όμως αποτελέσματα. Ο Ζήνων δημοσιεύει το Ενωτικόν, που προσπαθεί να ικανοποιήσει τις δύο πλευρές, δημιουργεί όμως τρεις τάσεις : τους διφυσίτες, τους μονοφυσίτες και τους ενωτικούς. Πολέμιος του ενωτικού ήταν ο πάπας Φήλιξ, που αντιπαρατέθηκε τόσο ώστε να προκύψει το πρώτο σχίσμα, διάρκειας 30 ετών. Τέλος, ο 28ος κανόνας της Δ’ συνόδου που εξομοίωνε τους επισκόπους της Νέας και Πρεσβύτερης Ρώμης στάθηκε η αφετηρία του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αυτών κέντρων.



Ο Ιουστινιανός και η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος.

Ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ορθοδοξίας. Επιδόθηκε σε αγών κατά των ετερόδοξων και προσπάθησε να επιβάλει ομοιομορφία. Στον Ιουστινιάνειο (216) Κώδικα ορίζεται πως όσοι δεν ακολουθούν την καθολική και αποστολική εκκλησία δε μπορούν να γίνουν κρατικοί υπάλληλοι, να λάβουν οποιοδήποτε αξίωμα ή να προσηλυτίσουν. Εκτός από την αφαίρεση του δικαιώματος να διδάσκουν οι εθνικοί, ο αυτοκράτορας έκλεισε και την Πλατωνική Ακαδημία των Αθηνών. Οι μονοφυσίτες όμως κυριαρχούσαν στις ανατολικές επαρχίες και αφού δεν κατάφερε να συμβιβάσει τα πράγματα, ο Ιουστινιανός ενίσχυσε την ορθόδοξη Ρώμη. Στην Ε’ Οικουμενική σύνοδο που έγινε στην Κων/λη, καταδικάστηκαν τα Τρία Κεφάλαια, δηλαδή τα κείμενα του Θεόδωρου Μοψουεστίας ως ύποπτα για νεστοριανισμό, τα κείμενα του επισκόπου Κύρου, και του Ίβα Εδέσσης. Έτσι το χάσμα διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο.



Η Μονοθελητική Έριδα

Μονοθελητισμός : η νέα διδασκαλία που προσπάθησε να συγκεράσει τις διαφορές, λέγοντας πως υπάρχει ένα μόνο θέλημα του Χριστού. Έδωσε αφορμή για νέα αντιπαράθεση. Ο πάπας Μαρτίνος συγκαλεί στη Ρώμη τη σύνοδο του Λατερανού, που καταδικάζει τα διατάγματα των βυζ. αυτοκρατόρων που υποστήριζαν τα νέα δόγματα.
ο 680-691 γίνεται στην Κων/λη η ΣΤ’ Οικουμενική σύνοδος, που κηρύττει ως ορθόδοξο το δόγμα των δυο θελήσεων και ενεργειών του Χριστού. Ο Ιουστινιανός Β’, συγκαλεί νέα σύνοδο, την Πενθέκτη (ή η εν Τρούλλω σύνοδος). Εκεί συμπληρώθηκαν τα δόγματα της Ε’ & ΣΤ’ συνόδου. Ρυθμίζονται διάφορα εκκλησιαστικά ζητήματα και καταδικάζονται κάποια ειδωλολατρικά έθιμα που είχαν επιβιώσει μέχρι τότε.



Η Εικονομαχική Κρίση

Θεωρείται πως οι διαμάχες του δόγματος τελειώνουν τον 7ο αι. Προκύπτει όμως νέο πρόβλημα: η εικόνα. Από τον 6ο αι. η εικόνα αρχίζει να αποκτά ιδιαίτερο ρόλο στη λατρεία της Ανατολής και για αρκετά χρόνια η εικονομαχία ήταν το κύριο δόγμα της βυζ. εξουσίας. Η εικονομαχία είχε σημιτικές καταβολές. Η υιοθέτησή της από τον Λέοντα Γ’, σχετιζόταν με τα δεινά που έπλητταν την αυτοκρατορία και θεωρήθηκαν θεϊκή τιμωρία για την εικονολατρία – ειδωλολατρία των πιστών. Για να κατευνάσει τη θεία οργή ο Λέων απέσυρε από την πύλη των ανακτόρων την εικόνα του Χριστού και η εικονομαχία γίνεται η πολιτική της αυλής. Αντίπαλος των εικονομάχων στάθηκε ο μοναχός Ιωάννης Δαμασκηνός. Συνέγραψε τρεις λόγους Υπέρ των Εικόνων, όπου η απεικόνιση του Χριστού συνδεόταν με το δόγμα της ενσάρκωσης.

Ο Κωνσταντίνος Ε’, γιός του Λέοντα, έγινε φανατικός διώκτης των εικονολατρών. Συγκάλεσε σύνοδο στην Ιερεία του Βοσπόρου και επικύρωσε τις απόψεις του. Εκεί έλαβαν μέρος 388 επίσκοποι που καταδίκασαν τους απολογητές της εικόνας και απαγόρευσαν τη λατρεία τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καλλιέργεια μιας ανεικονικής τέχνης, με βασικό σύμβολο το σταυρό, καθώς και το διωγμό των εικονόφιλων. Ο διωγμός αυτός κορυφώθηκε το 760 και είχε ως θύματα τους μοναχούς. Πολλά μοναστήρια έκλεισαν, μοναχοί απέταξαν το σχήμα τους δια της βίας, ενώ ο άγιος Στέφανος ο Νέος βρήκε βίαιο θάνατο. Η πρώτη φάση της εικονομαχίας ήταν βασικά μοναχομαχία.



Η Πρώτη Αναστήλωση των Εικόνων και η Δεύτερη Εικονομαχία.

Ο Λέων Δ και κατόπιν η γυναίκα του, Ειρήνη η Αθηναία έδωσαν τέλος στο θέμα, απορρίπτοντας την εικονομαχία, με την Ζ’ οικουμενική σύνοδο στη Νίκαια. Πρόεδρος ήταν ο πατριάρχης Κων/λεως Ταράσιος και συμμετείχαν 350 επίσκοποι και μεγάλος αριθμός μοναχών. Η σύνοδος υπογράμμισε πως η προσκύνηση δεν αναφέρεται στην εικόνα αυτή καθαυτή, αλλά στο εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο. Επίσης, δε σχετίζεται με τη λατρεία που αποδίδεται αποκλειστικά στο θεό. Η σύνοδος αυτή, είναι η τελευταία που αναγνωρίζει η ανατολική εκκλησία. Στη Νίκαια επίσης, θριαμβεύει ο μοναχισμός, ιδιαίτερα ο κοινοβιακός. Αρκετοί αριστοκράτες γίνονται ηγούμενοι, έτσι ο μοναχισμός ανακτά την αίγλη και τη δύναμή του, μέχρι την ίδρυση του Αγίου Όρους το 963. Η εικονομαχία επανέρχεται 30 χρόνια αργότερα από τον Λέοντα Ε’ τον Αρμένιο. Ακολουθεί η σύνοδος της Αγίας Σοφίας (815) που επαναφέρει σε ισχύ τη σύνοδο της Ιερείας, τις διώξεις και τις εξορίες πολλών εικονόφιλων.  Ουσιαστικά λήγει με το θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεόφιλο το 842. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα και ο πατριάρχης Μεθόδιος αναλαμβάνουν να αποκαταστήσουν τις εικόνες, η πολιτεία υποτάσσει την εκκλησία στην εξουσία της και η ελληνορωμαϊκή παράδοση δεν υποκύπτει στην ασιατική ανεικονική αντίληψη. Η εκκλησία διατυπώνει το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, που μνημονεύει τους νικητές της πίστης, καταδικάζει τους αιρετικούς και δηλώνει πως έφτασε ο καιρός για σταθερότητα.



Από το Φώτιο έως το Οριστικό Σχίσμα (1054)

Η γλώσσα, τα πολιτικά και οι λειτουργικές διαφορές, αποξένωσαν την ελληνική Ανατολή από τη λατινική Δύση κι έγιναν το πρώτο σχίσμα μετά την εικονομαχία.

Φώτιος : ένθερμος υποστηρικτής της ανατολικής εκκλησίας και παράδοσης και εμπνευστής της πολιτιστικής της εξάπλωσης στους Σλάβους. Η ανάληψη του πατριαρχικού θρόνου από το Φώτιο, δημιούργησε αντιπαλότητα μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης. Όταν ο πάπας διεκδίκησε τη βουλγάρικη εκκλησία, η κρίση μεγάλωσε. Λίγο πριν καθαιρεθεί, ο Φώτιος συγκάλεσε σύνοδο όπου καταδικάστηκε η διδασκαλία για την και εκ του υιού εκπόρευση του Αγ. Πνεύματος, το λεγόμενο Φώτιο Σχίσμα. Ο Φώτιος, ιδιαίτερα μορφωμένος εξέφρασε το βυζαντινό ουμανισμό, το ενδιαφέρον δηλαδή των βυζαντινών λόγιων για τα έργα της κλασσικής και ελληνιστικής αρχαιότητας. Κορυφώνεται την εποχή των Μακεδόνων που είναι μια εποχή όπου υπάρχουν καλές και διπλωματικές σχέσεις με τη Ρώμη. Οι σχέσεις αυτές διαταράσσονται οριστικά το 1056. Οι λόγοι του σχίσματος ήταν το filioque και η διαφορετική αντιμετώπιση θεμάτων όπως η νηστεία, ο γάμος των ιερέων κ.α. Η ένταση ήρθε όταν ο Λέων Θ’ αφορίζει τον πατριάρχη Κηρουλλάριο. Ο αφορισμός ανταποδίδεται σε σύνοδο της Κωνσταντινούπολης. Από εκεί και πέρα, η συνεχής παρουσία Βενετών ή Σταυροφόρων στο βυζαντινό χώρο θα διευρύνει το ρήγμα.



Το Κίνημα του Ησυχασμού

Η μόνιμη διαμάχη του Βυζ. είναι η επανένωση ή όχι με τη λατινική εκκλησία. Οι αυτοκράτορες και αρκετοί λόγιοι είναι φιλενωτικοί, η πλειοψηφία του λαού και του κλήρου, ανθενωτική. Οι Παλαιολόγοι με δύο προσπάθειες, δεν κατάφεραν κάτι. Ησυχαστική θεωρία : η παράδοση των μοναχών της Ανατολής, που αποβλέπουν μονάχα στη θέα και ένωση του θεού, χωρίς καμία κοσμική φροντίδα. Με την επίκληση του Ιησού στην προσευχή, ο προσευχόμενος έφτανε στην πλήρη συγχρονισμό αναπνοής και προσευχής, και από κει στη θέα του ακτίστου φωτός. Ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός ήταν βασικός πολέμιος αυτού του κινήματος  και κατήγγειλε το μυστικισμό των αγιορειτών ως σκοτεινή δεισιδαιμονία. Εναντίον του κινήθηκε ο Γρηγόριος Παλαμάς που κήρυττε την ανθρώπινη δυνατότητα να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ υπερβατικού και εγκόσμιου. Μετά από διάφορες μάχες, ο ησυχασμός αναγνωρίζεται, το Βυζάντιο επιστρέφει στις εκκλησιαστικές του ρίζες και ο μοναχισμός νικά για μια ακόμη φορά.

Πηγή: Σ. Ευθυμιάδης, "Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος", στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, τόμος Β', ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, σ. 205- 274, σ. 208- 221.