Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Ο θεσμός της δουλείας στην αρχαία Ελλάδα

Πρόκειται για την πολυπληθέστερη ομάδα των πόλεων. Ο θεσμός της δουλείας, γνωστός από τον Όμηρο, εξαπλώθηκε τον 5 ο αι. π.Χ. εξαιτίας μίας σειράς παραγόντων με κυριότερους: την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και της αυξανόμενης ενασχόλησής τους με τα κοινά, της περιφρόνησης από πολλούς πολίτες της χειρονακτικής εργασίας και τέλος της προσιτής τιμής αγοράς των δούλων. Οι δούλοι θεωρούνταν αντικείμενο ιδιοκτησίας, «έμψυχο κτήμα» του κυρίου τους, ο οποίος αν και θεωρητικά δεν έπρεπε να ασκεί επάνω τους βία, στην πραγματικότητα είχε επάνω τους απόλυτα δικαιώματα και μπορούσε να τους εκμισθώσει σε τρίτους. Δεν είχαν νομική υπόσταση και οι οικογένειές τους δεν ήταν νομικά αναγνωρισμένες. 


Κατηγορίες δούλων: Οικιακοί: (υπηρέται), ζούσαν στο σπίτι με τον κύριο-ιδιοκτήτη τους και βοηθούσαν τόσο στο σπίτι, όσο και στα χωράφια και στα εργαστήρια. Η συντήρησή τους βάραινε τον κύριό τους. Οι χωρίς οικούντες: ζούσαν σε ξεχωριστό σπίτι από αυτό του κυρίου τους και απολάμβαναν κάποιου είδους οικονομικής ανεξαρτησίας, καθώς είχαν την δική τους εργασία. Από τα έσοδα τους πλήρωναν μία πάγια πρόσοδο (την αποφορά) στον κύριό τους και κρατούσαν τα υπόλοιπα. Οι δημόσιοι δούλοι εργάζονταν ως αστυνομικοί, κλητήρες, γραμματείς, οδοκαθαριστές, στα δημόσια έργα και στα ναυπηγεία, και συχνά αμείβονταν. Τα ανδράποδα μισθοφορούντα αποτελούσαν την πιο υποβαθμισμένη κατηγορία δούλων οι οποίοι εκμισθώνονταν από τους κυρίους τους έναντι αμοιβής είτε στο στόλο ως κωπηλάτες είτε στα μεταλλεία. Ο κύριός τους εισέπραττε την αμοιβής τους, ενώ ο εργοδότης τους αναλάμβανε τη διατροφή τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι δούλοι μπορούσαν να αποκτήσουν την ελευθερία τους. Αυτό γινόταν με εξαγορά της ελευθερίας τους από τον κύριό τους με τις οικονομίες τους και ως πράξη γενναιοδωρίας λόγω αξιέπαινης συμπεριφοράς ή υπηρεσιών προς τον κύριό τους ή προς την πόλη. Η προσφορά τους στην παραγωγική διαδικασία ήταν αναμφισβήτητη, ενώ για τον αριθμό τους μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. 

Αναφορικά με την καταγωγή τους, προέρχονταν κυρίως από τη Θράκη και από χώρες της ανατολικής Μεσογείου, με τις οποίες οι ελληνικές πόλεις διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις.  Στη Σπάρτη ίσχυε ένα ιδιότυπο καθεστώς το οποίο διατηρήθηκε λόγω της αυτάρκειας της πόλης και της δυσπιστίας των Σπαρτιατών προς κάθε τι ξένο προς το πολίτευμά τους. Υπήρχαν τρεις κοινωνικές τάξεις: οι πολίτες, οι περίοικοι και οι είλωτες. Πολίτες ήταν οι Σπαρτιάτες που καθόριζαν την τύχη της πόλης. Θεωρούνταν όλοι ίσοι μεταξύ τους, απείχαν από οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα και η μόνη ενασχόλησή τους ήταν το «επάγγελμα» του στρατιώτη ή του αξιωματικού, καθώς η κοινωνία ήταν πρωτίστως στρατοκρατικά οργανωμένη (η πολιτική ζωή ήταν υποβαθμισμένη και οι πολιτικές τους υποχρεώσεις έπονταν των στρατιωτικών). Η ζωή τους βασιζόταν στη λιτότητα, την κοινοκτημοσύνη, τον αντι-ατομικισμό και στην ομοιομορφία. Τα κύρια στοιχεία της σπαρτιατικής αγωγής ήταν η πειθαρχία και η υπακοή. Συμμετείχαν μετά το 30 ο έτος της ηλικίας τους στην Απέλλα (συνέλευση των πολιτών) και μετά τα 60 στην ολιγομελή Γερουσία.



Περίοικοι ονομάζονταν οι κάτοικοι των περιοχών που βρίσκονταν γύρω από τις 4 κώμες όπου είχαν εγκατασταθεί οι Σπαρτιάτες με τις οικογένειές τους. Τα εδάφη αυτά θεωρούνταν σπαρτιατικά και οι περίοικοι μαζί με τους Σπαρτιάτες ονομάζονταν Λακεδαιμόνιοι. Όταν οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν τη γη των περιοίκων δεν τη μοιράστηκαν, αλλά την άφησαν σε αυτούς να την καλλιεργούν. Έτσι ζούσαν από την καλλιέργεια της γης και επίσης εργάζονταν ως έμποροι και τεχνίτες. Αν και απολάμβαναν μία σχετική αυτονομία σε οικονομικό και διοικητικό επίπεδο, βρίσκονταν πάντα κάτω από τον έλεγχο των σπαρτιατικών αρχών. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, αλλά υπηρετούσαν στο στρατό δίπλα στους Σπαρτιάτες, μάλιστα μπορούσαν να γίνουν και αξιωματικοί, καθώς οι Σπαρτιάτες λιγόστευαν λόγω πολέμων. Η γη των περιοίκων λειτουργούσε ως πρόχωμα σε εχθρικές επιθέσεις και συνέβαλε καθοριστικά στην ανάδειξη της Σπάρτης σε μεγάλη δύναμη. Είλωτες ήταν οι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής της Σπάρτης, τους οποίους οι Σπαρτιάτες είχαν υποδουλώσει και κατασχέσει τη γη τους την οποία είχαν μοιράσει σε κλήρους και τους υποχρέωναν να την καλλιεργούν για λογαριασμό τους. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και η νομική τους θέση ήταν παρόμοια με αυτή των δούλων των άλλων πόλεων, αν και διέφεραν σε τρία σημεία: είχαν δυνατότητα να αποκτήσουν τη δική τους οικογένεια, αποτελούσαν περιουσία της πόλης και όχι των πολιτών και δεν μπορούσαν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Η πόλη είχε απόλυτη δικαιοδοσία επάνω τους, δεν υπηρετούσαν στο στρατό, παρά μόνο ως συνοδοί των οπλιτών και ως κωπηλάτες στο στόλο κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. 

Οι σχέσεις μεταξύ Σπαρτιατών και ειλώτων ήταν μόνιμα εχθρικές και υπάρχουν στοιχεία για μαζικές εξοντώσεις τους. Οι νέοι Σπαρτιάτες εκπαιδεύονταν με την εξόντωση τους (κρυπτεία), ενώ οι έφοροι κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους κήρυτταν τον πόλεμο κατά των ειλώτων. Ο αριθμός τόσο των περίοικων όσο και των ειλώτων είναι ασαφής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


  • C. Mossé – A. Schnapp-Gourbeillon, Επίτομη ιστορία της αρχαίας Ελλάδας (2000-31 π.χ.), μτφρ. Λ. Στεφάνου, Αθήνα: Παπαδήμας, 1996 
  • Α. Μαστραπάς, «Η πόλη-κράτος», στο Θ. Βερέμης κ.ά., Ελληνική Ιστορία, τόμ. Α΄, Πάτρα: ΕΑΠ 1999. 


ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος με οποιονδήποτε τρόπο, σύμφωνα με τον νόμο 2121/1993 και τους κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. Μοναδική περίπτωση αναδημοσίευσης του παρόντος με την συγκατάθεση του εκδότη και την αναφορά του Πολιτιστικά και άλλα.. σαν αναφερόμενος ιστότοπος με url.