Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 2 Μαΐου 2021

Οι εμφύλιες συγκρούσεις της περιόδου 1821- 1825


Ο Ελληνικός Εμφύλιος της περιόδου 1823 - 1825 έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης ως ανταγωνισμός ισχύος για την ηγεσία της επαναστάσεως αλλά και του υπό διαμόρφωση νέου ελληνικού κράτους. Χωρίζεται σε δύο φάσεις: η πρώτη (Φθινόπωρο 1823 - Καλοκαίρι 1824) χαρακτηρίστηκε μόνο από έντονες πολιτικές διαμάχες μεταξύ Φιλικών και Κοτζαμπάσηδων, ενώ η δεύτερη (Ιούλιος 1824 - Ιανουάριος 1825) από εμφύλιες συρράξεις μεταξύ κυβερνητικών, υποστηριζόμενων από την Αγγλία, και Πελοποννησίων. 




Από τους πρώτους κιόλας μήνες της Επανάστασης του 1821, έγινε φανερό το χάσμα μεταξύ Φιλικών, που αποτελούσαν την δημοκρατική πολιτική παράταξη της επαναστατημένης Ελλάδας, και Κοτζαμπάσηδων του Μοριά που με κύριο όργανο εξουσίας, την Πελοποννησιακή γερουσία αλλά και τις τοπικές δημογεροντίες, εκπροσωπούσαν την ολιγαρχική παράταξη. Η άρνηση των τελευταίων να δεχτούν τις προτάσεις του Δημητρίου Υψηλάντη, πληρεξούσιου του Μοριά και γενικού επιτρόπου της Ανωτάτης αρχής, με τις οποίες απαιτούσε από τους κοτζαμπάσηδες τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της επανάστασης πόλωσε το ήδη τεταμένο κλίμα. Ακολούθησε η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου με την οποία επισφραγίστηκε η ήττα των Φιλικών αφού παραμερίστηκαν εντελώς από την πολιτική εξουσία.

Καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα αποδείχτηκε η Εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας. Στην εθνοσυνέλευση διαμορφώθηκαν τρεις πολιτικές παρατάξεις, αυτή των Φιλικών, που αποτελείτο από δημοκρατικούς με κυρίαρχες μορφές τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Δημήτριο Υψηλάντη, αυτή των κοτζαμπάσηδων του Μοριά και τέλος αυτή των Υδραίων καραβοκύρηδων που συνεργάζονταν με τους Ρουμελιώτες. Οι δύο τελευταίοι είχαν την απόλυτη πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση έχοντας δύναμη 150 πληρεξουσίων. Οι αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης ήταν καταδικαστικές για το κόμμα των δημοκρατικών. Ο Κολοκοτρώνης έχασε την αρχιστρατηγία ενώ οι περισσότερες και ουσιαστικότερες πολιτικές θέσεις καλύφθηκαν από μέλη του κόμματος των κοτζαμπάσηδων και των Υδραίων. Ο εμφύλιος πόλεμος πια ήταν προ των πυλών.



Το Φθινόπωρο του 1823 συγκεντρώθηκαν στη Σιλίμνα της Τρίπολης οι Θεόδωρος και Πάνος Κολοκοτρώνης, Θ. Νέγρης, Γεώργιος Σισίνης, Φωτήλας, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Δημήτριος Πλαπούτας, Νικηταράς, Δημήτριος Υψηλάντης, Γ. Καραμάνος, Μούρτζινος κ.α. Εκεί αποφασίστηκε από κοινού η αντίσταση κατά του εκτελεστικού, δηλαδή του κυρίαρχου οργάνου εξουσίας, και όλοι μαζί ορκίστηκαν «ενώπιον της εικόνας του Χριστού» ότι θα αγωνιστούν ενωμένοι.

Παρόλο που το μέλλον των κοτζαμπάσηδων προδιαγραφόταν δυσοίωνο λόγω της μεγάλης δημοτικότητας που είχαν οι αντίπαλοι τους στα λαϊκά στρώματα, ο Κολοκοτρώνης εντελώς ξαφνικά προσχωρεί στο κόμμα των κοτζαμπάσηδων με αντάλλαγμα τον διορισμό του γιου του Πάνου ως φρουράρχου του Ναυπλίου και τον διορισμό του ίδιου στη θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού. Επίσης στη συμφωνία αποφασίστηκε να αρραβωνιάσει τον γιό του, Κολίνο, με την κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη, προκρίτου της Γορτυνίας. Η απόφαση αυτή του Κολοκοτρώνη εξόργισε τους συναγωνιστές του και ιδιαίτερα τον Δημήτριο Πλαπούτα.

Αν και στην θέση του αντιπροέδρου του εκτελεστικού, ο Κολοκοτρώνης παρέμενε πολιτικά ανίσχυρος, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ως πρόεδρος του βουλευτικού και ο Κολοκοτρώνης έρχονται σε σύγκρουση. Ο Κολοκοτρώνης τον απείλησε λέγοντας του «μην καθίσεις πρόεδρος, ότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες». Ύστερα από αυτή την προειδοποίηση ο Μαυροκορδάτος αναχώρησε για την Ύδρα, όπου μπορούσε ελεύθερα να σχεδιάσει τις πολιτικές του κινήσεις. Η αποχώρηση του Μαυροκορδάτου θεωρήθηκε επιτυχία του Κολοκοτρώνη που δεν μπορούσε τότε να συνειδητοποιήσει τα μελλούμενα. Ο Μαυροκορδάτος έχοντας στενές επαφές με την αγγλική κυβέρνηση, είχε σχεδόν εξασφαλίσει την υπόσχεση τους για δάνειο. Αλλά και η κίνηση του να καταφύγει στην Ύδρα φανέρωσε τις στενές του σχέσεις με την οικογένεια Κουντουριώτη, η οποία από αυτό το σημείο και μετά θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις εμφύλιες διαμάχες.

Η αντιπαράθεση μεταξύ του εκτελεστικού σώματος  στο οποίο ηγείτο ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ως πρόεδρος (έχοντας στη θέση του αντιπροέδρου τον Κολοκοτρώνη) και του βουλευτικού σώματος που είχε επικεφαλής τον Μαυροκορδάτο επιδεινώθηκε το φθινόπωρο του 1823. Αμφότερα τα σώματα έδρευαν εκείνη την περίοδο στη Σαλαμίνα.

Το εκτελεστικό σώμα διέθετε την πολιτική (κυβερνητική) εξουσία, την οποία ασκούσε δια των υπουργών του, των επάρχων και με τις διοικητικές-οικονομικές του υπηρεσίες. Παράλληλα όμως, είχε και την ισχύ των όπλων (στρατιωτική εξουσία) καθώς σε αυτό παρέμενε πιστή η πλειοψηφία των επαναστατικών στρατευμάτων των Πελοποννήσιων οπλαρχηγών. Προπύργια του εκτελεστικού σώματος ήταν το φρούριο του Ναυπλίου, το οποίο ήλεγχε ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος (ως φρούραρχος) και η εύπορη επαρχία της Ηλείας στην οποία κυριαρχούσε ο Σισίνης και η οποία είχε μετατραπεί σε εφοδιαστικό κέντρο της κυβέρνησης. Ο ρόλος του βουλευτικού σώματος φαινόταν έτσι δευτερεύοντας, λόγω της εξάρτησής του από το εκτελεστικό σώμα. Ωστόσο, το τελευταίο δεχόταν έντονη κριτική που έφτανε στη δημόσια διατύπωση κατηγοριών, τόσο από τα μέλη του βουλευτικού κατά τις συνεδριάσεις τους, όσο και από τους πλοιοκτήτες της Ύδρας, του πιο ισχυρού από τα ναυτικά νησιά της επαναστατημένης χώρας και το οποίο πρόσκεινταν στο βουλευτικό. Τάσεις αμφισβήτησης της εξουσίας του εκτελεστικού εκδηλώνονταν ήδη στην Αχαΐα από τον Ζαΐμη και στην Ηλεία, αλλά και στη Βοστίτσα και στα Καλάβρυτα, από τους αδελφούς Λόντου. Επιπλέον, μυστικές διαβουλεύσεις που διεξάγονταν, είχαν οδηγήσει αρκετούς απ’ τους μέχρι τότε υποστηρικτές του Κολοκοτρώνη να μεταπηδήσουν φανερά ή κρυφίως στην αντίθετη παράταξη. Υπεροπλία όμως διέθετε το βουλευτικό σε βάρος του εκτελεστικού και βάσει των συμμετεχόντων στα δυο «κόμματα» προσωπικοτήτων, αφού έναντι των έμπειρων πολιτικών του βουλευτικού (Μαυροκορδάτος, Κωλέττης, Λ. Κουντουριώτης, Ζαίμης κ.α.) το εκτελεστικό είχε να αντιπαρατάξει ουσιαστικά μόνο το σύμβουλο του Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μεταξά.

Στο περιθώριο του προσεταιρισμού του Λόρδου Βύρωνα, ο οποίος είχε φτάσει στην Κεφαλλονιά σαν απεσταλμένος του φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου προκειμένου να μεσολαβήσει για τη σύναψη δανείου με Άγγλους τραπεζίτες, οι δυο αντιμαχόμενες πλευρές επέτειναν την προσπάθεια για επικράτηση, προκειμένου να αναλάβουν τη διαχείρηση των χρημάτων. Το εκτελεστικό διέβλεπε στην παγίωση της θέσης του, ενώ το βουλευτικό εργαζόταν για την κατάργησή του και την αντικατάστασή του από νέο εκτελεστικό σώμα το οποίο θα ήλεγχε. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του, το εκτελεστικά μετέφερε την έδρα του από τη Σαλαμίνα στην Τριπολιτσά καλώντας και το βουλευτικό να πράξει το ίδιο, προκειμένου να οργανωθεί ορθότερα η απαραίτητη ενέργεια της ελληνικής διοίκησης προς στρατολόγηση ανδρών που θα στέλνονταν σε ενίσχυση της πολιορκίας των Πατρών, αλλά και για τη γενικότερη άμυνα της Δυτικής Ελλάδας, που απειλούνταν από νέα κάθοδο ισχυρών τουρκικών στρατευμάτων. Το βουλευτικό όμως αρνήθηκε επίμονα τη μεταστέγασή του επικαλούμενο την ανάγκη οργάνωσης των στρατιωτικών επιχειρήσεων (σχεδιαζόμενη εκστρατεία στην Εύβοια, ενίσχυση της άμυνας του Μεσολογγίου, συντονισμός των κινήσεων για την αποστολή επιτροπής στην Αγγλία για τη σύναψη του δανείου κ.α.) Μάλιστα, το βουλευτικό ψήφισε τη μεταφορά της έδρας του στο Άργος, ωστόσο συνέχισε να παραμένει στη Σαλαμίνα έως και τις αρχές του Οκτωβρίου 1823.

Προκειμένου το εκτελεστικό να εξασφαλίσει τους απαιτούμενους χρηματικούς πόρους για τη χρηματοδότηση των δυο εκστρατειών που σχεδίαζε (προς το Μεσολόγγι δια θαλάσσης και χερσαίως προς την Πάτρα) αλλά και την υλοποίηση της στρατολόγησης, προκήρυξε εκποίηση των εθνικών κτημάτων (πλην εθνικής γης) της Πελοποννήσου, καλώντας παράλληλα δια του Υπουργείου της Οικονομίας τους ενδιαφερομένους να τα αγοράσουν. Στις 7 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε η αντίδραση του βουλευτικού με την άρνησή του να επικυρώσει την πράξη εκποίησης, θεωρώντας την παράνομη βάσει του ισχύοντος κανονισμού (οργανικός νόμος). Σε μια ευφυή κίνησή του τότε, ο Κολοκοτρώνης, αντιλαμβανόμενος ότι κύριος στόχος των ενεργειών του βουλευτικού ήταν να πλήξουν το προσωπικό του γόητρο, παραιτήθηκε του πολιτικού του αξιώματος στις 15 Οκτωβρίου ενώ δυο μέρες αργότερα δήλωσε πως θα συνέχιζε τον Αγώνα όχι πια δια του στρατιωτικού τίτλου που έφερε (αρχιστράτηγος) αλλά «ως απλός πατριώτης και στρατιώτης».



Στην δεύτερη φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει η Ύδρα και οι Υδραίοι καραβοκύρηδες και συγκεκριμένα η Αγγλόφιλη οικογένεια Κουντουριώτη που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας με το μέρος της. Από την άλλη αντίπαλοι τους ήταν οι κοτζαμπάσηδες του Μοριά και ο Θ. Κολοκοτρώνης. Με την συνεργασία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ως εγγυητή του αγγλικού δανείου, και των Ρουμελιωτών, η υπεροχή των Υδραίων έναντι των αντιπάλων τους ήταν αδιαμφισβήτητη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από αυτό το χρονικό σημείο και μετά πολιτικοί αντίπαλοι των Κουντουριωταίων χαρακτηρίζονται όλοι σχεδόν οι Μωραΐτες (και δεν περιορίζονται πια στις παρατάξεις του Κολοκοτρώνη και των Φιλικών). Ενώ από την άλλη αντίπαλοι των Μοραϊτών ήταν οι Υδραίοι και οι Ρουμελιώτες. Οι κοτζαμπάσηδες, ιδιαίτερα αυτοί των Πατρών, φοβούμενοι τυχόν εχθρική ενέργεια εναντίον τους αρχίζουν να οργανώνονται καλύτερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παράδοση του Ναυπλίου στον Λόντο και τον Ζαΐμη από τον Κολοκοτρώνη. Ο συγκεκριμένος συμβιβασμός ήταν μια ξεκάθαρη παραβίαση της εντολής της κυβέρνησης Κουντουριώτη ενώ παράλληλα ήταν και μια κίνηση τακτικής. Σε αντίθεση πάντως με τους πατρινούς προύχοντες, η οικογένεια Δεληγιάννη αλλά και η παράταξη Κολοκοτρώνη φαίνεται να αγνοεί μέχρι και εκείνη τη στιγμή τις προθέσεις των Υδραίων.

Σε όλον αυτό τον καταιγισμό των εξελίξεων προστίθεται και ένα νέο πρόσωπο, του οποίου ο ρόλος θα είναι καθοριστικός για την πορεία του εμφυλίου πολέμου. Ο Ιωάννης Κωλέττης, γιατρός με καταγωγή από το Συρράκο Ιωαννίνων, θα αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο μεταξύ Υδραίων και Ρουμελιωτών. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να φέρει σε επαφή τον Γκούρα, μετέπειτα φρούραρχο των Αθηνών, και τον Καραϊσκάκη με τους Υδραίους καθιστώντας τους σημαντικούς συμμάχους του.

Στις 20 Ιουλίου 1824 έφτασαν και τα χρήματα του δανείου από την αγγλική κυβέρνηση. Έτσι η κυβέρνηση Κουντουριώτη ενισχύθηκε με ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό, το οποίο χρησιμοποίησε για δικούς της συμφεροντολογικούς σκοπούς μοιράζοντας το επιλεκτικά, μόνο σε φίλα προσκείμενους σε αυτή. Επόμενη κίνηση ήταν η διενέργεια βουλευτικών εκλογών και η σύγκληση του νέου βουλευτικού την 1η Οκτωβρίου. Κατά κύριο λόγο η βουλή απαρτιζόταν από νησιώτες, συμμάχους των Κουντουριωταίων και γενικώς των Υδραίων. Αυτή εξέλεξε πρόεδρο της κυβέρνησης τον Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη αυτής τους Π. Μπότσαρη, Αν. Σπηλιωτάκη, Ιωάννη Κωλέττη και Ασημάκη Φωτήλα, ο οποίος όμως παραιτήθηκε λίγο αργότερα.

Η απάντηση των Μωραϊτών είναι άμεση. Συνασπίζονται όλοι σε μια ενιαία παράταξη ξεχνώντας για την ώρα τα μίση που τους χώριζαν, αρνούνται να πληρώσουν φόρους και δίνουν εντολή στον Ασημάκη Φωτήλα να παραιτηθεί από μέλος της κυβέρνησης. Η σύγκρουση πια μεταξύ κυβέρνησης Κουντουριώτη και Μωραϊτών είναι γεγονός.

Στις 23 Οκτωβρίου σώμα 500 στρατιωτών με επικεφαλής τον Παπαφλέσσα ξεκινάει για να επιβάλλει την τάξη στην Αρκαδία, η οποία είχε επαναστατήσει εναντίον της κυβέρνησης. Ο στρατός του Παπαφλέσσα εκδιώχθηκε κακήν κακώς από τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και τον Κανέλλο Δεληγιάννη. Στα τέλη του 1824 ο Κολοκοτρώνης αρχίζει να πολιορκεί την Τρίπολη, ο Νικηταράς το Ναύπλιο και ο Νοταράς & ο Λόντος την Ακροκόρινθο. Οι Λόντος και Ζαΐμης είχαν λύσει την πολιορκία της Πάτρας προκειμένου να συγκεντρώσουν τους στρατούς τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.

Από αυτή τη στιγμή και μετά γράφεται μια από τις πιο μελανές σελίδες της ελληνικής επαναστάσεως. Οι Ρουμελιώτες και συγκεκριμένα οι Μακρυγιάννης, Τζαβέλλας, Καραϊσκάκης, Γκούρας, Δράκος και Καρατάσος διατάζονται να επιβάλουν την τάξη στην εξεγερμένη Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τους ιστορικούς αυτή η έμπνευση του σχεδίου ήταν εξολοκλήρου του Ιωάννη Κωλέττη.

Ένα απρόσμενο γεγονός έδωσε σημαντικό πλεονέκτημα νίκης στους Υδραίους. Ο θάνατος του Πάνου Κολοκοτρώνη βύθισε στη λύπη τον Θεόδωρο, προκαλώντας του παράλληλα αδιαφορία για τα πολιτικά τεκταινόμενα. Ο Ζαΐμης με χίλιους άνδρες έφτασε τον Νοέμβριο στην Τρίπολη όπου τον περίμεναν οι Δεληγιανναίοι κ.α. Στις 25 Νοεμβρίου κατέφθασε στον Αχλαδόκαμπο ο στρατός των κυβερνητικών αλλά όταν άρχισε η μάχη με έκπληξη παρατήρησαν οι Μοραΐτες ότι οι περισσότεροι εκ των στρατιωτών τους, κυρίως Ρουμελιώτες και Σουλιώτες μισθοφόροι, δεν δέχονταν να πολεμήσουν. Αιτία ήταν τα μεγάλα ποσά που τους είχαν τάξει κατάσκοποι των κυβερνητικών αν παρέμεναν άπρακτοι. Έτσι οι κοτζαμπάσηδες αποχώρησαν και αποσύρθηκαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Δύο μέρες πριν, στις 23 Νοεμβρίου, οι Ρουμελιώτες είχαν συγκρουστεί κοντά στην Κόρινθο με τα στρατεύματα του Λόντου και του Νοταρά. Αποτέλεσμα ήταν οι τελευταίοι, εξαιτίας λιποταξίας των μισθοφόρων τους, να ηττηθούν. Οι λεηλασίες που πραγματοποιήθηκαν στην έδρα των Νοταράδων, στα Τρίκαλα Κορινθίας ήταν άνευ προηγουμένου. Επιπλέον ο Σωτηράκης Νοταράς αναγκάστηκε με την βία να καταστήσει γενικό κληρονόμο της περιουσίας του τον ιατρό Σοφιανόπουλο, συνεργάτη του Γκούρα.

Ύστερα ακολούθησε η εκστρατεία στην Αιγιάλεια όπου συμμετείχαν οι Ίσκος, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Τζαβέλας, Δράκος, Βαλτινός κ.α. Οι Μελετόπουλοι, οι Κουμανιώτες, οι Πετμεζαίοι και ο Νικολόπουλος είχαν ταχθεί με το μέρος τους έτσι δεν δυσκολεύτηκαν να προελάσουν στην Αχαΐα. Το μοναδικό πια εμπόδιο ήταν η Κερπινή Αχαΐας, πατρίδα των Ζαΐμηδων. Εκεί είχαν οχυρωθεί ο Λόντος και οι Ζαΐμηδες, οι οποίοι όμως απέτυχαν να τους αποκρούσουν εξαιτίας της λιποταξίας των Σαρδελιάνων, συμμάχων των πρώτων. Ο Ζαΐμης και ο Λόντος αναχώρησαν για την Ηλεία ενώ οι Ρουμελιώτες εισέβαλαν στην Κερπινή. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν φοβερές. Φρικτά εγκλήματα όπως αυτά των βιασμών και των βασανισμών συνέβησαν, ενώ όλα τα σπίτια λεηλατήθηκαν. Στην ιστορία έμεινε η φράση ενός στρατιώτη που φώναζε ότι «πωλήται το φουστάνι της Ζαΐμενας». Έπειτα στράφηκαν στην περιοχή των Δεληγιαννέων, την οποία  είχαν εγκαταλείψει οι προύχοντες της. Αφού λεηλατήθηκε και αυτή ο Γκούρας και ο στρατός του έστρεψαν την προσοχή τους στην Ηλεία και συγκεκριμένα στη Γαστούνη, την επικράτεια των Σισίνιδων. Το πλιάτσικο που ακολούθησε ήταν τρομερό αφού ο κάμπος της Γαστούνης ήταν από τις πιο πλούσιες περιοχές. Από την τεράστια βιβλιοθήκη των Σισίνιδων, περίπου 10.000 τόμοι, δεν γλίτωσε τίποτα παρά μόνο μερικά σπάνια βιβλία που κατέληξαν στον Σοφιανόπουλο.

Ο Φωτάκος έγραψε για τα γεγονότα αυτά ότι «ηρκεί μόνον ότι όλοι ήσαν Μοραΐται και όλους τους εγύμνωναν και τους εκαταφρόνουν» ενώ ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η εισβολή των πέραν του Ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν ανακάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθαν επι της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».

Στις 23 Ιανουαρίου του 1825 όλα έχουν τελειώσει. Ο Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Γρίβας, οι Γεώργιος και Χρύσανθος Σισίνης, οι Σωτήρης και Ιωάννης Νοταράς, οι Δεληγιανναίοι και μερικοί άλλοι φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Ο Ασημάκης Φωτήλας διέφυγε τη σύλληψη, ενώ ο Παλαιών Πατρών Γερμανός συνελήφθη από τον Νικολέτο Σοφιανόπουλο και αφού οδηγήθηκε στη Γαστούνη, από εκεί και πέρα προχώρησε πεζός, γεγονός πρωτάκουστο για κληρικό τέτοιας κατηγορίας. Την ίδια εποχή ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, νομίζοντας ότι θα του δοθεί αμνηστία, παραδίνεται στις αρχές, μεταφέρεται στην Αθήνα και φυλακίζεται στην Ακρόπολη. Εκεί αφού βασανίστηκε απάνθρωπα, στραγγαλίστηκε και ρίχτηκε από την Ακρόπολη στις 5 Ιουνίου 1825 μετά τα μεσάνυχτα. Στον λαό διαδόθηκε τότε ότι πήγε να δραπετεύσει, αλλά το σχοινί που χρησιμοποίησε κόπηκε και έτσι έπεσε από την Ακρόπολη και τσακίστηκε. Υπεύθυνος για τον θάνατό του ήταν το άλλοτε πρωτοπαλίκαρό του, ο Γκούρας.

Πηγές: 
  • Διονύσιος Κόκκινος, «Η Ελληνική Επανάστασις» (6τομο), έκδοση «Μέλισσα», τ.4, κεφάλιο δωδέκατο, σελ. 294 - 337
  •  Τάσος Βουρνάς (1997), Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας, Αθήνα: Πατάκης, τόμ. Α΄, σελ. 98-99.
  •