Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

Αντιβασιλεία- απόλυτη μοναρχία- Σύνταγμα

 


Μετά τον εμφύλιο του 1832, είχε γίνει πια σαφές σε όλους, ότι μόνο μια ξένη μοναρχία μπορούσε να εμποδίσει την αυτοκαταστροφή. Σύμφωνα με την Συνθήκη της 7ης Μαΐου, ο βασιλιάς Λουδοβίκος της Βαυαρίας εξουσιοδοτούνταν να ορίσει τριμελή αντιβασιλεία, η οποία θα ασκούσε τη βασιλική εξουσία για δυο περίπου χρόνια ως την ενηλικίωση του Όθωνα.  Χάρη στην συνθήκη της 7ης Μαΐου 1832 η Ελλάδα έγινε βαυαρικό προτεκτοράτο. Οι συνθήκες που κατέστησαν δυνατή τη δημιουργία του ήταν η άσκηση της αντιβασιλείας επί δυόμιση χρόνια, η εγκατάσταση βαυαρικού στρατού, καθώς και των βαυαρών αξιωματικών. 

 

Ως το 1835 η τελική πηγή εξουσίας ήταν ο Λουδοβίκος, ο οποίος είχε το δικαίωμα να διορίζει τους αντιβασιλείς, να τους καθοδηγεί και να τους απολύει. Ακόμη και μετά το τέλος της αντιβασιλείας, η επιρροή του Λουδοβίκου παρέμενε σημαντική εξαιτίας της επίδρασης του πάνω στον γιό του καθώς και της παραμονής πολλών Βαυαρών σε ελληνικές υπηρεσίες. Πολύ γρήγορα το ρωσικό κόμμα θεωρήθηκε αιτία πολλών δεινών και η αντιβασιλεία σχημάτισε την εντύπωση ότι η Ρωσία θα προσπαθούσε να κυριαρχήσει στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Το αποτέλεσμα ήταν να μην αναγνωριστεί ο Κολοκοτρώνης ως στρατιωτικός διοικητής και να μην εκπροσωπηθεί το ρωσικό κόμμα στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο. Γρήγορα έγινε σαφές ότι η αντιβασιλεία στόχευε στην διάλυση όλων των κομμάτων και στην εξουδετέρωση της επιρροής των Δυνάμεων, που το καθένα από αυτά αντιπροσώπευε. Η πλειοψηφία της αντιβασιλείας, φοβούμενη εξέγερση του ρωσικού κόμματος, διέταξε τις συλλήψεις των Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Τζαβέλα και άλλων στελεχών του Καποδιστριακού κόμματος. Υπό τις συνθήκες αυτές η δίκη του Κολοκοτρώνη εξελίχθηκε σε μείζον πολιτικό γεγονός. Το αίτημα για θανατική ποινή των κατηγορουμένων, το μόνο που κατάφερε ήταν να εξάψει τον πατριωτισμό των Ελλήνων και να εντείνει το κλίμα δυσαρέσκειας εναντίον των Βαυαρών. Με την εξέγερση στην Μάνη και την ήττα των βαυαρικών στρατιωτικών σωμάτων αποδείχθηκε ότι οι Έλληνες ήταν αποτελεσματικότεροι από τους οργανωμένους Βαυαρούς και η αντιβασιλεία δέχθηκε να διαπραγματευθεί και να υποσχεθεί σεβασμό της αυτονομίας των Μανιατών.

 ΑΠΟΛΥΤΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ Στις 20 Μαΐου 1835 ο Όθωνας κηρύχτηκε ενήλικος και άρχισε να ασκεί τα βασιλικά του καθήκοντα. Παρά το γεγονός ότι η αντιβασιλεία αυτόματα έπαψε να υφίσταται και όλοι περίμεναν ότι στις κυβερνητικές και τις άλλες δημόσιες θέσεις θα διορίζονταν Έλληνες, ο Όθωνας ανέθεσε την προεδρία του υπουργικού συμβουλίου στον Άρμανσπεργκ. Οι αρμοδιότητές του ήταν ευρύτατες.  Το κράτος έπρεπε να ανταποκριθεί προς τα ευρωπαϊκά συνταγματικά δεδομένα, την ελευθερία του ατόμου, τη λαϊκή κυριαρχία. Για να μπορέσει όμως να ανταποκριθεί στις υπέρμετρες αυτές επιδιώξεις του, έπρεπε να αποκτήσει αποτελεσματική και αμερόληπτη διοίκηση, ελεγχόμενη από το κέντρο, στην οποία θα ήταν υποταγμένοι ο στρατός, η Εκκλησία και οι τοπικοί παράγοντες. Μια τέτοια πολιτική έπληττε ακριβώς τα κέντρα δυνάμεως των τελευταίων. Ο Όθωνας έκανε από την αρχή σαφή την άποψή του ότι τα κόμματα δεν αντιπροσώπευαν παρά μια μικρή μειοψηφία ολιγαρχική, και ότι η απόλυτη μοναρχία και όχι η παραχώρηση Συντάγματος, θα απελευθέρωνε τον ελληνικό λαό από την «τυραννία» των ηγετικών ομάδων. Η επιχειρηματολογία κατά των πολιτικών ερίδων υπηρετούσε αρκετά αποτελεσματικά τους στόχους του απολυταρχικού κράτους, η κύρια φροντίδα του οποίου ήταν η ενίσχυση της συγκεντρωτικής εξουσίας εις βάρος τόσο των φιλελεύθερων διεκδικήσεων για συνταγματισμό όσο και των φυγόκεντρων τάσεων των βαθιά εδραιωμένων τοπικών συμφερόντων, τα οποία εύρισκαν στον συνταγματισμό ένα πρόσφορο και νόμιμο προκάλυμμα για τις ολιγαρχικές τους επιδιώξεις.

Το ανακτοβούλιο που αποτελούνταν από Βαυαρούς, έγινε η κύρια έκφραση της βασιλικής εξουσίας ενώ το υπουργικό συμβούλιο υποβαθμιζόταν συνεχώς. Η κατάσταση αυτή γνωστή ως βαυαροκρατία, θα γινόταν πηγή αντιδράσεων ή και εξεγέρσεων και θα αποτελούσε έκφανση του Συνταγματικού αιτήματος.  Η εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 με αίτημα την παραχώρηση Συντάγματος δρομολογήθηκε μετά την κατάλυση της δημοσιονομικής αυτονομίας της Ελλάδας, τον εξαναγκασμό σε μείωση των δαπανών της και τη θέση της υπό ευρωπαϊκό οικονομικό έλεγχο, που είχε προκαλέσει η συλλογική ενέργεια των Μεγάλων Δυνάμεων. Το Σύνταγμα του 1844 εισήγαγε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η εκτελεστική εξουσία ανήκε στον βασιλιά. Η νομοθετική εξουσία θα ασκούνταν από κοινού, από τον βασιλιά, τη βουλή και την γερουσία. Με μια σειρά διατάξεων, το Σύνταγμα κατοχύρωνε τις ατομικές ελευθερίες και εισήγε για πρώτη φορά το απόρρητο των επιστολών, την εγγύηση του φυσικού δικαστή και το ορκωτό σύστημα.