Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Πολιτική Ορθοδοξία και ο ρόλος του Αυτοκράτορα

Η Χριστιανική Αυτοκρατορία ήταν δημιούργημα του Κωνσταντίνου. Την περίοδο της διαμάχης για τον θρόνο, που μετά τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού είχε να προσφέρει τέσσερις θέσεις για ισάριθμους διεκδικητές. Δύο Αύγουστους, ένας για την Ανατολή και ένας για την Δύση και δύο Καισάρων, υπαρχηγών και επίδοξων διαδόχων. Στην σύνθετη αυτή δομή της τετραρχίας ο Κωνσταντίνος αυτοανακηρύχτηκε Καίσαρας(306) και κατόπιν Αύγουστος(307). Δεν  αρκούσε όμως ο τίτλος για να επιβάλει την εξουσία του. Το Φεβρουάριο του 313 στο Μεδιόλανο ο Κωνσταντίνος και ο συναυτοκράτοράς του στην Ανατολή Λικίνιος συνέταξαν ένα διάταγμα που αναγνώριζε επίσημα την ελευθερία τέλεσης όλων των λατρειών, ενώ παραχωρούσε στη χριστιανική θρησκεία προνομιακή, αλλά όχι αποκλειστική θέση. Το 324, μετά την εξόντωση του Λικίνιου, ο Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτορας της Αυτοκρατορίας και αποφάσισε να ιδρύσει την «Νέα Ρώμη- Κωνσταντινούπολη», που εγκαινιάστηκε έξι χρόνια αργότερα, στις 11 Μαΐου 330. Το 325 συγκάλεσε την Σύνοδο της Νίκαιας προκειμένου να διευθετήσει τις διαφορές στον χριστιανικό κόσμο, εγκαινιάζοντας ταυτόχρονα την έννοια της πολιτικής ορθοδοξίας.


Την Βυζαντινή περίοδο χαρακτηρίζει η πεποίθηση αρχόντων και αρχομένων ότι το κράτος που αναπτύσσεται με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη αποτελεί συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το ελληνικό όμως πολιτιστικό υπόβαθρο, η ελληνική παιδεία με την ευρεία έννοια του όρου αλλά και η χριστιανική θρησκεία επηρεάζουν βαθύτατα το νέο πολιτικό οργανισμό.
Παρά τις απόλυτες εξουσίες του, ο αυτοκράτορας δεν δικαιούται να νομοθετεί μόνο κατά την κρίση του αλλά οφείλει να σέβεται τις αρχές του δικαίου και της ηθικής. Κάτω από την επίδραση της ελληνιστικής παράδοσης και της χριστιανικής διδασκαλίας η αυτοκρατορική νομοθεσία, σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του Βυζαντίου, διακηρύσσει ως θεμελιώδης αρχές του πολιτεύματος τη δικαιοσύνη και τη φιλανθρωπία, ενώ ο Βυζαντινός αυτοκράτορας χαρακτηρίζει την αρχή του ως «ένομον επιστασία».

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ
Τον 3ο αιώνα, το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό αξίωμα γνώρισε μια κρίση νομιμότητας, που την προκάλεσε η ρήξη με τις καθιερωμένες μορφές μεταβίβασης του imperium και της δημαρχικής εξουσίας σε έναν princeps και ακόμη περισσότερο η απουσία της συγκλήτου από την ανάδειξη αυτοκράτορα και ο σφετερισμός αυτής της ανάδειξης από διάφορα στρατιωτικά σώματα με αυθαίρετες διαδικασίες. Σε αυτή την κρίση παρατηρούνται έντονες προσπάθειες να δοθεί στον αυτοκράτορα μεγαλύτερη μεταφυσική κατοχύρωση απ’ όσο παλαιότερα. Οι ηλιακές λατρείες του ανατολικού και ελληνιστικού κόσμου και η επίδρασή τους στα θρησκευτικά ήθη της Ρώμης συντέλεσαν στο να ριζώσουν και στον δυτικό κόσμο αντιλήψεις που χρησίμευαν για την ενίσχυση του αυτοκρατορικού θεσμού. Πιο συνειδητά αποθεώνεται ο αυτοκράτορας ενόσω ακόμα ζεί. Ο ηγεμόνας τοποθετείται σε μια αναγνωρισμένη ιεραρχία θεοτήτων στις οποίες πρέπει να προσφέρονται θυσίες. Η γενικευμένη εκτέλεσή τους γίνεται ομολογία πίστης όχι μόνο στον αυτοκράτορα αλλά και στην ενότητα και ακεραιότητα της αυτοκρατορίας. Οι χριστιανοί όμως δεν ήθελαν να ενσωματωθούν σ’ αυτή την λατρευτική κοινότητα και επομένως αρνήθηκαν τα πατροπαράδοτα ήθη του ρωμαϊκού λαού. Για τους γνήσιους Ρωμαίους ήταν άθεοι και ίσως αυτός να ήταν ο σημαντικότερος λόγος για τους διωγμούς των χριστιανών, ιδιαίτερα για τον διωγμό επί Διοκλητιανού. Οι διωγμοί δεν κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν την εξάπλωση του χριστιανισμού και οι χριστιανοί δεν μπορούσαν πλέον να θεωρηθούν αμελητέα ποσότητα, το κράτος δεν μπορούσε να παραβλέψει το κενό που ανοιγόταν στη λατρεία. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί μια διέξοδος και η λύση ήταν να νομιμοποιηθεί η χριστιανική θρησκεία και να εναρμονιστούν οι χριστιανικές λατρευτικές εκδηλώσεις με τους σκοπούς της αυτοκρατορικής λατρείας.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Το Φεβρουάριο του 313 στο Μεδιόλανο ο Κωνσταντίνος και ο συναυτοκράτοράς του στην Ανατολή Λικίνιος συνέταξαν ένα διάταγμα που αναγνώριζε επίσημα την ελευθερία τέλεσης όλων των λατρειών, ενώ παραχωρούσε στη χριστιανική θρησκεία προνομιακή, αλλά όχι αποκλειστική θέση. Ο χριστιανισμός, από τον Κωνσταντίνο, γίνεται αποδεκτή θρησκεία  χωρίς ωστόσο να ανακηρυχτεί επίσημη θρησκεία του κράτους, γίνεται όμως το ευνοούμενο δόγμα. Εκείνη την στιγμή γεννιέται η πολιτική ορθοδοξία, αυτοκράτορας και θρησκεία, πολιτική και θρησκευτικό πιστεύω δεν διαχωρίζονται στο εξής. Η Εκκλησία και η ορθοδοξία της αναγκάζουν τον αυτοκράτορα να ενταχθεί στο σύστημά τους, επειδή το κράτος δεν είχε πια δική του ιδεολογία. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ασκεί την εξουσία του με τη βοήθεια και την υποστήριξη της Θείας Χάριτος. Όπως ο Θεός βασιλεύει στο σύμπαν, έτσι κυβερνά την ανθρωπότητα και ο ρωμαίος αυτοκράτορας. Η ενσάρκωση του Χριστού καθορίστηκε από την Θεία Πρόνοια να συμπέσει με την εγκαθίδρυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που έδωσε τέλος στις διχόνοιες και τους πολέμους, την αταξία που προκαλούσε η πολυαρχία, ο διαμοιρασμός της εξουσίας σε πολλά αυτόνομα κράτη. Ο Θεός όχι μόνο καθόρισε την ύπαρξη της αυτοκρατορίας, αλλά επιλέγει επίσης τον εκάστοτε αυτοκράτορα, γι’ αυτό το λόγο δεν υπάρχουν καθορισμένοι κανόνες για την εκλογή του. Η ιδέα λοιπόν του «θεϊκού» αυτοκράτορα και η ιδέα μιας αυτοκρατορικής εξουσίας θεμελιωμένης στις αντιστοιχίες «Ουράνια Βασιλεία του Θεού- απόλυτη μοναρχία» αποτέλεσαν την πολιτική ιδεολογία που έθεσε τα θεμέλια του βυζαντινού κράτους.

Η εκλογή και αναγόρευση του αυτοκράτορα γινόταν από τις οργανωμένες ομάδες που αντιπροσώπευαν τη λαϊκή βούληση, τη σύγκλητο, το στρατό και τους δήμους. Αυτοκράτορας μπορούσε να γίνει μόνο όποιος, δεχόταν τις επευφημίες των τριών αυτών πολιτειακών παραγόντων. Από τα μέσα του 5ου αι. μαρτυρείται για πρώτη φορά και ένα άλλο στοιχείο της διαδικασίας, η στέψη από τον πατριάρχη του νεοεκλεγμένου. Η πράξη όμως αυτή δεν ήταν συστατικό στοιχείο της αυτοκρατορικής αναγόρευσης. Αποτελούσε απλή επίδοση του εμβλήματος της εξουσίας στον αυτοκράτορα από τον πιο σεβάσμιο εκπρόσωπο του λαού. Η διπλή εκπόρευση της εξουσίας του καθόριζε και τους περιορισμούς της αυτοκρατορικής εξουσίας. Πρώτα απέναντι στον Θεό, η εξουσία του πρέπει να είναι υπηρεσία προς τον Θεό. Άλλοι περιορισμοί της αυτοκρατορικής εξουσίας προέρχονταν από τις υποχρεώσεις του έναντι του λαού. Ο αυτοκράτορας έπρεπε να επιδείξει ορισμένες ιδιότητες που είχε ο Θεός. Να είναι φιλάνθρωπος και να κυβερνά με γενναιοδωρία και δικαιοσύνη. Οι υποχρεώσεις του αυτοκράτορα δεν περιορίζονταν μόνο στις ηθικές υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος και τους υπηκόους του. Οι νόμοι πρέπει να ισχύουν για όλους, ακόμη και για τον αυτοκράτορα. Αυτή η αντίληψη ξεχωρίζει τον νόμιμο αυτοκράτορα από τον τύραννο «ότι ο νόμος καθοδηγεί την ζωή του αυτοκράτορα, ενώ ο τύραννος οδηγείται από το κέφι του. Αυτό είναι το νόημα της βασιλείας ως «εννόμου επιστασίας», έκφραση που επανειλημμένα χρησιμοποιούν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες. Ο αυτοκράτορας μπορούσε να ανακηρύξει κάποιο άλλο πρόσωπο σε συναυτοκράτορα, συνήθως το γιό του. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν να ρυθμίσουν τον τρόπο της αυτοκρατορικής διαδοχής αλλά και την ανάπτυξη δυναστικού αισθήματος στον λαό.
Τοποθετημένος από τον Θεό στην κεφαλή του κράτους, ο αυτοκράτορας ήταν ο κύριος ρυθμιστής των συντελεστών που διαμόρφωσαν τους πολιτικούς και πολιτειακούς θεσμούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας είχε το δικαίωμα να εκδίδει, να τροποποιεί ή να καταργεί νόμους σύμφωνα με τη γενική αντίληψη «ὅτι ἐπιτάσσει ὁ αὐτοκράτωρ ἔχει ἰσχύ νόμου». Ωστόσο, ο αυτοκράτορας αναγκαζόταν να βλέπει την απόλυτη νομοθετική του εξουσία να περιορίζεται κάτω από την πίεση ηθικών, θρησκευτικών, πολιτικών και κοινωνικών φραγμών και παραγόντων.

Μπορούμε να πούμε ότι το πλαίσιο της αυτοκρατορικής εξουσίας διαμορφώθηκε από τον συγκερασμό τριών βασικών παραγόντων. Την αρχαία ελληνική πολιτική παράδοση, τη χριστιανική θρησκεία με τις θεμελιώδης αρχές της περί δικαιοσύνης και την ρωμαϊκή αντίληψη που απαιτούσε να καταλάβει το θρόνο ο άριστος και ο ισχυρότερος. Οι αντιλήψεις αυτές εμπόδισαν το μοναρχικό πολίτευμα να μεταβληθεί σε δεσποτικό, τυραννικό καθεστώς και επέτρεψαν να αναπτυχθούν ως θεμελιώδης αρχές του βυζαντινού πολιτεύματος η δικαιοσύνη, η φιλανθρωπία, η χρηστή και συνετή, η κατ΄ οικονομίαν, άσκηση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Η νομοθετική αυτεξουσία του Βυζαντινού αυτοκράτορα είχε άμεση επίπτωση στο χαρακτήρα των νομοθετικών ρυθμίσεων.
Το πιο μνημειώδες ίσως και ευρύτερα εκτιμώμενο επίτευγμα της βυζαντινής μεγαλοφυΐας υπήρξε η αναδιοργάνωση και κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου, που παρουσιάζει ενδιαφέρον ακόμα και σήμερα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • BeckH. -G., «Η ρητορική των Βυζαντινών ως έκφρασις του βυζαντινού πνεύματος». Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής, τ. Θ΄, 1965, σ. 101-112.
  • Beck.  H.-G , Η βυζαντινή χιλιετία, μτφ. Δ. Κούρτοβικ, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1992.
  • Lilie. Ralph- Johannes, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία, μτφ. Χρ. Δ.
  • Mango  C., Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Δ.
  • Καραγιαννόπουλος Ι, Το βυζαντινό κράτος, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001.
  • Μ. Ανάστος, «Πνευματικός Βίος και Πολιτισμός/Δίκαιο», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1978, σ. 324-327.
  • Χ. Γάσπαρης, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα, Ελληνική Ιστορία, τ. Β΄, στο: Βυζάντιο και Ελληνισμός, Πάτρα, ΕΑΠ, 1999, σ. 21-59.



ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος με οποιονδήποτε τρόπο, σύμφωνα με τον νόμο 2121/1993 και τους κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. Μοναδική περίπτωση αναδημοσίευσης του παρόντος με την συγκατάθεση του εκδότη και την αναφορά του Πολιτιστικά και άλλα.. σαν αναφερόμενος ιστότοπος με url.