Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

Το έργο των λογογράφων στην αρχαία Αθήνα

 


Τα δικαστήρια αποτελούσαν έναν σημαντικό τομέα της δημόσιας ζωής στην Αθήνα, ενώ στην κλασική εποχή κατά ένα μεγάλο βαθμό χάρη στη νέα εκπαίδευση των σοφιστών εδραιώθηκε η θέση της ρητορικής σ’ αυτά. Στην πράξη αυτό σήμαινε ότι πρωταγωνιστικό ρόλο σε μία δίκη, αν και από το παρασκήνιο, είχε ο λογογράφος, ο επιδέξιος και εκπαιδευμένος τεχνίτης του λόγου και γνώστης της νομοθεσίας και της δικαστικής πρακτικής, ο οποίος συνέθετε δικανικούς λόγους κατόπιν αμοιβής. Ο ολιγαρχικός Αντιφών φημολογείται ότι ήταν ο πρώτος επαγγελματίας λογογράφος (βλ. Πλουτ. Ἠθικά 832c).


Το έργο του λογογράφου δεν ήταν απλό, και μπορεί να συγκριθεί με εκείνο του σύγχρονου δικηγόρου ή νομικού συμβούλου σε μία υπόθεση. Δεν βελτίωνε δηλαδή απλώς δομικά ή υφολογικά τους λόγους των πελατών του, αλλά συνέθετε από την αρχή τους λόγους, αφού ερευνούσε την υπόθεση, μελετούσε τις παραμέτρους της, αποφάσιζε ποια γεγονότα θα ενέτασσε στον λόγο και αξιοποιούσε τα στοιχεία που θα έδιναν τη νίκη στον πελάτη του στον δικαστικό αγώνα. Έπρεπε δηλαδή να καταφέρει να αποδείξει, ή να δώσει την εντύπωση ότι αποδεικνύει, τους ισχυρισμούς του πελάτη του, ενώ αντίθετα ότι αποκρούει τα επιχειρήματα του αντιδίκου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, αφού εντόπιζε τις αδυναμίες της υπόθεσης ως προς τον πελάτη του, τις αποσιωπούσε ή τις παρουσίαζε ως όσο πιο ασήμαντες μπορούσε, ενώ αντίθετα αναδείκνυε και υπογράμμιζε τη σπουδαιότητα των ‘δυνατών’ της στοιχείων.

Απαραίτητη προϋπόθεση για όλα τα παραπάνω ήταν η γνώση της επιχειρηματολογίας και της τακτικής του αντιδίκου. Βασικές πηγές αυτής της γνώσης ήταν η ἀνάκρισις [ανάκρισις: πρόκειται για την προκαταρκτική εξέταση, η οποία ξεκινούσε με την απαγγελία της κατηγορίας και την ορκωμοσία των διαδίκων ότι η κατηγορία ή η άρνησή της ήταν αληθινή (ἀντωμοσία). Στη συνέχεια γινόταν ανάκριση με τη σημερινή έννοια του όρου. Ο άρχοντας έθετε ερωτήσεις στους διαδίκους, οι οποίοι μπορούσαν επίσης να θέτουν ερωτήσεις ο ένας στον άλλο. Κατά την ἀνάκρισιν γίνονταν κατανοητά τα επιχειρήματα των δύο πλευρών και τα αμφισβητούμενα σημεία της υπόθεσης. ] και η διαιτησία, [διαιτησία: πρόκειται για διαδικασία συνήθη στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι άνθρωποι προσπαθούσαν να ρυθμίσουν τις διαφορές τους εξωδίκως. Η διαιτησία μπορούσε να είναι ιδιωτική ή δημόσια. Στην πρώτη περίπτωση οι αντίδικοι επέλεγαν οι ίδιοι τους διαιτητάς τους. Αλλά αν ο ένας αντίδικος αρνιόταν να δεχθεί τον διαιτητὴν που πρότεινε ο αντίπαλός του, η διαιτησία δεν μπορούσε να προχωρήσει. Τότε παρουσιαζόταν η ανάγκη για δημόσια διαιτησία, στην οποία ο διαιτητὴς διοριζόταν από την πολιτεία κατόπιν κληρώσεως με αρμοδιότητα να εκδώσει απόφαση χωρίς να υπάρχει ανάγκη κανονικής δίκης με ενόρκους. Όλοι οι Αθηναίοι πολίτες (με ελάχιστες εξαιρέσεις) όφειλαν να υπηρετήσουν ως δημόσιοι διαιτητές κατά το πεντηκοστό ένατο έτος της ηλικίας τους (βλ. Αριστοτ. Ἀθ. Πολ. 53.4). Η απόφαση της ιδιωτικής διαιτησίας ήταν τελεσίδικη και ισότιμη με απόφαση δικαστηρίου. Αντίθετα, οι διάδικοι μπορούσαν να εφεσιβάλουν την απόφαση του δημόσιου διαιτητού και να ζητήσουν να διεξαχθεί κανονική δίκη ενώπιον δικαστηρίου ενόρκων. Η διαιτησία που προηγήθηκε της δίκης αἰκείας, για την οποία εκφωνήθηκε ο λόγος μας, ήταν δημόσια ] διαδικασίες που προηγούνταν(η δεύτερη συνήθως) των ιδιωτικών δικών, καθώς τότε γίνονταν γνωστές οι μαρτυρίες και η βασική τακτική του αντιδίκου. Αλλά ακόμη αντιπαραθέσεις ή λογομαχίες πριν από τη δίκη των δύο αντιπάλων, συζητήσεις στον στενό ή ευρύτερο κύκλο των οικείων αποτελούσαν συχνά ευκαιρίες διαρροής σχετικών πληροφοριών προς την αντίδικη πλευρά σε μία περιορισμένη κοινωνία, όπως αυτή της αρχαίας Αθήνας. Εκεί δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να αναζητήσει και να συλλέξει κανείς πληροφορίες για τον κύκλο των ανθρώπων, τον βίο, προηγούμενες δικαστικές διαμάχες και ίσως καταδίκες του αντιδίκου ή/και μελών του οἴκου [οἴκου: σύμφωνα με την αθηναϊκή νομοθεσία η κοινωνία δεν αποτελούνταν απλώς από άτομα, αλλά από οἴκους. Οἶκος κυριολεκτικά σημαίνει ‘οικία’ και είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για τα μέλη μιας οικογένειας που ζουν μαζί σε μία οικία. Ο οἶκος περιλάμβανε την οικογενειακή περιουσία, διέθετε ‘κύριο’, τον άνδρα στον οποίο βασιζόταν η συντήρηση των άλλων μελών του οἴκου, και είχε τις εστιακές και θρησκευτικές του τελετές, συμπεριλαμβανομένων των τελετών προς τιμή των νεκρών του μελών ] του, τις οποίες ο ικανός λογογράφος μπορούσε να εντάξει και να αξιοποιήσει στον λόγο του. Ο λογογράφος ακόμη αναζητούσε και παρέθετε συμφέρουσες για τον πελάτη του δικαστικές αποφάσεις παρόμοιων υπόθεσεων (δικαστικά προηγούμενα), οι οποίες αν και δεν ήταν δεσμευτικές, οπωσδήποτε ασκούσαν κάποια επιρροή στους δικαστές. Επιπλέον, αποφάσιζε ποιες ἀτέχνους αλλά και ἐντέχνους πίστεις (βλ. παρακάτω) θα συμπεριλάμβανε στον λόγο, ώστε να πετύχει να κερδίσει για τον πελάτη του τη συμπάθεια και για τον αντίδικο την αντιπάθεια των δικαστών, εκμεταλλευόμενος συχνά την ψυχολογία και τις προκαταλήψεις των τελευταίων. Τέλος, θεωρείται πιθανό ότι ο λογογράφος παρακολουθούσε τις εξελίξεις της υπόθεσης κατά τη δίκη και μπορούσε να εισηγηθεί (κρυφά) αλλαγές στον απολογητικό λόγο του πελάτη/εναγομένου, κατόπιν της ακροάσεως του κατηγορητηρίου λόγου του ενάγοντος που προηγείτο.

Το επάγγελμα του λογογράφου, αν και καθόλα νόμιμο, δεν έχαιρε εκτίμησης στην αθηναϊκή κοινωνία, βλ. Πλάτ. Φαῖδρος 257c, Αισχίν. 2.180. Ο λόγος είναι προφανής. η τέχνη του λογογράφου παραβίαζε την αρχή της ισότητας των πολιτών απέναντι στη δικαιοσύνη. Εκείνος δηλαδή που μπορούσε να παραγγείλει λόγο σε λογογράφο, ακόμη και αν είχε άδικο, υπερτερούσε στο δικαστήριο εκείνου που δεν είχε αυτή την οικονομική δυνατότητα. Η ρητορική επομένως και όχι η δικαιοσύνη χάριζε συχνά τη νίκη στους δικαστικούς αγώνες, ενώ στην πρώτη απέβλεπαν οι διάδικοι. Ωστόσο, κανείς στο δικαστήριο δεν παραδεχόταν ότι για τον λόγο του είχε προσφύγει σε λογογράφο. Μία τέτοια παραδοχή ήταν αδιανόητη, καθώς δημιουργούσε την εντύπωση ότι ζητήθηκε η συνδρομή της ρητορικής για να καλυφθεί το άδικο. 
 
Πηγή: Ε. Αλεξίου, " Η ρητορική στην κλασική Αρχαιότητα", στο: Ε. Αλεξίου, Ι. Αναστασίου, Β. Βερτουδάκης, Μ. Ι. Γιόση, Δ. Λυπουρλής, Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Α. Τσιακμάκης, Μ, Χριστόπουλος, Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία. Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος. Τομ. Α', ΕΑΠ Πάτρα 2002, σ. 411- 438.